Λονδίνο, 1988: ο 28χρονος ιστορικός Σαούλ Άντλερ περνά τη φημισμένη Abbey Road περιμένοντας τη φωτογράφο και κοπέλα του Τζένιφερ Μορό να τον φωτογραφίσει αλά Beatles, όταν ένα αμάξι τον χτυπά. Τι είναι, όμως, το παράξενο ορθογώνιο αντικείμενο που πέφτει έξω από το αμάξι στον δρόμο, και από το οποίο ακούγονται φωνές και ομιλίες; Ένα κινητό τηλέφωνο είναι αδύνατο να υπάρχει το 1988… Λίγο μετά, η κοπέλα του τον χωρίζει και ο Σαούλ φεύγει για την Ανατολική Γερμανία, για τις ανάγκες ιστορικής έρευνας. Εκεί φιλοξενείται από τον μεταφραστή Βάλτερ Μίλερ, τον οποίο ερωτεύεται παθιασμένα. Δεκαετίες αργότερα, το 2016, ο Σαούλ βρίσκεται πάλι στην Abbey Road, τραυματίζεται ξανά από αυτοκίνητο και πέφτει σε κώμα. Μόνο όταν ξυπνήσει, θα αρχίσει σιγά σιγά να ανασυνθέτει τα κομμάτια του παρελθόντος του και όλες τις αναμνήσεις που είχε απωθήσει.
Το τελευταίο μυθιστόρημα της Βρετανίδας συγγραφέα Deborah Levy, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg στη σειρά Aldina και σε μετάφραση Αργυρώς Μαντόγλου, βρέθηκε υποψήφιο στη μακρά λίστα του βραβείου Booker το 2019. Ο άνθρωπος που τα είδε όλα είναι μια καταβύθιση στα έγκατα του συνειδητού, προσωπικού και συλλογικού, χαοτική και αφαιρετική στο 1ο μέρος του βιβλίου, μόνο για να αναδομηθεί στο 2ο, το λογοτεχνικό μεγαλείο του οποίου αποζημιώνει και με το παραπάνω για την αμφισημία και την, μόνο φαινομενική, έλλειψη συνεκτικότητας του 1ου.
Ο 28χρονος Σαούλ αναζητά εναγωνίως τη θέση και την κατεύθυνσή του στον κόσμο, επανέρχεται ξανά και ξανά, ίσως ακούσια, στα τραύματα του παρελθόντος του, στις χαίνουσες πληγές της απώλειας της μητέρας του και της κακοποιητικής συμπεριφοράς του πατέρα και του αδελφού του. Ως πράξη εναντίωσης στον κομμουνιστή πατέρα του (αλλά και αυτοεπιβεβαίωσης), ακολουθεί το επάγγελμα του ιστορικού, μελετά τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Σοβιετικής Ένωσης και ειδικεύεται στην ψυχολογία των αρσενικών τυράννων. Η Levy, σε μια αφήγηση πολιτική αλλά με σαφές αντικομμουνιστικό πρόταγμα, παραλληλίζει τη βίαιη, αυταρχική συμπεριφορά πατέρα και αδελφού με τις πρακτικές των κομμουνιστικών καθεστώτων, χρησιμοποιεί το ιδιωτικό και το προσωπικό για να σχολιάσει το συλλογικό.
Κλίμα μυστηρίου και αμφισημίας διατρέχει όλο το 1ο μέρος του βιβλίου: η πλοκή τοποθετείται χρονικά στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, όπου κάθε γείτονας ενδέχεται να είναι πληροφοριοδότης, κάθε επικοινωνία απόπειρα κατασκοπείας, κάθε δήλωση φέρουσα κρυφά νοήματα, σε μια αφήγηση που φέρνει στον νου Pynchon και DeLillo. Η θεματική της πανεποπτείας κυριαρχεί επίσης σε όλη την έκταση του βιβλίου – ο Σαούλ αισθάνεται διαρκώς αντικείμενο παρακολούθησης, στην Ανατολική Γερμανία η Στάζι βρίσκεται μονίμως στο κατόπι του, όμως και πίσω στη Δύση βρίσκεται διαρκώς υπό την εξέταση του φακού της Τζένιφερ, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να συλλάβει μέσα από τον φακό της τη βαθύτερη, απροσπέλαστη ουσία του.
Ταυτόχρονα, η Levy αποδομεί τους έμφυλους ρόλους και τις παραδοσιακές ιδέες αρρενωπότητας και θηλυκότητας, έχοντας ως πρωταγωνιστή έναν αμφισεξουαλικό ήρωα που απορρίπτει τη στερεοτυπική ανδρική εμφάνιση, φορά μαργαριταρένιο κολιέ και βάφει τα μάτια του με γαλάζιο μολύβι, δέχεται τον χλευασμό και την παρενόχλήση του macho πατέρα και αδελφού του, όμως εκείνος επιμένει πεισματικά στην έκφραση και εξωτερίκευση της ρευστότητας του φύλου και της σεξουαλικότητάς του. Παρά την ατμόσφαιρα λογοκρισίας, καταπίεσης και ομοφοβίας που επικρατεί στην Ανατολική Γερμανία, ο Σαούλ αψηφά τον παντεπόπτη οφθαλμό και συνάπτει ερωτική σχέση με τον Βάλτερ Μίλερ, τον άντρα που ερωτεύεται. Η Levy ασχολείται επίσης με τη θεματική της ελευθερίας, υλικής και συναισθηματικής, και των αντιφάσεών της: είναι στο ανελεύθερο καθεστώς διαρκούς παρακολούθησης της Ανατολικής Γερμανίας που ο Σαούλ αισθάνεται σε αμεσότερη επικοινωνία με τα θέλω και τις επιθυμίες του, είναι η κρυφή ομοφυλοφιλική σχέση που θα συνάψει με τον Βάλτερ η πιο ειλικρινής, η πιο ουσιαστική σχέση της ζωής του.
Η επανάληψη μοτίβων και ιδεών όσο η αφήγηση ξεδιπλώνεται είναι χαρακτηριστική της εικονοποιίας της Levy: φαντάσματα αιωρούνται στις φωτογραφίες της Τζένιφερ, στο παρελθόν και την παιδική ηλικία του Σαούλ, ενώ το φάντασμα του κομμουνισμού και του Karl Marx πλανάται στην Ευρώπη. Το προσωπικό διαπλέκεται με το ιστορικό και το συλλογικό, σε μια αφήγηση επικεντρωμένη γύρω από τη μνήμη και το παρελθόν – ο Σαούλ φορά μονίμως τα μαργαριτάρια της μητέρας του, σύμβολο τόσο της ιστορίας του όσο και της σεξουαλικότητάς του, περιφέρει το σπιρτόκουτο με τις στάχτες του πατέρα του και το θάβει στο έδαφος της μητρικής γης (μια ταφή κυριολεκτική, συμβολική, ή απλώς απομεινάρι μιας άλλης, απωθημένης ανάμνησης;). Η Ιστορία επαναλαμβάνεται, διαγράφει πορεία σπειροειδή, από τη διαίρεση της Γερμανίας με το Τέιχος του Βερολίνου στην Αγγλία του Brexit, σε μια εύστοχη πολιτική νύξη εκ μέρους της συγγραφέα.
Η αφήγηση είναι μη γραμμική, η ροή συνειδησιακή, άνθρωποι από το παρελθόν επανεμφανίζονται στο μέλλον και τανάπαλιν, αναχρονισμοί και προοικονομίες διαρρηγνύουν τη στέρεη επιφάνεια της πραγματικότητας, σε μια πρόζα ρευστή και παραισθησιογόνα. Σταδιακά, σαν τα θραύσματα του καθρέφτη της Τζάγκουαρ που τον χτύπησε, κομμάτια γυαλί που δεν τα νιώθει αλλά που είναι βαθιά βυθισμένα στο κρανίο του, τα θραύσματα του παρελθόντος και των αναμνήσεων του Σαούλ αρχίζουν να επανασυγκολλώνται, οι οδυνηρές αλήθειες που είχε απωθήσει αναδύονται και το παζλ της ζωής του, αλλά και της ίδιας της πολυεπίπεδης αφήγησης της Levy, συναρμολογείται.
Η συγγραφέας χρησιμοποιεί την τεχνική του αναξιόπιστου αφηγητή για να φιλοτεχνήσει, λεπτομερώς και με προσήλωση, το εναργές πορτρέτο ενός άντρα υπό διάλυση, χαμένου μέσα στα λάθη και τις ενοχές του – αλλά και στην εγωπάθεια, τον ναρκισσισμό και την αναλγησία του. Ο Σαούλ θυμώνει με την Τζένιφερ που απέρριψε την πρόταση γάμου του, παρότι εκείνος ήταν που την πρόδωσε, θυμώνει που του αρνείται το δικαίωμα να περιγράψει την ομορφιά της, παρότι δεν αποπειράται ούτε στο ελάχιστο να την καταλάβει, θυμώνει που του αφαιρεί το δικαίωμα στις φωτογραφίες της με μοντέλο τον ίδιο, παρότι η τέχνη της τον υπερβαίνει, πιστεύει πως είναι ο πυρήνας της, όπως και όλων των ανθρώπων γύρω του, όμως είναι απλώς ο δορυφόρος τους.
Καθ’ όλη την εξέλιξη της πλοκής, σύμβολα αιωρούνται, αντανακλάσεις αλληγορικής σημειολογίας: η Τζάγκουαρ/ιαγουάρος, τα θραύσματα του καθρέφτη, μια κονσέρβα με ανανά, ένα ξύλινο τρενάκι αφημένο στο έδαφος, εικόνες εκ πρώτης όψεως ασήμαντες, όμως αριστοτεχνικά τοποθετημένες, τόσο από άποψη μορφής της πρόζας όσο και (κυρίως) συμβολισμού και προώθησης της αφήγησης. Ο Σαούλ ανασυνθέτει την προσωπική του αλήθεια, διαπλέκει τα συμβάντα με τις επιθυμίες, σε μια αλληγορία για ολόκληρη την ιστορία της Ευρώπης του 20ου αιώνα, για την αναδόμηση του παρελθόντος και της ιστορίας από τα πολιτικά καθεστώτα – η Ιστορία είναι αναξιόπιστη, χρωματίζεται πάντοτε από το ιδεολογικό πρίσμα και το ιδιοτελές συμφέρον του αφηγητή της.
Παραληρηματική ανασύσταση των αναμνήσεων ενός κωματώδους ασθενούς, τρυφερή σπουδή για την οικογένεια, τα τραύματα του παρελθόντος και τη μνήμη, ή αιχμηρή πολιτική αλληγορία; Ο άνθρωπος που τα είδε όλα είναι ένα μυθιστόρημα ακατάτακτο, μεταμοντέρνο και ρηξικέλευθο, τόσο στη φόρμα/δομή του όσο και στη βασική θεματική ιδέα του. Ειλικρινές, ενδελεχές ψυχογράφημα και βραδυφλεγές, πολυσύνθετο αφηγηματικό οικοδόμημα, το βιβλίο της Deborah Levy ανήκει στη μικρή εκείνη κατηγορία βιβλίων που απαιτεί δεύτερη και τρίτη ανάγνωση για να εκτιμηθεί στο ακέραιό της η λογοτεχνική αρτιότητά τους. Ένα κομψοτέχνημα.