Θα το έχετε ήδη καταλάβει, μετά τις βραβεύσεις και τη ζεστή υποδοχή του κοινού, πως την ταινία Πίσω Από Τις Θημωνιές πρέπει να τη δείτε. Και δεν είναι απλώς ότι πρόκειται για μια ωραία στιγμή του ελληνικού κινηματογράφου, μια καλή ταινία που μας κάνει να ανυπομονούμε για τις επόμενες δουλειές της δημιουργού, Ασημίνας Προέδρου… Είναι κι ότι αυτή η ταινία μας κάνει καλό. Εστιάζοντας στα τρία μέλη μιας οικογένειας που ζει δίπλα στην λίμνη Δοϊράνη, αναπαριστά την άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα και την συνάντησή τους με τους ντόπιους. Τα θέματα που ανοίγει η ταινία καθώς εστιάζει στα τρία μέλη της οικογένειας είναι πολλά και μεγάλα, αλλά το στοιχείο της συμβολής της που ξεχωρίζουμε είναι ότι αναπαριστά τις πληγές στα σύνορα της χώρας. Αυτό το κάνει από τη σκοπιά των ντόπιων, αβίαστα, χωρίς διδακτισμούς, χωρίς ευκολίες και χωρίς δισταγμούς. Αυτός είναι ο λόγος που χαιρόμαστε για την ύπαρξη αυτής της ταινίας αλλά ας το δούμε και λίγο πιο αναλυτικά.
Πρόκειται για μια ταινία σύγχρονη, όπως την έχουμε ανάγκη. Χρειαζόμασταν μια ιστορία να αφηγηθεί όσα πέρασε αυτός ο τόπος βλέποντας πρόσφυγες και μετανάστες-τριες να χάνονται στα σύνορα ή να τα περνούν για να στριμωχτούν σε απάνθρωπα κέντρα περιμένοντας να φύγουν για τη χώρα προορισμό. Μια ιστορία να αφηγηθεί το διχασμό που δημιουργήθηκε ανάμεσα στον κόσμο της αλληλεγγύης και τον κόσμο της ξενοφοβίας και του ρατσισμού και να αναπαραστήσει αυτό το τραύμα.
Οι θέσεις των χαρακτήρων αναδεικνύονται με σαφήνεια και ρεαλιστικά και γι’ αυτό βλέπουμε και τις συγκρούσεις τους. Όσον αφορά την ιστορία των προσφύγων, από τη μια σχηματίζεται ο κόσμος της αλληλεγγύης, που προσπαθεί με ό,τι μέσα διαθέτει να αντιμετωπίσει δυσκολίες τεράστιες και από την άλλη ο κόσμος του ρατσισμού και της εκμετάλλευσης, που δείχνει τα δόντια του σε ντόπιους και ξένους, με τους ξένους να μετράνε σαφώς μεγαλύτερες και περισσότερες απώλειες.
Κι ενώ οι θέσεις και η σύγκρουση είναι καθαρές, το άσπρο και το μαύρο καμιά φορά συναντιούνται. Η λογική της απλής και τελικά πολύ εύκολης αναγνώρισης της ανάγκης και της κοινής μοίρας ανθρώπων που υποφέρουν μπορεί να αφήσει το φως να περάσει το τείχος, που μοιάζει αδιαπέραστο, αλλά δεν είναι και να φτάσει στην άλλη πλευρά. Αυτό το σημείο είναι δύσκολο αλλά και κρίσιμο σε τέτοιες καταστάσεις και η ταινία το αποδίδει ρεαλιστικά. Λείπουν οι διδακτισμοί. Οι πράξεις είναι αποτέλεσμα συγκρούσεων και ο θεατής ανακαλύπτει τους χαρακτήρες μέσα από τις αποφάσεις και τις πράξεις τους. Ακόμα κι όταν οι επιλογές τους τελικά τους κρατάνε στο μονοπάτι που γνώριζαν και είχαν ξαναπερπατήσει, έχουμε δει την αμφιταλάντευση και τις ρωγμές, την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Και βέβαια σε αυτό συμβάλλουν οι δουλεμένες ερμηνείες των ηθοποιών.
Παρόλο που η ταινία φαίνεται να ακολουθεί τον κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά, δεν το κάνει για να παρουσιάσει αυτό που θα λέγαμε «την οπτική γωνία τους καθενός», αλλά για να μας δώσει νέα δεδομένα από το περιβάλλον του καθενός, από τη ζωή του κάθε μέλους της οικογένειας, η οποία συμπίπτει εμφανώς με τις ζωές των άλλων, αλλά έχει και στιγμές αποκομμένες ή και κρυφές. Τελικά δεν έχουμε τρεις παράλληλες ιστορίες αλλά ένα δίχτυ σχέσεων μέσα στο οποίο υπάρχει ο καθένας.
Η αφήγηση είναι δουλεμένη και συμβάλλει στην αναπαράσταση του παραπάνω δικτύου. Η ιστορία παρουσιάζεται σιγά σιγά με το ενδιαφέρον εστιασμένο στο πώς και το γιατί. Ο θεατής ξεκλειδώνει συνεχώς νέα κομμάτια της εικόνας που… μισογνωρίζει ήδη… ανακαλύπτοντας τη συνθετότητα της ιστορίας και του συστήματος που συγκροτούν οι χαρακτήρες.
Τέλος να σημειώσουμε και ότι η αναπαράσταση της επαρχίας είναι ρεαλιστική. Οι άνθρωποι, οι δουλειές τους, τα σπίτια, όλα αποδόθηκαν πειστικά, χωρίς να υποτιμηθούν, χωρίς να ωραιοποιηθούν. Τα τοπία αξιοποιούνται δίνοντας ωραία πλάνα, ενσωματωμένα όμως στις ιστορίες των ανθρώπων που είναι πάντα στο προσκήνιο.
Αν καλό σινεμά είναι αυτό που μας αφορά, αυτό που λέει τις ιστορίες των καταπιεσμένων, η Προέδρου κάνει καλό σινεμά και ανυπομονούμε για τις επόμενες δουλειές της.