Η Νόρα Έλντριτζ είναι η Γυναίκα του Επάνω Ορόφου, 42χρονη δασκάλα δημοτικού σχολείου στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης, ανύπαντρη και άτεκνη, υπάκουη και αφοσιωμένη κόρη, καλόβολη και εξυπηρετική για τους φίλους, τους συναδέλφους και τους συγγενείς της, πάντοτε ήσυχη. Μοιράζει τη ζωή της ανάμεσα στη δουλειά της και στην τέχνη της, τα διοράματα που κατασκευάζει στον ξενώνα του σπιτιού της, τέχνη που εκλαμβάνεται από τους άλλους σαν απλό χόμπι, και εν πολλοίς έχει συμβιβαστεί με την έκβαση που έχει λάβει η ζωή της, μέχρι τη μέρα που γνωρίζει τους Σαχίντ: τον μαθητή της, Ρεζά, πανέμορφο και αξιολάτρευτο 8χρονο αγόρι, τον πατέρα του, Σκαντάρ, Λιβανέζο ιστορικό και προσκεκλημένο του πανεπιστημίου, μα πάνω απ’ όλα τη μητέρα του, την Ιταλίδα Σιρένα, καλλιτέχνιδα και η ίδια, εκείνη διεθνούς φήμης, που θα της προτείνει να νοικιάσουν από κοινού και να μοιραστούν ένα ατελιέ. Η σχέση που θα αναπτύξει η Νόρα και με τους τρεις Σαχίντ θα μεταμορφώσει την ίδια και τη ζωή της οριστικά, ενδεχομένως με καταστροφικές συνέπειες.
Την Αμερικανίδα πεζογράφο και καθηγήτρια δημιουργικής γραφής Claire Messud, βραβευμένη και πολυδιαβασμένη, ανέλαβαν να συστήσουν για πρώτη φορά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό οι εκδόσεις Gutenberg, με το μυθιστόρημά της Η Γυναίκα του Επάνω Ορόφου, σε μετάφραση Ρένας Χατχούτ. Το βιβλίο αυτό είναι ένας χειμαρρώδης μονόλογος, μια πληθωρική αφήγηση που αφορμάται και πυροδοτείται από τη γυναικεία οργή, τη δίκαιη αγανάκτηση για μια ζωή αορατότητας και καταπίεσης, μια ζωή στο περιθώριο και στις εσοχές της ύπαρξης.
Η Νόρα, ξεκαθαρίζει εξ αρχής, δεν είναι μια Γυναίκα του Υπογείου, μια ντοστογιεφσκική φιγούρα απόκληρη και καταθλιπτική, ούτε μια Γυναίκα της Σοφίτας, μια κυρία Ρότσεστερ που ουρλιάζει τις νύχτες βυθισμένη στην παράνοια και την οργή της, αλλά μια Γυναίκα του Επάνω Ορόφου, η γυναίκα που ενοικεί ησύχως το διαμέρισμά της, που νυχοπατεί για να μην ενοχλήσει, πάντοτε ευγενική, χαμογελαστή και προσφιλής, το είδος εκείνο που ποτέ δεν δημιουργεί προβλήματα. Πάντοτε ονειρευόταν ένα σπίτι γεμάτο με παιδιά και την τέχνη της, τα δύο απαραίτητα συστατικά στοιχεία για την ευτυχία της, όμως δεν κατάφερε να αποκτήσει τίποτα από τα δύο, όχι στην ολότητά τους, και συμβιβάστηκε με μικρές, λειψές μερίδες τους, με τους μαθητές της στο σχολείο, «τα παιδιά της» μέχρι την ώρα του σχολάσματος, και με την τέχνη της στον ξενώνα του σπιτιού της, μόνη της τα βράδια.
Η ζωή της κυλούσε ήρεμα και ανενόχλητα, δίχως εξάρσεις και συναισθηματισμούς, μέχρι την ημέρα που στην τάξη έρχεται ο Ρεζά, ένα 8χρονο αγόρι πανέμορφο, χαρισματικό, που μεθά τους πάντες, από τους συμμαθητές μέχρι τους καθηγητές, με τη γοητεία του, τις μαύρες μπούκλες και τα σπαστά αγγλικά του, μαζί και τη Νόρα. Δεν θα είναι όμως μέχρι να γνωρίσει τη Σιρένα, τη μητέρα του, που η Νόρα θα βιώσει την ολοκληρωτική αποκάλυψη – ξάφνου γνωρίζει μια αληθινή καλλιτέχνιδα, μια Όμοιά της. Για πρώτη φορά νιώθει ορατή, σημαντική, πως την αντιλαμβάνονται και την κατανοούν, πως μοιράζεται μια ιδιόλεκτο, έναν κοινό κώδικα πρόσληψης της ζωής, πως έχει μια σύντροφο και συμπαραστάτη στην καθημερινή μάχη της ύπαρξης.
Με μια λογοτεχνική φωνή πρωτότυπη, ρέουσα και επιβλητική, η Messud μας συστήνει την ηρωίδα της σε αφήγηση μη γραμμική, εκτεινόμενη σε δύο χρονικά επίπεδα, το παρόν και τα γεγονότα της κεντρικής ιστορίας που συνέβησαν προ 5 ετών, αλλά και μέσα από flashbacks στο παρελθόν και τη νεανική της ηλικία, ως μαθήτρια λυκείου απεγνωσμένη να διαφέρει και να ξεχωρίσει μέσω της τέχνης, μα συνάμα να ανήκει και να είναι αποδεκτή από την κλίκα της, μέλος ενός κοινωνικού συνόλου ομοιογενούς, πάντοτε πιστή στον ρόλο της, στη «μασκαράτα της θηλυκότητας». Σημαίνοντα ρόλο στις αποφάσεις και στην τροπή που έλαβε η ζωή της Νόρα, αλλά και κλειδί στην κατανόηση του ίδιου του χαρακτήρα, διαδραματίζει η Μητέρα, εξίσου υποταγμένη και καταπιεσμένη: στο μεταίχμιο μιας εποχής και μιας περιόδου στην αμερικανική ιστορία όπου οι γυναίκες δραπέτευαν από το κοινωνικά επιβεβλημένο καλούπι της οικιακής ζωής, εκείνη έμεινε στάσιμη, θυσίασε τα όνειρά της στον βωμό της ευημερίας της οικογένειας, μέχρι το αναπότρεπτο τέλος της. Εκείνη δεν επαναστάτησε ποτέ, δεν εξεγέρθηκε, ούτε καν στα νέα του επικείμενου θανάτου, μόνο ρωγμές δυστυχίας διαφαίνονταν μέσα από το προσωπείο πληρότητας. Διαρκώς οχλούσε τη Νόρα πως εκείνη έπρεπε να τα κάνει όλα διαφορετικά, να αποστατήσει από την κοινή γυναικεία μοίρα, να διασφαλίσει την υλική ανεξαρτησία της με κάθε τίμημα, ακόμα και εις βάρος της τέχνης και των ονείρων της – όμως, πόσο ελεύθερη μπορείς πράγματι να είσαι εντός της πατριαρχίας, πόσο μπορεί η μοίρα σου να διαφέρει από εκείνη των προκατόχων της, τι μέρος από το κληροδότημα υποταγής και καταπίεσης θα φέρεις τελικά στους δικούς σου, απατηλά ανεξάρτητους και χειραφετημένους, ώμους;
Η Νόρα υποδύεται διαρκώς ρόλους κοινωνικά επιβεβλημένους, της αφοσιωμένης κόρης που θυσιάζει τη νιότη και την προσωπική της ζωή για τη φροντίδα των γονιών, της συνετής και επιμελούς εκπαιδευτικού, όσο παραμελεί τους άλλους ρόλους, τους σημαντικούς για την ίδια, αυτόν της ερωμένης και του αντικειμένου του πόθου, της μητέρας, της καλλιτέχνιδας – μέχρι την έλευση της Σιρένα στη ζωή της, της Σειρήνας που τη μαγεύει, την αποπλανεί και τη γητεύει, με τίμημα τον ολοκληρωτικό κατακρημνισμό της. Επιθυμεί (και) ερωτικά τη Σιρένα, κινείται διαρκώς σαν δορυφόρος γύρω απο τη μαγνητική της έλξη, φροντίζει και προστατεύει τον Ρεζά, σαν το παιδί που ποτέ δεν είχε, βλέπει ερωτικά όνειρα με τον Σκαντάρ, τον ποθεί σεξουαλικά και συνομιλεί μαζι του επί ώρες. Η Νόρα γίνεται εμμονική με τους Σαχίντ, τα συναισθήματά της για εκείνους είναι αμφίσημα, ιδιόμορφα, ακροβατούν ανάμεσα στον θαυμασμό και το σεξουαλικό πάθος, την εγγύτητα και τον έρωτα, δεν θέλει, όμως, να ενταχθεί στο όλον της οικογένειάς τους αλλά να κρατήσει τον καθέναν τους για τον εαυτό της: την αίσθηση ιδαιτερότητας που απλόχερα της χαρίζουν, την ύστατη επιβεβαίωση της ενδόμυχης πεποίθησης που πάντα είχε, ότι είναι διαφορετική, ξεχωρίστή, προορισμένη για σπουδαία πράγματα.
Όλη της τη ζωή βρισκόταν εγκλωβισμένη στο «Σπίτι με τους Καθρέφτες», τη δύσμορφη ανακλαστική επιφάνεια της ίδιας της ζωής, παγιδευμένη στα απεικάσματα, στις σκιές του σπηλαίου, και κάθε φορά που νόμιζε πως αναδύεται απο τον δαιδαλώδη λαβύρινθο της ψευδαίσθησης και των ειδώλων, τα δεσμά έσφιγγαν ακόμα δυνατότερα. Κατασκευάζει τα διοράματά της, μινιατούρες των δωματίων σπουδαίων γυναικών καλλιτέχνιδων, μικρογραφίες του κόσμου γύρω της, ως απέλπιδα προσπάθεια να αποδράσει, να εφεύρει τη δική της πραγματικότητα, τη δική της διέξοδο απο το Σπίτι με τους Καθρέφτες. Μονίμως υποκρίνεται, πως ο αληθινός εαυτός της, ο πυρήνας της ύπαρξής της, ταυτίζεται με τον εαυτό που προσλαμβάνουν οι άλλοι, με τη φασματική της παρουσία, τις σκιές στα τοιχώματα του σπηλαίου, μια εξαναγκασμένη ερμηνεία στη μεγάλη παράσταση της ζωής, υποκρίνεται πως είναι ευτυχισμένη και όχι ένα κέλυφος γυναίκας, αδειανό από ηδονή, συναισθήματα και αγάπη.
Ξάφνου όμως, και ενώ νόμιζε πως η ζωή της είχε λάβει το τελικό της σχήμα, εμφανίζεται ένας νέος τρόπος να υπάρχει, τόσο υλικά όσο και πνευματικά, ένας θαυμαστός καινούριος κόσμος ξεδιπλώνεται μπροστά στα αδηφάγα μάτια της για να τον εξερευνήσει, καλλιτεχνικά, πολιτισμικά, σεξουαλικά και συναισθηματικά. Καθένας εκ των Σαχίντ καλύπτει ένα διαφορετικό κενό εντός της, παρέχει τα εργαλεία για να ενσαρκώσει έναν διαφορετικό ρόλο που διακαώς επιθυμούσε: ο Ρεζά την ανάγκη της μητρότητας, ο Σκαντάρ της σεξουαλικότητας, του πόθου και της ηδονής, και η Σιρένα, η σημαντικότερη από όλους τους, την ανάγκη να αναγνωριστεί ως καλλιτέχνιδα, να εκτιμηθεί ως ισάξια, να λατρέψει και να λατρευτεί. Επινοεί το δικό της Σπίτι με τους Καθρέφτες, τη δική της Χώρα των Θαυμάτων, ένα σύμπαν όπου όλα μπορούν να συμβούν, όπου εκείνη δεν είναι πια η Γυναίκα του Επάνω Ορόφου, αλλά μια γυναίκα σημαντική, που τη θαυμάζουν για την τέχνη της, την ποθούν για το κορμί και τον ερωτισμό της, τη σέβονται και την αγαπούν, μια ακόμα ψευδαίσθηση που θα συντριβεί ηχηρά, ένας τσεχοφικός Μαύρος Καλόγερος τραγικά φασματικός.
Η γραφή της Messud είναι πληθωρική, μεθοδικά δομημένη, ωμά ρεαλιστική και ταυτόχρονα ευαίσθητη, ο λόγος που αρθρώνει φεμινιστικός δίχως να είναι μονοθεματικός, με συχνές διακειμενικές αναφορές και βαθιά, ουσιαστική γνώση της αμερικανικής πεζογραφίας και της δομής της. Αντιμετωπίζει την ηρωίδα της με λεπταισθησία και με διορατική ματιά στα κίνητρα και τα συναισθήματά της, και χωρίς να αποκλίνει από τον θεματικό της πυρήνα, αυτόν των ευτυχημάτων και των τραγωδιών της ζωής μιας συνηθισμένης γυναίκας, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα page–turner με πρόζα μαγνητική, απολαυστική. Η μελέτη χαρακτήρα της είναι ενδελεχής, εντούτοις στο δεύτερο μισό του βιβλίου επικεντρώνεται υπερβολικά στη σχέση της Νόρα με τους Σαχίντ και την επακόλουθη προδοσία/plot twist, και λιγότερο στις αποχρώσεις του χαρακτήρα της ίδιας της Νόρα, με αποτέλεσμα η αφήγηση να χάνει λίγο από το βάρος και την έως τότε δύναμή της.
Οι θεματικές που εξετάζει είναι ποικίλες: η μετανάστευση, η πολυπολιτισμικότητα, ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία, η υποκειμενικότητα της ιστορικής αφήγησης και ο ηθικός ρόλος του ιστορικού, η δυτική προκατάληψη απέναντι στη Μέση Ανατολή και από πού αυτή εκπορεύεται. Ταυτόχρονα, σύσσωμη η εξέλιξη της πλοκής εγείρει ένα θεμελιώδες ηθικό ερώτημα: μέχρι ποιο βαθμό ιδιοτέλειας, ατομικισμού και κοινωνικού κανιβαλισμού μπορεί ο καλλιτέχνης να φτάσει χάριν της ακεραιότητας του έργου του, μέχρι ποιο σημείο μπορεί να διαχωριστεί το έργο από τον καλλιτέχνη, πού τίθενται τα ηθικά όρια στην καλλιτεχνική δημιουργία;
Η Γυναίκα του Επάνω Ορόφου είναι ένας υπερχειλίζων μονόλογος για την τέχνη και τη δημιουργική διαδικασία, για τη μητρότητα, τη φιλία, τη μοναξιά και την προδοσία, μια ωδή στη γυναικεία οργή και μια εκ βαθέων εξομολόγηση για όλες εκείνες τις γυναίκες που η κοινωνία κατηγοριοποιεί ως ασφαλείς, ήσυχες και αδύναμες – και τον ηχηρό κρότο που κάνει το καλούπι αυτό όταν διαρρηγνύεται.