Με καθυστέρηση 37 χρόνων , μας έρχεται για πρώτη φορά στα ελληνικά η Πύρινη Οργή του Στίβεν Κινγκ από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1980 (Firestarter είναι ο πρωτότυπος τίτλος του) και είναι το 8ο κατά σειρά βιβλίο του διάσημου συγγραφέα, ενώ μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1984 με τη Ντρου Μπάριμορ στο ρόλο της πρωταγωνίστριας. Μέχρι πριν από μερικούς μήνες, αποτελούσε μία από τις βασικότερες ελλείψεις στις ελληνικές εκδόσεις του Κινγκ και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι επελέγη, μαζί με μία νέα έκδοση του Αυτό, για να κάνει το άνοιγμα στη σειρά βιβλίων του Κινγκ που έχουν ξεκινήσει να εκδίδονται από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος. Η Πύρινη Οργή αναδεικνύεται για έναν ακόμη λόγο. Σε μία περίοδο που η νοσταλγία για τα 80’s μεγαλώνει σε σειρές και ταινίες, ο αναγνώστης θα βρει εκεί επιρροές του Stranger Things και θα αναγνωρίσει κάποια από τα βασικά μοτίβα της περιόδου που είδε την άνθιση της επιστημονική φαντασίας.
Το σενάριο του βιβλίου «πατάει» σε δύο δεκαετίες. Από τη μία, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Άντι προσπαθεί να γλυτώσει τον εαυτό του και την κόρη του, Τσάρλι, από το κυνηγητό μίας μυστικής υπηρεσίας, το σκιώδες Εργαστήριο, που θέλει να αξιοποιήσει τις υπερφυσικές δυνάμεις που έχουν, ιδίως η μικρή Τσάρλι. Ταυτόχρονα, στη δεκαετία του ’60, ο Άντι θα γνωρίσει τη Βίκυ στο κολλέγιο και θα συμμετάσχουν και οι δύο σε ένα πείραμα στα πλαίσια ενός μαθήματος για να βγάλουν κάποια εύκολα χρήματα. Το πείραμα θα δώσει και στους δύο δυνάμεις, οι οποίες υπόκεινται σε στενούς περιορισμούς (π.χ., ο Άντι υποφέρει από πολύ έντονο πονοκέφαλο αν χρησιμοποιήσει υπερβολικά τη δύναμη του να «πείθει» ανθρώπους) αλλά μόνο μετά τη γέννηση της κόρης τους θα συνειδητοποιήσουν πλήρως τις επιπτώσεις της επιλογής τους. Όλο το σενάριο βασίζεται σε ένα what if?. Τι θα συνέβαινε αν οι θεωρίες της δεκαετίας του ’60 για τη δράση των μυστικών υπηρεσιών είχαν δίκιο; Πόσο μακριά θα ήταν διατεθειμένη να φτάσει μια κρατική μυστική υπηρεσία για να αποκτήσει ένα νέο «όπλο» για τον Ψυχρό Πόλεμο; Ο Κινγκ βάζει τη γενιά του Μάη του ’68 και της αντίθεσης στον πόλεμο του Βιετνάμ να βιώσει τον χειρότερο εφιάλτη της, όντας σε μία πιο ώριμη ηλικία που προσπαθεί να στήσει μία φιλήσυχη ζωή.
Η Πύρινη Οργή έχει έναν καταιγιστικό ρυθμό που τη διακρίνει έντονα από άλλα βιβλία του Κινγκ όπου κυριαρχεί η σχετικά στατική και σε βάθος παρουσίαση των χαρακτήρων και της ζωής τους μέσα σε ένα συγκεκριμένο μέρος (π.χ. αυτή είναι η τεράστια γοητεία του Salem’s Lot). Από την αρχή βρίσκουμε την Τσάρλι και τον Άντι να τρέχουν μέσα στη Νέα Υόρκη, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τους πράκτορες του Εργαστηρίου. Μέσα από διαρκείς αναδρομές, μαθαίνουμε πώς βρέθηκαν σε αυτή την κατάσταση και αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι οι διώκτες των πρωταγωνιστών δεν έχουν καμία απολύτως αναστολή προκειμένου να πετύχουν το στόχο τους. Ο Κινγκ κρατάει σε διαρκή ένταση τον αναγνώστη του και του μεταδίδει την ψυχική διάθεση των κυνηγημένων πρωταγωνιστών, οι οποίοι έχουν ζήσει πολλαπλά φρικτά επεισόδια αλλά δεν έχουν ούτε τον χρόνο να τα επεξεργαστούν. Ακόμα και τις λιγοστές στιγμές γαλήνης, όταν οι διώκτες έχουν χάσει τα ίχνη τους, οι πρωταγωνιστές δεν μπορούν να ηρεμήσουν, μαζί τους και εμείς, οι αναγνώστες. Στις σκηνές δράσης και τις αναδρομές, έρχονται να προστεθούν περιγραφές της λειτουργίας του Εργαστηρίου, μία ματιά στο εσωτερικό της μυστικής υπηρεσίας. Εκεί, ο Κινγκ τοποθετεί δίπλα-δίπλα υπαλλήλους που κάνουν ευλαβικά τη δουλειά τους, ανώτερα στελέχη που βρίσκονται υπό πίεση να παρουσιάσουν αποτελέσματα αλλά και τον ανελέητο δολοφόνο, Ρέινμπερντ, που έχει τους δικούς του λόγους για να συμμετάσχει σε αυτό το κυνηγητό. Από μία πρώτη, έξυπνα στημένη περιγραφή, όπου τίποτα δεν διακρίνει το Εργαστήριο από μία τυπική κρατική υπηρεσία, φτάνουμε στο βάθος ενός ουσιαστικά παρακρατικού-παραστρατιωτικού οργανισμού. Η δικαιολογία ότι «απλά κάνω τη δουλειά μου» αποκαλύπτεται ως το άλλοθι σε όλα τα επίπεδα της ηγεσίας ώστε να προχωρήσουν στις πιο φρικτές πράξεις.
Όσο προχωράει το κυνηγητό, η μικρή Τσάρλι έρχεται στο προσκήνιο. Αυτή έχει μέσα την «πύρινη οργή» αλλά δεν θέλει να τη χρησιμοποιήσει. Όσα χρόνια θυμάται τον εαυτό της, τα έχει περάσει προσπαθώντας να καταστείλει τις δυνάμεις της αλλά θα βρεθεί επανειλημμένα μπροστά στα πιο δύσκολα διλήμματα που θα τη φέρουν στα άκρα. Στην εξέλιξη του βιβλίου, χωρίς υπερβολές και μελοδραματισμούς, μας παρουσιάζεται την ψυχοσύνθεση ενός κοριτσιού που νιώθει ένοχο για μία κατάσταση που δεν μπορεί να κατανοήσει και του πατέρα της που προσπαθεί να συνειδητοποιήσει την απότομη ανατροπή της ζωής του και να προστατεύσει με κάθε τρόπο την κόρη του.
Ο Κινγκ έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι το ταλέντο του δεν γνωρίζει όρια ούτε περιορίζεται σε κάποια είδη αποκλειστικά. Έστω και καθυστερημένα, μέσα από την εξαιρετική μετάφραση του Αντώνη Καλοκύρη, ερχόμαστε σε επαφή με ένα από τα βιβλία του όπου η δράση έχει τον πρώτο λόγο. Συνδυασμένη με τις βαθύτερες φοβίες για το πού μπορούν να φτάσουν τα κράτη της Δύσης για να νικήσουν στον Ψυχρό Πόλεμο, μας δίνει ένα δυνατό έργο με μεγάλη επίδραση στο σύνολο της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας.