Είναι αλήθεια ότι εξαιτίας των προσωπικών μου πολιτικών πεποιθήσεων πολύ σπάνια συγχωρώ την προπαγάνδα ενάντια στον κομμουνισμό και την ΕΣΣΔ. Κι αυτό συμβαίνει όχι γιατί πιστεύω ότι ο υπαρκτός σοσιαλισμός, πράγματι, ήταν η τέλεια κοινωνία, αλλά γιατί γνωρίζω καλά το πως γράφεται η ιστορία και πως η αναπαραγωγή του ψέματος σταδιακά μετατρέπεται σε αλήθεια. Πράγματι, όσο περισσότερο αναπαράγει κανείς μια εικόνα για την πραγματικότητα, τόσο αυτή πιο αληθινή γίνεται και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η προπαγάνδα. Το μοναδικό, δε, στοιχείο που μπορεί να με κάνει να αφήσω πίσω μου την μεροληψία αυτή είναι όταν ο ιστορικός/πολιτικός σχολιασμός προκύπτει από το βίωμα. Τότε το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον και αυτό ακριβώς το ενδιαφέρον μου κίνησε το Χρονοκαταφύγιο του Georgi Gospodinov, το έργο, δηλαδή, ενός Βούλγαρου συγγραφέα, γεννημένου το 1968, που κυκλοφορεί σε μετάφραση Αλεξάνδρας Ιωαννίδου από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Με μια γρήγορη ανάγνωση, στο πλαίσιο φυλλομέτρησης και χαζέματος του βιβλίου για να αντιληφθεί κανείς τις αδρές γραμμές μέσα στις οποίες κινείται, εύκολα μπορεί να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας. Αυτό, όμως, δεν είναι ακριβές. Πράγματι, το Χρονοκαταφύγιο είναι ένα βιβλίο για το παρελθόν ή καλύτερα μια προσπάθεια του συγγραφέα να αντιληφθεί το χρόνο σαν κάτι το γραμμικό και όχι κυκλικό, όπως στο Interstellar. Παρ’ όλα αυτά δεν συνιστά επιστημονική φαντασία με την αυστηρή έννοια του όρου, καθώς πρόκειται, στην πραγματικότητα, για ένα κοινωνικό πείραμα. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα είδος “κοινωνιολογικής φαντασίας”.
Ειδικότερα, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας της πορείας ενός αλλόκοτου χρονοταξιδιώτη, ενός ψυχιάτρου που φτιάχνει μια κλινική για πάσχοντες από Αλτσχάιμερ, ο κάθε όροφος/δωμάτιο της οποίας, ανταποκρίνεται σε μια συγκεκριμένη δεκαετία. Αυτό, δε, επιχειρεί να το κάνει εφικτό σε απόλυτο βαθμό, προκειμένου να κινητοποιήσει όλες τις αισθήσεις του ασθενή, όχι μόνο την όραση, αλλά και την οσμή, την ακοή, ακόμα και την υφή μιας εποχής, έτσι ώστε να ανασύρει σε εκείνον μνήμες, βρίσκοντας τελικά, με αυτόν τον τρόπο, τον εαυτό του. Η κορύφωση, δε, πραγματοποιείται όταν αποφασίζεται να πραγματοποιηθεί δημοψήφισμα για το παρελθόν και ποια δεκαετία του ήταν η πιο προσφιλής! Γίνεται φανερό από την περίληψή του, ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που αφετηρίαζει από την τάση που επικρατεί σήμερα να αναπολούμε το παρελθόν, μέσα από την λατρεία της vintage/retro αισθητικής, το remake παλιών ταινιών, ακόμα και την αναπόληση του σοσιαλισμού, από πολλές χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Αυτό, άλλωστε, είναι κάτι που φαίνεται να “τσούζει” ιδιαίτερα τον συγγραφέα, αφού είναι γεγονός ότι το βουλγαρικό παράδειγμα του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπως και πολλών άλλων χωρών πέραν της Ρωσίας, διαφέρει, καθώς για πολλά χρόνια οι Βούλγαροι αισθάνονταν ότι βρίσκονταν επί “ρωσική κατοχή”.
Ένα ακόμα στοιχείο της ταυτότητας του βιβλίου είναι η απόπειρα του συγγραφέα να προσεγγίζει τα αίτια που κάνουν τους ανθρώπους να εστιάζουν τόσο πολύ στο παρελθόν. Το εύρημα, δε, του δημοψηφίσματος συνιστά το πετυχημένο όχημα μέσα από το οποίο ο Gospodinov προσεγγίζει την υπόθεση των ιστορικών περιόδων. Πράγματι, άνθρωποι που ζουν τέτοιες στιγμές, σπάνια το γνωρίζουν κατά τη διάρκειά τους, αλλά τις αντιλαμβάνονται ως τέτοιες εκ των υστέρων, αναπολώντας στην πραγματικότητα όχι τις ίδιες, αλλά την ασφάλεια του γνωστού! Αυτή του είδους, ωστόσο, η αναπόληση, στην πραγματικότητα δε διαφέρει από την κατάσταση της άνοιας, στην οποίοι καταπέφτουν οι γέροι άνθρωποι, αφού το πάγωμα του χρόνου συνιστά κι αυτό μια άλλου είδους απειλή. Όσο, δε, αναπολούμε το χθες, τόσο χάνουμε το τώρα ή το αύριο. Έτσι, όσο ο ήρωας του βιβλίου βυθίζεται στο παρελθόν, παύει σταδιακά να υπάρχει, κάτι που ο συγγραφέας αποδίδει με λεπτότητα και μαεστρία, αποσπασματικότητα και εναλλαγή του δημοσιογραφικού στυλ γραφής με τον λυρισμό. Πολύ περισσότερο, ιδιαίτερο ενδιαφέρουσα είναι η συσχέτιση του θανάτου με το τέλος του χρόνου.
Επιπλέον, ο Gospodinov, λάτρης του ευρωπαϊκού ονείρου, όπως φαίνεται και από τον τρόπο που αποδομεί το σοσιαλιστικό παρελθόν της χώρας του, επιχειρεί να συσχετίσει το βαλκανικό στοιχείο με την ευρωπαϊκή προοπτική, κάνοντας συνεχείς αναφορές σε δυτικούς φιλοσόφους, όπως ο Foucault, αλλά και μυθολογία των δυτικών κρατών, με στόχο τη σύνδεση της χώρας του με τον δυτικό πολιτισμό. Αυτό, ωστόσο, μπορεί να φαίνεται επίκαιρο, και ενδιαφέρον, παρ’ όλα αυτά, κατά τη γνώμη μου, η οπτική του συγγραφέα φαίνεται βεβιασμένη, χωρίς να αφήνει χώρο στα ιδιαίτερα πολιτιστικά χαρακτηριστικά της καταγωγής του, με αποτέλεσμα η ιστορία να παρουσιάζει στοιχεία στρέβλωσης και παραμόρφωσης, όπως επίσης και η ανάγκη του να ανήκει η χώρα του στο ευρωπαϊκό αφήγημα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω το Χρονοκαταφύγιο είναι ένα ιδιαίτερο ανάγνωσμα, στο οποίο μπερδεύεται η αλήθεια με τη φαντασία και ακόμα και οι ήρωες του μοιάζουν τόσο αληθινοί, όσο και προϊόν μυθοπλασίας. Το γεγονός αυτό οδηγεί με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι ο Gospodinov γνωρίζει καλά ότι μια ιστορία για να είναι πετυχημένη πρέπει να έχει γερές βάσεις στην πραγματικότητα. Παράλληλα, το ύφος του και ο τρόπος με τον οποίο μπερδεύει τα γεγονότα είναι μοναδικός. Ωστόσο, προσωπικά, θα μου άρεσε να χρησιμοποιήσει το όχημα που έφτιαξε, το κοινωνικό αυτό πείραμα της κλινικής για το παρελθόν, προκειμένου να μας διηγηθεί μια περισσότερο προσωπική ιστορία. Και όταν λέμε προσωπική, εννοώ αυτή που έρχεται σε συνάρτηση με τη συλλογική μνήμη της χώρας του.
Αντίθετα, εκείνος επέλεξε να συνδέσει το έργο του με ένα αφήγημα, που τα τελευταία χρόνια φθίνει. Παρ’ όλα αυτά, η εφευρετικότητα του, η φαντασία και η τολμηρότητα της γραφής του είναι αυτή που ανάγει το Χρονοκαταφύγιο σε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον έργο, που επιβεβαιώνει αυτό που λέγεται ότι οι άνθρωποι δεν είμαστε παρά αναμνήσεις και όνειρα. Έτσι, ο Gospodinov παίρνει το λόγο, προσπαθώντας να αντιπαραθέσει το παρελθόν της χώρα του με το ευρωπαϊκό πεπρωμένο, κάτι που οδήγησε στο να αποσπάσει και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος στη Βουλγαρία.