The Old Oak – Μνήμη, μία φωτιά που σιγοκαίει

Μάνος Βασιλείου - Αρώνης Από Μάνος Βασιλείου - Αρώνης 10 Λεπτά Ανάγνωσης

Κάθε νέα ταινία του Ken Loach είναι ένα μεγάλο κινηματογραφικό γεγονός, πόσο μάλλον η ταινία που ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει «πιθανότατα ως την τελευταία» του. Ο λόγος, φυσικά, για την «Τελευταία Παμπ» (πρωτότυπος τίτλος «The Old Oak») που προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα σαν avant-premiere την Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023 στην εναρκτήρια προβολή του 36ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, παρουσία του σεναριογράφου της ταινίας Paul Laverty, με τον οποίο ο Loach έχει αναπτύξει στενή συνεργασία που μετράει, πλέον, 30 χρόνια.

Το τέλος μίας τριλογίας

Το The Old Oak ολοκληρώνει μία τριλογία ταινιών που ξεκίνησε με το I, Daniel Blake και συνεχίστηκε με το Sorry, We Missed You. Όλες τους καταπιάνονται με διαφορετικά σύγχρονα κοινωνικά θέματα, στρέφοντας το φακό στις ζωές και τα προβλήματα των «από κάτω». Πρόκειται για ταινίες βαθιά πολιτικές, με σαφείς θέσεις ενάντια στην κοινωνική ανισότητα, στην φτώχεια, στον πόλεμο· μία ταινία που πιθανόν να μην έβρισκε τον δρόμο για τις αίθουσες αν δεν είχε την δική του καλλιτεχνική υπογραφή, όπως αιχμηρά σχολίασε ο ίδιος ο Loach κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου της νέας του ταινίας στο Φεστιβάλ των Καννών1Στη συνέντευξη τύπου της ταινίας στις Κάννες ο Loach υποστήριξε ότι στη σύγχρονη εποχή που το σύστημα αποτυγχάνει, τα κινηματογραφικά στούντιο δεν χρηματοδοτούν πολιτικές ταινίες που εναντιώνονται σε αυτό, σε αντίθεση με την δική του εποχή, που το σύστημα ήταν σταθρεοποιημένο και είχε τη δυνατότητα να δίνει χώρο σε αντίθετες φωνές, προκειμένου να αποδείξει ότι υπήρχε πολυφωνία στις φιλελεύθερες δημοκρατίες.

Εκείνο το στοιχείο που ξεχωρίζει το Old Oak από την υπόλοιπη τριλογία είναι η προβολή της ελπίδας, η προοπτική μίας θετικής διεξόδου από τις υπαρκτές κρίσεις που μελετούν και οι τρεις ταινίες. Η ελπίδα στο Old Oak αναδύεται από ένα νήμα που συνδέει το παρελθόν με το παρόν, ακόμα κι αν η πραγματικότητα μοιάζει πια εντελώς διαφορετική. Η ταινία θέτει το ερώτημα αν υπάρχει κάτι κοινό που να μπορεί να συνδέσει τους απεργιακούς αγώνες των ανθρακωρύχων των ‘80s ενάντια στην κυβέρνηση της Θάτσερ, με την προσφυγική κρίση της εποχής μας και την απάντηση την βρίσκει σε βαθιά ριζωμένες αξίες του εργατικού κινήματος ανά τις δεκαετίες: στην συλλογικότητα και στην αλληλεγγύη.

Από τη διάλυση στην ανασύνθεση της κοινότητας

Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μία επαρχιακή περιοχή της Αγγλίας, η οποία στο παρελθόν κατοικούνταν από ανθρακωρύχους και τις οικογένειές τους, όμως ερήμωσε ως συνέπεια της παύσης λειτουργίας του ορυχείου. Οι ελάχιστοι εναπομείναντες κάτοικοι του χωριού είναι απόγονοι των ανθρακωρύχων που έχουν εγκλωβιστεί στα παλιά τους σπίτια, τα οποία με τα χρόνια έχουν χάσει την όποια αξία τους στην αγορά των ακινήτων, ενώ έχει επιβιώσει μονάχα μία παμπ προκειμένου να συγκεντρώνονται, η οποία κι αυτή βρίσκεται υπό κατάρρευση. Σε αυτό το ερειπωμένο σκηνικό οι Laverty και Loach απεικονίζουν με ιδιοφυή τρόπο τον βαθύ πολιτικό και κοινωνικό συντηρητισμό που έχει επικρατήσει στις επαρχιακές κοινωνίες χωρών της Δύσης τις τελευταίες δεκαετίες, αντιπαραβάλλοντάς τον με ένα πολιτικά αναντίστοιχο παρελθόν. Στο φόντο του Brexit και της επικίνδυνης ανάδυσης της ακροδεξιάς στην πολιτική σκηνή της Ευρώπης και των ΗΠΑ, ο Ken Loach δεν μιλά αόριστα περί «διχασμού», αλλά αναζητά στις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις τις πολιτικές ευθύνες για την συντηρητικοποίηση αυτών των πληθυσμών, χωρίς να δαιμονοποιεί τα ίδια τα υποκείμενα, που ως πρωταγωνιστές στην ταινία του παρουσιάζονται με όλες τους τις αντιφάσεις. Από την άλλη βέβαια, η ταινία αναδεικνύει πόσο επικίνδυνος μπορεί να γίνει ο συντηρητισμός, όταν, υπό τον μανδύα της φτώχειας και της απόγνωσης, καταλήγει σε πράξεις εχθρότητας, ρατσισμού και μισαλλοδοξίας.  

Ο βασικός όρος – κλειδί στην σκέψη του Loach είναι η «κοινότητα». Πρόκειται για μία έννοια που δεν μένει στάσιμη, αλλά μεταβάλλεται ανάλογα με τις συνθήκες. Ο Loach έχει μιλήσει και στο παρελθόν (στη συζήτησή του με τον Εντουάρ Λουί στο Al Jazzeera – την οποία γνώρισαν στο ελληνικό κοινό οι εκδόσεις Αντίποδες) 2 Ολόκληρη η συζήτηση απομαγνητοφωνημένη κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τον τίτλο «Διάλογος για την Τέχνη και την Πολιτική» σε μετάφραση Στέλλας Ζουμπουλάκη από τις εκδόσεις Αντίποδες για τις «αξιοθαύμαστες» κοινότητες, με τη «δύναμή» τους και τις «αγωνιστικές τους παραδόσεις», τις οποίες είχαν δημιουργήσει οι ανθρακωρύχοι στην Αγγλία και τις οποίες διέλυσε η Θάτσερ και η πολιτική της. 3 Ολόκληρο το απόσπασμα στις σελίδες 18-19 της ελληνικής έκδοσης «Διάλογος για την Τέχνη και την Πολιτική»: «Αυτό όμως που συνέβη στα ανθρακωρυχεία της Αγγλίας είναι ένα κλασικό παράδειγμα. Δεν υπάρχει δουλειά πιο επικίνδυνη και ανθυγιεινή από τη δουλειά στα ανθρακωρυχεία. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, οχτώ ώρες τη μέρα κάτω από τη γη. Στην οικογένεια του πατέρα μου ήταν όλοι ανθρακωρύχοι. Ο παππούς μου ήταν ανθρακωρύχος. Και σίγουρα δεν είναι η δουλειά που θα ευχόταν κανείς να κάνουν τα παιδιά του… Όμως είχαν δημιουργήσει αξιοθαύμαστες κοινότητες! Και μετά προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και τις αρχές της δεκαετίας του ‘90, τα ορυχεία έκλεισαν. Η Θάτσερ στράφηκε συνειδητά εναντίον των ανθρακωρύχων για να ξεμπερδεύει μαζί τους, της δημιουργούσαν πρόβλημα η δύναμή τους και οι αγωνιστικές τους παραδόσεις. Μετά τη σύγκρουση αυτή, οι κοινότητες οδηγήθηκαν στην κατάρρευση.» Πλέον, στη θέση της κοινότητας των ανθρακωρύχων του παρελθόντος, αναδύεται μία άλλη κοινότητα, η οποία αποτελείται από τους εναπομείναντες ντόπιους της περιοχής και από έναν προσφυγικό πληθυσμό, από φτωχούς Σύριους, κατατρεγμένους από τον πόλεμο και τον θάνατο. Η έλευσή τους θα δημιουργήσει από την πρώτη στιγμή εντάσεις με τους ντόπιους, οι οποίες δεν είναι δυστυχώς καθόλου άγνωστες στο ελληνικό κοινό. Όμως αυτή είναι μονάχα η μία πλευρά του νομίσματος, γιατί παρά την εξαφάνιση της παλιάς κοινότητας, η μνήμη της επιμένει σαν φλόγα που σιγοκαίει.

«Στην οικογένεια του πατέρα μου ήταν όλοι ανθρακωρύχοι. Ο παππούς μου ήταν ανθρακωρύχος. Και σίγουρα δεν είναι η δουλειά που θα ευχόταν κανείς να κάνουν τα παιδιά του… Όμως είχαν δημιουργήσει αξιοθαύμαστες κοινότητες!»
Ken Loach
Σκηνοθέτης

Για το cast

Ιδιαίτερη σημασία για την ταινία έχει το γεγονός ότι αρκετοί από τους/τις ηθοποιούς που υποδύθηκαν τους Σύριους πρόσφυγες, είναι οι ίδιοι και οι ίδιες Σύριοι πρόσφυγες και προσφύγισσες, όπως η Amna Al Ali, η οποία υποδύθηκε τη μητέρα της πρωταγωνίστριας, έναν ρόλο με βαθιά συγκινητικές στιγμές. Ο Loach δεν ήθελε να παρουσιάσει τους Σύριους μονάχα ως παθητικούς αποδέκτες του ρατσισμού του κράτους και της συντηρητικής επαρχιακής κοινωνίας, αλλά ως ενεργά υποκείμενα με ρεαλιστικά χαρακτηριστικά και προσωπικότητα του καθενός/-μίας και η επιλογή Σύριων προσφύγων/-ισσών συνέβαλε καίρια στην υλοποίηση του σχεδίου του. Πάντως, η Σύρια Esla Mari, δεν ήταν προσφύγισσα η ίδια, όμως δραστηριοποιούνταν ως δασκάλα θεάτρου στο χωριό Majdal Shams που βρίσκεται σε μία περιοχή στα όρια μεταξύ Ισραήλ και Συρίας. προτού την εντοπίσουν ο Loach και ο Laverty για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Yara, τον οποίο υποδύθηκε υποδειγματικά. Από την άλλη, μολονότι δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός ούτε ο Dave Turner, ο οποίος υποδύθηκε τον TJ Ballantine, ξεχώρισε κι αυτός για την στιβαρή του ερμηνεία. 

Επιλογικά

Αναδεικνύοντας τη δύναμη της μνήμης, στην ταινία ξετυλίγεται ένα διαγενεακό νήμα, με το οποίο ο Loach και ο Laverty επιχείρησαν να συνδέσουν το παρελθόν με το παρόν. Οι κοινότητες των βιομηχανικών εργατών που αφηγούνταν ο Hobsbawm ή των απεργών ανθρακωρύχων που θυμάται ο πρωταγωνιστής της ταινίας, μπορεί να έχουν πλέον διαλυθεί, όμως επιζούν οι ηθικές αξίες τους, ακόμα κι αν παραμένουν ξεθωριασμένες. Οι «από κάτω» προκειμένου να αντιπαλέψουν τις ανισότητες, την φτώχεια, τον πόλεμο, οφείλουν να παραμένουν ενωμένοι, με συλλογικότητα και αλληλεγγύη μεταξύ τους. Αυτή είναι η απάντηση του «Old Oak» στον κίνδυνο του «διχασμού» που αναδύεται στις συζητήσεις για το Brexit, για τις αμερικάνικες εκλογές κ.ο.κ.. Για τον Loach είναι προφανές ότι δεν αρκεί μία αόριστη επίκληση στην «ενότητα», αλλά η δημιουργία νέων δυναμικών κοινοτήτων των «από κάτω», με διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνες του 20ου αιώνα, όμως με την ίδια πυγμή και την πολιτική δύναμη να κοντράρουν τους εκάστοτε κυβερνώντες για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα και τα δικαιώματά τους. Αυτό είναι το ελπιδοφόρο μήνυμα, με το οποίο επέλεξε να κλείσει την τελευταία του τριλογία ο εμβληματικός σκηνοθέτης, προκειμένου να διαψεύσει τον πρωταγωνιστή του, ο οποίος αναπολώντας την απεργία των ανθρακωρύχων σχολίασε απογοητευμένα, ότι τελικά «δεν κατάφεραν να αλλάξουν τον κόσμο».

Διαβάστε επίσης:

Sorry We Missed You – A working class hero της uber-οποιημένης σύγχρονης εκμετάλλευσης

Με τα σύγχρονα εργασιακά κάτεργα που παρουσιάζονται με το μανδύα της αυτο-απασχόλησης αναμετράται ο Ken Loach στην πρόσφατη ταινία του

Μάνος Βασιλείου - Αρώνης Μάνος Βασιλείου - Αρώνης

Μοιραστείτε το Άρθρο
Γεννήθηκε το 1993, δηλαδή ήταν 6 χρονών όταν είδε πρώτη φορά το Star Wars. Κάπου στο Λύκειο κατέληξε ότι η αλήθεια βρίσκεται στον Sheldon και από τότε προσπαθεί να ανακαλύψει τον κόσμο των nerds και των superheroes, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Αγαπημένο του χρώμα το κόκκινο: στις σημαίες, στον Flash, στον Deadpool, ενώ στις μπλούζες το προτιμά με λευκές λωρίδες. Τελευταία το παίζει και δικηγόρος, χωρίς καμία επιτυχία.