Η σχέση της λογοτεχνίας με τα comics έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία της 9ης τέχνης. Τα comics, ως μία πιο προσιτή μορφή ανάγνωσης για μικρά παιδιά, επιτελούσαν για δεκαετίες μια λειτουργία πρόωρης λογοτεχνικής διαπαιδαγώγησης των νέων. Πόσοι από εμάς δεν έχουν την ανάμνηση των κλασσικών εικονογραφημένων; Εδώ και δεκαετίες βέβαια τα comics έχουν αποστασιοποιηθεί από τον παραπληρωματικό χαρακτήρα του παρελθόντος τους, χωρίς όμως να έχουν διακόψει το στενό δεσμό τους με τη λογοτεχνία. Κλασσική και σύγχρονη λογοτεχνία συνεχίζει να τροφοδοτεί την τέχνη των comics, χωρίς όμως να την αντιμετωπίζει με την υπεροψία του παρελθόντος.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι διασκευές λογοτεχνικών έργων του Albert Camus από τον Jacques Ferrandez, έναν εκ των επιφανέστερων σύγχρονων εκπροσώπων της ευρωπαϊκής comic σκηνής. Ο Ferrandez μέχρι στιγμής έχει μεταφέρει σε comic τρία έργα του Camus, τον Ξένο, τον Πρώτο Άνθρωπο και το διήγημα L’Hôte (The Guest), το οποίο αποτελεί το μόνο της σειράς που δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά μέχρι σήμερα. Τα δύο πρώτα πάντως έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Πατάκη και κυκλοφορούν σε σκληρόδετες πολυτελείς εκδόσεις. Μάλιστα οι μεταφράσεις και των δύο έχουν γίνει απ’ τις Νίκη Καρακίτσου – Douge και Μαρία Κασαμπάλογλου – Roblin, οι οποίες έχουν προσφέρει αξιόπιστες μεταφράσεις για τη μεγάλη πλειοψηφία των έργων του Camus που κυκλοφορούν στα ελληνικά.
Ο Πρώτος Άνθρωπος, ο οποίος έμεινε τελικά ημιτελής -λόγω του αιφνίδιου θανάτου του συγγραφέα σε τραγικό τροχαίο δυστύχημα, μόλις στα 47 του χρόνια- έμελλε να αποτελέσει το φιλόδοξο κύκνειο άσμα του, το οποίο αν είχε ολοκληρώσει θα μπορούσε ίσως να γίνει το magnum opus του. Το έργο βρέθηκε στον τόπο του δυστυχήματος, μέσα στην τσάντα του, γραμμένο μέσα σε 144 πυκνογραμμένες χειρόγραφες σελίδες, οι οποίες θεωρούνται μόνον ένα πρώτο σχεδίασμα του τελικού σχεδίου που είχε στο μυαλό του ο Camus. Τελικά ο Πρώτος Άνθρωπος, ο οποίος δακτυλογραφήθηκε απ’ την κόρη του, Catherine Camus, εκδόθηκε 34 χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα του, μόλις το 1994, όταν πλέον είχε περάσει ικανό χρονικό διάστημα απ’ την Απελευθέρωση της Αλγερίας, μία ιστορική συνθήκη εξαιτίας της οποίας δίστασε η οικογένεια του Camus να το κυκλοφορήσει νωρίτερα.
Η υπόθεση του Πρώτου Ανθρώπου αφορά τον Jacques Cormery, έναν επιτυχημένο μεσήλικα Γάλλο λογοτέχνη, ο οποίος επιστρέφει στην Αλγερία, στην οποία γεννήθηκε, προκειμένου να επισκεφτεί την -πλέον- σχεδόν ανήμπορη μητέρα του και να αναζητήσει τις ρίζες του. Η επιστροφή στις φτωχογειτονιές που μεγάλωσε ανασύρουν στη μνήμη του τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, που μεγάλωσε με τη μητέρα του και την αυστηρή γιαγιά του, αφού τον πατέρα του δεν κατάφερε να τον γνωρίσει ποτέ, επειδή είχε σκοτωθεί στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το τελευταίο βιβλίο του Camus ήταν και το πλέον αυτοβιογραφικό του. Τα πολλά κοινά στοιχεία του Jacques Cormery με τον συγγραφέα (ο οποίος επίσης μεγάλωσε στο Αλγέρι με τη μητέρα και τη γιαγιά του, έχοντας χάσει τον πατέρα του στον πόλεμο) τον καθιστούν ένα λογοτεχνικό alter ego του. Όμως τον Camus δεν τον απασχολεί να γράψει μία αυτοβιογραφία. Τα προσωπικά του βιώματα αλληλοδιαπλέκονται με τη μυθοπλασία προκειμένου το έργο του να αποκτήσει διαχρονικότητα, αναφερόμενο σε κοινούς τόπους ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου χώρου και χρόνου όπου τοποθετεί τη διήγησή του, χαρακτηριστικό κάθε κλασσικού έργου. Γι’ αυτό δηλώνει σαφώς -μέσω του πρωταγωνιστή – alter ego του- ότι «θα ήθελα να μιλήσω εξ ονόματος εκείνων που τους αρνήθηκαν το λόγο». Έχοντας θέσει το στόχο του, η οικουμενική ματιά του Camus στρέφει το ενδιαφέρον των αναγνωστών σε ιστορίες ανθρώπων χωρίς φωνή, όπως ήταν η αγράμματη μητέρα του ή ο πατέρας του που ήταν θύμα του πιο αιματηρού πολέμου μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ή και οι Άραβες του Αλγερίου, που το Γαλλικό κράτος είχε αποικίσει τη χώρα τους στέλνοντας οικογένειες Γάλλων να την εποικίσουν, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και η δική του οικογένεια.
Η μεταφορά του βιβλίου σε comic απ’ τον Jacques Ferrandez ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα, ειδικά αφού πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ημιτελές, με κενά στην αφήγηση, τα οποία ο Καμύ (όπως φαίνεται απ’ τις σημειώσεις των χειρογράφων του) επιθυμούσε να τα καλύψει, διανθίζοντας το πρώτο αυτό σχεδίασμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν είχε κατορθώσει καν να ολοκληρώσει την ιστορία, για την εξέλιξη της οποίας είχε αφήσει μόνον υπαινιγμούς μέσω σημειώσεων στο τέλος των χειρογράφων του. Όμως τελικά, ακριβώς αυτή η δυσκολία του ημιτελούς έργου μετατρέπεται σε μία απ’ τις σημαντικότερες αρετές της comic διασκευής του, αφού η αποσπασματικότητα της αφήγησης στα καρέ του Ferrandez αφήνει με δημιουργικό τρόπο υπαινιγμούς για τα υπαρκτά -παρ’ ότι ακούσια- κενά της πλοκής. Εύστοχα παρατηρεί επ’ αυτού η Alice Kaplan στην εισαγωγή που συνοδεύει την έκδοση, ότι το comic «αποδεικνύεται ακριβώς το τέλειο μέσο» επειδή «ανάμεσα στα καρέ υπάρχει πάντα το κενό, η έλλειψη, που επιτρέπει κάθε στιγμή στον αναγνώστη να ταξιδέψει πέρα από ό,τι λέγεται, από ό,τι φαίνεται».
Ο Ferrandez έχει μεγαλώσει κι εκείνος στην Αλγερία κι αυτή η κοινή καταγωγή του δημιουργεί ένα συναισθηματικό δεσμό με τον Νομπελίστα Γάλλο συγγραφέα. Όμως, πέραν αυτού, η καταγωγή του Ferrandez απ’ την Αλγερία του προσφέρει το προνόμιο να γνωρίζει βιωματικά τον τόπο στον οποίο εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα και να μπορεί να αποδώσει στο σχέδιό του με ρεαλισμό και λεπτομέρεια την ατμόσφαιρα, τους ανθρώπους, ακόμα και τα τοπία, τους δρόμους και τα κτήρια της χώρας. Το σχεδιαστικό στυλ του Ferrandez εντάσσεται στην ευρωπαϊκή παράδοση των comics, της οποίας αποτελεί μία απ’ τις πιο ταλαντούχες σύγχρονες πένες. Με επιμονή στη λεπτομέρεια ο Ferrandez εστιάζει στα πρόσωπα των χαρακτήρων του έργου του για να αποδώσει τα συναισθήματά τους, ενώ εντυπωσιάζει η συχνότητα που αποτυπώνει πολυπληθείς συγκεντρώσεις στις πόλεις, στα σχολεία και αλλού, χωρίς να ελλαττώνεται η προσοχή του στις λεπτομέρειες. Οι πρωταγωνιστές του μοιάζουν να τοποθετούνται σε ένα σχεδόν ζωγραφικό καμβά, που στα καρέ του καταφέρνει να συνεπάρει τον αναγνώστη, να τον ταξιδέψει σε ατέλειωτες θάλασσες, να τον ξεναγήσει στους πολυπληθείς δρόμους του Αλγερίου, αλλά και να τον υποβάλλει να νιώσει αβοήθητος -όπως οι πρωταγωνιστές- σε βροχερά νυχτερινά σκηνικά και στο θανατηφόρο πεδίο του πολέμου.
Για το τέλος μένει πάντοτε ένα ερώτημα που συχνά αναδύεται σε διασκευές σημαντικών λογοτεχνικών έργων σε comics: έχει άραγε αυτόνομη καλλιτεχνική αξία το έργο του Ferrandez ή χρησιμεύει μόνον ως μία εισαγωγή στο έργο του Camus, απευθυνόμενο κυρίως σε μικρότερες ηλικίες; Σίγουρα κανείς -ούτε ο ίδιος ο δημιουργός φυσικά- δεν θα μπορούσε να συγκρίνει το έργο ενός απ’ τους κορυφαίους λογοτέχνες του 20ου αιώνα με μία διασκευή του σε comic μορφή. Όμως θα ήταν λάθος -βιασύνης ή απειρίας- να παραβλεφθεί και η αυτόνομη καλλιτεχνική αξία του έργου του Ferrandez, ο οποίος με όλο του το ταλέντο, την προσήλωση στη λεπτομέρεια και το σεβασμό στο πρωτότυπο κείμενο έχει δημιουργήσει ένα comic υψηλότατου επιπέδου, ένα από εκείνα τα comics που οδηγούν μικρούς και μεγάλους να αγαπήσουν την 9η τέχνη. Πρέπει να παραδεχθούμε λοιπόν ότι πράγματι τα comics του Ferrandez έχουν την αρετή να εισάγουν με προσιτό τρόπο τις μικρότερες ηλικίες στο έργο του Camus (άλλωστε έχουν χρησιμοποιηθεί και στις σχολικές αίθουσες της Γαλλίας γι’ αυτό το σκοπό), όμως έχουν και τη δύναμη να γνωρίσουν σε αναγνώστες κάθε ηλικίας τη μαγεία της τέχνης των comics. Κι αυτή η συνεισφορά τους είναι εξίσου ανεκτίμητη.