1907, σε ένα σανατόριο στα προάστια του Μπουένος Άιρες: ο γιατρός Κιντάνα κρύβει το άσβεστο πάθος του για τη νοσοκόμα Μενέντες, με την οποία είναι ερωτευμένο όλο το ιατρικό προσωπικό, την παρακολουθεί εμμονικά να καπνίζει το καθημερινό πεντάλεπτο τσιγάρο της όσο φαντασιώνεται τα χέρια του να κλείνουν ασφυκτικά γύρω από τον λαιμό της. Ο ιδιοκτήτης του σανατορίου, μίστερ Αλλόμπυ, προσφέρει στους γιατρούς αδρή αμοιβή για να διενεργήσουν ένα αλλόκοτο πείραμα που θα εξερευνήσει τα όρια ζωής και θανάτου – να αποκεφαλίσουν ασθενείς σε τερματικό στάδιο και να ζητήσουν από τα κεφάλια τους να περιγράψουν τι βλέπουν τα τελευταία εννέα δευτερόλεπτα συνειδητότητάς τους. Σχεδόν έναν αιώνα μετά, στο Μπουένος Άιρες το 2009, ένας καλλιτέχνης, πρώην παιδί-θαύμα και μετέπειτα παχύσαρκος έφηβος, εκθέτει το σώμα του ως έργο τέχνης και πειραματίζεται με τις μορφές που μπορεί αυτό να λάβει ως δημόσιο θέαμα.
Ο Μητροφάγος είναι το λογοτεχνικό ντεμπούτο του πολύκροτου Αργεντίνου συγγραφέα Roque Larraquy, τον οποίο ανέλαβαν να συστήσουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό οι εκδόσεις Αντίποδες, σε μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου. Το βιβλίο αποτελείται από δύο ξεχωριστές νουβέλες, θεματολογικά και μορφολογικά συνεκτικές, μέσω της χρήσης επαναλήψεων, αντικειμένων που επανεμφανίζονται και προοικονομιών, αλληγορικών συμβολισμών και σημειολογικών αντικατοπτρισμών.
Ο Larraquy δημιουργεί ένα κοινό σύμπαν, παρά τη χρονική απόσταση μεταξύ των δύο ιστοριών, έναν κόσμο όπου το παράλογο και το γκροτέσκο κυριαρχούν, όπου οι μύγες που ξεπηδούν βουίζοντας από το κεφάλι της ψυχικά ασθενούς Σίλβια συναντώνται με τα μυρμήγκια που βγαίνουν από τις ρωγμές του τοίχου οδεύοντας σε κυκλικούς σχηματισμούς, όσο η παράνοια, το αλλόκοτο και η ψευδαίσθηση διαρρηγνύουν τη στέρεη υφή της πραγματικότητας. Οι ήρωες του αποπειρώνται μανιωδώς να κυριαρχήσουν επί της θνητότητάς τους, να μάθουν τι κρύβεται πίσω από το αλλόκοσμο πέπλο του θανάτου και να τοπογραφήσουν το επέκεινα, λησμονώντας όμως πως η ύβρις που διαπράττουν, οι ηθικά επίμεμπτες επιλογές τους, δημιουργούν μια προσωπική, ολότελα αληθινή εκδοχή επίγειας Κολάσεως.
Με ηθικό άλλοθι την άγρυπνη και αδιάκοπη αναζήτηση της γνώσης, και αργότερα τη διατήρηση της αγνότητας της τέχνης ως αυτοσκοπό, προσπαθούν διαρκώς να επιβληθούν ο ένας στον άλλον, να εδραιώσουν την εξουσία και την κυριαρχία τους, επαγγελματική, επιστημονική, καλλιτεχνική, αρσενική, να επιτελέσουν το φύλο τους με τον πιο βίαιο, κτηνώδη τρόπο. Μικρά παιδιά και δύσμορφα βρέφη εμπορευματοποιούνται, δάχτυλα και κεφάλια ακρωτηριάζονται, γιατροί κατασπαράζουν και κατακρεουργούν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τους αδαείς ασθενείς τους, συνειδητά εκμεταλλεύονται τους πτωχούς τω πνεύματι, τους ετοιμοθάνατους και τους απελπισμένους, ως μέσα προς επίτευξη των σκοπών τους, ως εργαλεία προσωπικής τους ανάδειξης, καθιέρωσης και εξουσίας.
Μέσα από τους ήρωες του, τα πειράματα και τις ιστορίες τους, ο Larraquy εξερευνά τα όρια ζωής και θανάτου, συνείδησης και λήθης, ανυπαρξίας και μεταθανάτιας εμπειρίας, και στοχάζεται πάνω σε θεμελιώδη φιλοσοφικά, θεολογικά και οντολογικά ερωτήματα. Γράφει για τα ηθικά όρια ιατρικής και βιοεπιστήμης, τι επιτρέπεται στον άνθρωπο να θυσιάσει για να προσεγγίσει το Απόλυτο της γνώσης, πόσα κομμάτια της ψυχής του να κατακερματίσει προκειμένου να κατανοήσει την ίδια τη φύση της ψυχής.
Γράφει για την αρρενωπότητα και τις συνδηλώσεις της, για την επιβολή και την εξουσιαστικότητα, την καταπάτηση χώρων αλλότριων, τη βεβήλωση σωμάτων και ιδιωτικότητας – τι διαχωρίζει τον Κιντάνα, μορφωμένο και διανοούμενο γιατρό, από έναν πίθηκο που ξεσκίζει τη σάρκα του αντιζήλου του, που επιβάλλεται με τη βία στο ταίρι του; Τι διαχωρίζει εν γένει τα έλλογα όντα από τα άλογα, τους ψυχικά υγιείς από τους νοσούντες, τα προηγμένα κρανία από τα πρωτόγονα και αταβιστικά, την ίδια την πραγματικότητα από την παραίσθηση; Η ιδιοφυία, η πνευματικότητα, ο πόθος και η αγάπη εντοπίζονται στη συγκεκριμένη μορφολογία του εγκεφάλου, στις εσωτερικές οργανικές διεργασίες και στην αυξημένη ή μειωμένη λειτουργία του ενός ή του άλλου ημισφαιρίου, ή μήπως σε κάτι βαθύτερο, ενδότερο, απροσπέλαστο, μη μετρήσιμο και εξηγήσιμο;
Στο σύμπαν του Larraquy, το Σώμα αποσπάται, αποκολλάται από τον εαυτό και αποκτά τη δική του βούληση και συνείδηση, πρωταγωνιστεί στη μεγαλειώδη, σαδιστική, αιματηρή παράσταση που ο συγγραφέας διοργανώνει. Το Σώμα καθίσταται κοινό κτήμα, βορά στο φιλοθεάμον κοινό, σφάγιο και θυσία στον βωμό της τέχνης, της επιστήμης και της πολιτικής, της ωφελιμιστικής χρησιμότητας.
Με σαρδόνιο, βιτριολικό χιούμορ που βυθίζει το μαχαίρι στο κόκαλο, τη λεπίδα της γκιλοτίνας στον λαιμό του ανυποψίαστου θύματος, ο Larraquy χρησιμοποιεί μια ανίερη λογοτεχνική κατασκευή για να στοχαστεί πάνω στην πατριαρχία, την πολιτική και την ιστορία της πατρίδας του, το τερατώδες και το γκροτέσκο ως εμπόρευμα, αντικείμενο μεταφυσικής λατρείας και έργο τέχνης, τον ωφελιμισμό ως φιλοσοφική θεωρία, με τις γκιλοτίνες να παίρνουν τη θέση των τραμ.
Σαν τον μητροφάγο, το φυτό της Λατινικής Αμερικής εντός του οποίου ενδημούν κάμπιες, μικροσκοπικά έντομα που το καταβροχθίζουν εκ των έσω, ο Larraquy συνθέτει μια καυστική σάτιρα και μια πανέξυπνη, πολυεπίπεδη αλληγορία για την καπιταλιστική κοινωνία, που διαμελίζεται στα εξ ων συνετέθη, για την κοινωνία του θεάματος, όπου το σώμα εκτίθεται στο αδηφάγο, ηδονοβλεπτικό βλέμμα, κεφαλαιοποιείται και εμπορευματοποιείται, αλλά και μια υπαρξιστική σπουδή για τα όρια ζωής και θανάτου, το μεταίχμιο ύπαρξης και ανυπαρξίας και τον παραλυτικό τρόμο της θνητότητας. Ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά ντεμπούτα που εκδόθηκαν τελευταία.