Εξ ημισείας νικήτρια του περσινού βραβείου Booker 2019, μαζί με τη Margaret Atwood και τις «Διαθήκες» της, η Bernardine Evaristo έγινε έτσι η πρώτη μαύρη γυναίκα που κέρδισε το βραβείο, κατακτώντας και μια θέση στην κορυφή της λίστας των best-seller, εγχώριων και παγκόσμιων, με το πειραματικό, καινοτόμο, απόλυτα σύγχρονο «Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο» της, το οποίο μπορούμε να διαβάσουμε και στα ελληνικά χάρη στον μεταφραστικό άθλο που επιτέλεσε η Ρένα Χατχούτ, για τις εκδόσεις Gutenberg και τη σειρά – κόσμημα Aldina τους.
Η Evaristo συνθέτει ένα πολυσυλλεκτικό ψηφιδωτό θηλυκοτήτων στο σύγχρονο, και όχι μόνο, Λονδίνο, αφηγούμενη τις ιστορίες 12 γυναικών, ιστορίες αυτοτελείς αλλά και διαπλεκόμενες μεταξύ τους, και μέσα από αυτές τις ιστορίες των φιλενάδων τους, των μητέρων, των γιαγιάδων και των ερωμένων τους, δημιουργώντας έτσι έναν συνεκτικό ιστό της γυναικείας ύπαρξης. Οι γυναίκες της Evaristo είναι κυρίως μαύρες ή μιγάδες, προέρχονται από όλο το κοινωνικό, ταξικό και σεξουαλικό φάσμα, με κοινό τους χαρακτηριστικό τη ρατσιστική και σεξιστική καταπίεση που όλες έχουν βιώσει. Οι γυναίκες αυτές έχουν βιαστεί, έχουν κακοποιηθεί, έχουν μεγαλώσει σε ιδρύματα ή με γονείς τοξικομανείς, αλλά μία – μία έχουν καταφέρει να επιβιώσουν, να αναδυθούν και να Ζούν, ώστε η συγγραφέας να αφηγηθεί τις ιστορίες τους με αγάπη και τρυφερότητα, σε μια οικουμενική μετουσίωση της γυναικείας εμπειρίας.
Η πρόζα της είναι υβριδική, ριζοσπαστική και καινοτόμα στο ύφος και τη μορφή: από αυτήν απουσιάζουν πλήρως τα σημεία στίξης, οι περίοδοι και τα εισαγωγικά στους διαλόγους, είναι συχνά ποιητική και έμμετρη. Και παρ’ ότι μπορεί αυτό αρχικά να φαντάζει απαιτητικό και ανοίκειο στα μάτια του αναγνώστη, δεν αργεί να τον παρασύρει η συνειδησιακή της ροή και το αφηγηματικά πανίσχυρο ρεύμα των ιστοριών που αφηγείται.
Η Evaristo δεν διστάζει να καταπιαστεί με σύνθετα, πολύπλοκα ζητήματα, με γκρίζες ζώνες ηθικής και προσωπικών επιλογών: γυναίκες που εργάζονται σκληρά για να αποκτήσουν μόρφωση, να ξεφύγουν από ένα μέλλον που φαντάζει προδιαγεγραμμένο και να κατακτήσουν τη δική τους θέση στο κοινωνικό-οικονομικό γίγνεσθαι, μόνο για να απομακρυνθούν από τις πολιτισμικές ρίζες τους και να αφομοιωθούν από τον κυρίαρχο δυτικό τρόπο ζωής και νοοτροπία – τι γίνεται όμως όταν η ίδια η κουλτούρα και οι παραδόσεις τους συνιστούν μορφές καταπίεσης των υποκειμένων, όπως στην περίπτωση των γάμων από συνοικέσιο ή αποκλειστικά με άνδρες της ίδιας φυλής; Φεμινίστριες που καταδικάζουν την πατριαρχία και τις εξουσιαστικές δομές της, σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταλήγουν πλήρως αποσχιστικές, σε αυστηρά οριοθετημένες γυναικείες κοινότητες, ή σε χειριστικές σχέσεις με γυναίκες που, υπό την πρόφαση υιοθέτησης ρόλων διδάσκουσας και φεμινιστικής ειδήμονος, καταπιέζουν τη σύντροφό τους όπως ακριβώς θα έκανε ένας άντρας – με την Evaristo να αποτυπώνει ένα από τα καλύτερα πορτραίτα κακοποιητικής σχέσης που έχουμε διαβάσει.
Η συγγραφέας αναγνωρίζει και χαιρετίζει την άνοδο του φεμινισμού και των ταυτοτικών κινημάτων και την ευρύτερη εκπροσώπηση που αυτή σηματοδοτεί, όμως δεν τη βλέπει ως πανάκεια: ασκεί την κριτική της στον σύγχρονο φεμινισμό και την εμπορευματοποίησή του και υποδεικνύει τις παγίδες που ευφάνταστα στήνει ο καπιταλισμός στις μέχρι τώρα υποεκπροσωπούμενες και περιθωριοποιημένες φυλετικές και κοινωνικές μειονότητες.
Ταυτόχρονα, η Evaristo στήνει μια τοιχογραφία της Αγγλίας του 20ου και 21ου αιώνα και καταγράφει την πορεία του φεμινισμού, από την άγουρη, πρώιμη αμφισβήτηση των κοινωνικά κατασκευασμένων έμφυλων ρόλων από τις φεμινίστριες της δεκαετίας του ’60 που μόλις έπιασαν στα χέρια τους την Betty Friedan, μέχρι τη σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του ’70 και των πολυγαμικών της σχέσεων, και από τη θατσερική Αγγλία του νεοφιλελεύθερου φεμινισμού και της υιοθέτησης του αφηγήματος της αξιοκρατικής ανόδου και του καριερισμού, μέχρι τον σύγχρονο τριτο- και τεταρτοκυματικό φεμινισμό, συμπεριληπτικό προς τα τρανς, queer και non-binary άτομα, και διατομεακό.
Διαφορετικές είναι και οι εκφάνσεις και εκδηλώσεις του ρατσισμού ανά την πορεία των ετών: τα δημόσια λιντσαρίσματα και η ακραία βία των αρχών του 20ου αιώνα έδωσαν τη θέση τους στον υποδόριο ρατσισμό και τις φυλετικές διακρίσεις στον εργασιακό χώρο, την καχυποψία και τον φόβο στη μετά 9/11 εποχή, με τις μουσουλμάνες γυναίκες στις ιστορίες της Evaristo να φορούν το χιτζάμπ τους όχι ως πράξη θρησκευτικής υποταγής αλλά περήφανης εκδήλωσης της πολιτισμικής τους ταυτότητας. Φυσικά από το στόχαστρο της πένας της δεν γλιτώνει η σύγχρονη δομή του κοινωνικού ιστού της Αγγλίας του Brexit και της ενσωμάτωσης της ξενοφοβίας από την εργατική τάξη και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, με μια νέα εποχή φόβου, μίσους, προκατάληψης και σκοταδισμού να ξημερώνει για την Αγγλία.
Οι καταπίεσεις που υφίστανται οι ηρωίδες της είναι διαφορετικής υφής, με αιτίες φυλετικές, ταξικές, θρησκευτικές, σεξουαλικού προσανατολισμού και φύλου, που αλληλοδιαπλέκονται και συνυπάρχουν εντός του σύγχρονου πολιτικοκοινωνικού μωσαϊκού. Όμως, και οι αντιδράσεις τους απέναντι στις ίδιες τις καταπιέσεις είναι διαφορετικού προσανατολισμού: στωικότητα, υπομονή και καρτερία, αντίδραση, πολιτικοποίηση και ακτιβισμός, απέχθεια για την «ταυτότητα θύματος» και προσχώρηση στο κατεστημένο. Η Evaristo γράφει τις γυναίκες της με ματιά σκληρή και συνάμα τρυφερή, αμερόληπτη και ακαλλώπιστη, με λόγο όχι διδακτικό αλλά ρεαλιστικό, πάντα όμως ενδυναμωτικό και βαθιά φεμινιστικό. Δημιουργεί, έτσι, μια πολύβουη κυψέλη γυναικών, διαφορετικών γενεών, τάξεων και σεξουαλικού προσανατολισμού, που μοιράζονται τον εγγενή πόνο της Γυναικείας Φύσης, αλλά και την κοινή της δύναμη, την ικανότητα να επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους, να επιβιώνουν και να αναγεννώνται.
Η Evaristo έγραψε το σημαντικότερο και πιο επείγον βιβλίο της χρονιάς, και ίσως ολόκληρης της δεκαετίας, ένα βιβλίο με το οποίο θα ταυτιστεί, θα συγκινηθεί και θα βρει θραύσματα του εαυτού της όποια θηλυκότητα το διαβάσει, ένα φεμινιστικό μανιφέστο και μια από τις πιο καίριες προσθήκες στη γυναικεία λογοτεχνία, ένα ήδη σύγχρονο κλασικό.