Η Άλωση της Κωνσταντινούπολής ήταν, πέρα από τις εθνικιστικές παραφιλολογίες, ένα γεγονός που άλλαξε τη ρότα της Ιστορίας, με πολλούς τρόπους. Ναι, εδραίωσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα, τότε ως κίνδυνο και λίγο αργότερα ως παρία, όμως ήταν και το ντόμινο που συνέβαλε στην Αναγέννηση. Γενικότερα, όπως κάθε τέλος εποχής, ήταν μια διαδικασία που οι σύγχρονοί του δεν μπορούσαν πλήρως να αντιληφθούν, οι ιστορίες τους όμως έχουν τη δική τους αξία, ατμόσφαιρα και, τελικά, νόημα για τους μεταγενέστερους. Γιατί την Ιστορία, πρώτα και κύρια, δε την φτιάχνουν ούτε άτομα ούτε ιδέες. Τη φτιάχνουν οι λαοί και οι ανάγκες τους: οι κοινοί άνθρωποι που ματώνουν στα πεδία της μάχης.
Την ιστορία ενός τέτοιου ανθρώπου βλέπουμε και στο 1453 από τις εκδόσεις Anubis. Την αφήγηση ενός ανθρώπου που πολέμησε στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και έζησε για να πει την ιστορία του, που λίγο αργότερα έγινε μέρος της Ιστορίας. Χωρίς μαρμαμωμένους βασιλιάδες, χωρίς μηλιές. Απλά η ζωή ενός ανθρώπου που βρέθηκε στο μεγαλύτερο γεγονός της εποχή του.
Το σενάριο, γραμμένο από τον Ορέστη Μανούσο, θέτει ως αφηγητή έναν κοινό στρατιώτη, τον Κρητικό τοξότη Νικηφόρο Καλλέργη, και προσπαθεί, με μεγάλη ευστροφία, να αναδείξει το προσωπικό μέσα από το ιστορικό. Θα ήταν πολύ εύκολη, ίσως πιο εμπορική (και σίγουρα πιο αδιάφορη καλλιτεχνικά) μια ξερή ιστορική αναπαράσταση, ή ακόμα χειρότερα, ένα εθνικά μεταφυσικό παραλήρημα. Όμως ο Μανούσος επιλέγει να μείνει μακριά από μύθους και με γνώμονα την ίδια την ιστορία, να μιλήσει για τους απλούς ανθρώπους που συχνά χάνονται μέσα στο χάος (και το βλέμμα των ιστορικών).
Και είναι τελικά αυτή η αφήγηση, η προσωπική, μαζί με τον μυθιστορηματικό χαρακτήρα του έργου, που αποτρέπει ακόμα και τον πιο κακόβουλο, να ισχυριστεί ότι στο έργο υποβόσκει κάποια εθνικιστική χροιά ή ισλαμοφοβία. Μόνο ο πόνος του πολέμου, της απώλειας και το αδικαιολόγητο άδικο της. Ακόμα και όταν τελειώνουν εποχές.
Την ίδια στιγμή βέβαια ο Μανούσος κάνει μια σπουδαία ιστορική εξιστόρηση, μένοντας πιστός στις λεπτομέρειες και, κυρίως, την ατμόσφαιρα της εποχής. Αυτό διαφαίνεται σε όλο το κόμικ, από την ορθότητα των ορολογιών, τη γλώσσα, ή ακόμα και την ιστορική ακρίβεια των στολών και του εξοπλισμού των στρατιωτών. Από τις πολεμικές ιαχές των Οθωμάνων, τα ανατριχιαστικά «Ιλαλά, Ιλαλά», μέχρι τον ήχο των καταστρεπτικών μπορμπάδων, όλα είναι επιβεβαιωμένες ιστορικές πληροφορίες. Φαίνεται δηλαδή πως το 1453 δεν είναι ένα απλό μεσαιωνικό graphic novel που απλά έτυχε να διαδραματίζεται στον ελληνικό μεσαίωνα. Πολύ περισσότερο είναι μια προσπάθεια να γνωρίσουμε ένα παγκόσμιο ιστορικό γεγονός και τους ανθρώπους από πίσω του, χωρίς τα φτιασίδια του μύθου και, κυρίως, την παραπλανητική ρητορεία όσων βλέπουν διασύνδεση μεταξύ του σύγχρονου ελληνικού κράτους και του ήδη κατακερματισμένου Βυζαντίου.
Παράλληλα το κατά βάση ψηφιακό σχέδιο του Νίκου Παγώνη απηχεί αυτό τον στενό δεσμό Ιστορίας και διαπροσωπικότητας. Τα γενικά, ετερόρρυθμα καρέ του, δίνουν την αίσθηση της εγγύτητας, του άμεσου και του Τώρα, βαθαίνοντας έτσι το προσωπικό στοιχείο. Ταυτόχρονα όμως είναι προσεγμένα και εστιασμένα στην ακρίβεια: από τα λάβαρα των Καταφρακτών στις στολές των Γενίτσαρων, όλα αντηχούν Ιστορία. Συγχρόνως οι σκηνές δράσης και το επικό συναίσθημα ανθίζουν σε μια αγνωστική εμπειρία που έχει πολλά να πει ειδικά σε παλαιότερους gamers. Αξίζει βέβαια να ειπωθεί ότι, κυρίως στα κοντινά καρέ και στην απεικόνιση των προσώπων, παρατηρούνται αρκετές ελλείψεις και, ανά σημεία, παρατυπίες, τα οποία βέβαια απηχούν και τους περιορισμούς της εποχής που φτιάχτηκε (η πρώτη έκδοση του έργου έγινε το 2008), και, κυρίως, των ελληνικών «καθυστερήσεων» στην τεχνολογική αφομοίωση. Έτσι, οι πιο σύγχρονοι αναγνώστες ίσως νιώσουν μια μικρή έκπληξη, η οποία ωστόσο ξεπερνιέται γρήγορα.
Τελικά, το 1453, παρά την ηλικία του (ή ίσως εξαιτίας αυτής) είναι ένα παράξενο έργο, το οποίο αγωνίζεται σε έναν δύσκολο στίβο. Όμως, καθώς πλέον η συζήτηση για τον επανακαθορισμό του παρελθόντος και της Ιστορίας, μακριά από τις εθνικιστικές κορώνες, έχει ανοίξει για τα καλά, αξίζει τη θέση του στο τραπέζι, και στη βιβλιοθήκη μας.