Σε μια δυστοπική κοινωνία, ένας θανατηφόρος ιός προσβάλλει όλο τον ζωικό πληθυσμό του πλανήτη, με αποτέλεσμα τα ζώα να εκτελούνται μαζικά και να σταματήσουν να αποτελούν πηγή τροφής για τον άνθρωπο. Οι κυβερνήσεις αποφασίζουν να νομιμοποιήσουν την εκτροφή και σφαγή ανθρώπων ως κρέας προς κατανάλωση και σύντομα ο κανιβαλισμός αποτελεί καθημερινότητα, ακριβώς όπως η κρεοφαγία πριν. Ο Μάρκος Τέχο, γενικός υπεύθυνος στη μονάδα επεξεργασίας κρέατος Κριγκ, ψυχρός και αποστασιοποιημένος από τα τεκταινόμενα γραφειοκράτης, κινείται μεταξύ της δουλειάς του στη μονάδα και επισκέψεων σε σφαγεία και βυρσοδεψεία, στο γηροκομείο όπου επισκέπτεται τον ανοϊκό πατέρα του και σε ένα σπίτι βουτηγμένο στη θλίψη και το πένθος. Μέχρι τη μέρα που δέχεται ως δώρο από έναν προμηθευτή μια γυναίκα, μια καθαρόαιμη θηλυκιά εκτροφής για οικόσιτη χρήση, και για πρώτη φορά στη ζωή του αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη συμμόρφωση στον νόμο και το status quo και στην αντίδραση και ανυπακοή.
Το τρίτο μυθιστόρημα της Αργεντίνας συγγραφέα Agustina Bazterrica, Εξαίσιο πτώμα, διαβάστηκε και συζητήθηκε εκτενώς, ιδίως μετά την έκδοση της αγγλικής μετάφρασής του, και επαινέθηκε από κριτικούς και τα σημαντικότερα λογοτεχνικά και δημοσιογραφικά έντυπα παγκοσμίως. Η μετάφρασή του στα ελληνικά, διά χειρός Χριστίνας Θεοδωροπούλου για τις εκδόσεις Πατάκη, ήταν από τις πλέον πολυαναμενόμενες της χρονιάς. Ο συμβολισμός και η αλληγορική σημασία της δυστοπίας της Bazterrica είναι διττοί: από τη μία, αντισπισιστικό μανιφέστο και δριμύ κατηγορώ για την εργοστασιακή βιομηχανία της κρεοφαγίας, από την άλλη, ευφυής και πολυεπίπεδη πολιτική αλληγορία για τον κοινωνικό κανιβαλισμό και τον ατομικισμό εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Η Bazterrica συνθέτει μεθοδικά, με προσοχή στη λεπτομέρεια και υπόκωφο, λεπτοδουλεμένο τρόμο, μια ζοφερή δυστοπία, εντούτοις ανησυχητικά εγγύς στη σύγχρονη, μεταπανδημική κοινωνία – η χειραγώγηση της κοινής γνώμης από τα κυβερνητικά μέσα, απαγορεύσεις κυκλοφορίας και λογοκρισία, δυσπιστία και θεωρίες συνωμοσίας, μαζική υστερία και κανονικοποίηση στο συλλογικό συνειδητό πρακτικών που μέχρι πρότινος θεωρούνταν αυταρχικές και απολυταρχικές, όλα τα συστατικά στοιχεία της δυστοπίας της δεν απέχουν και τόσο από τη βιωθείσα πραγματικότητα, μας οχλεί η Bazterrica. Περιγράφει μια κοινωνία αποκτηνωμένη, δυσοίωνα ναζιστική: οι άνθρωποι πλέον αποτελούν εμπόρευμα, ονομάζονται κεφάλια, προϊόν, και μαρκάρονται στο μέτωπο για να δηλωθεί η προέλευσή τους, μενγκελικές πρακτικές και πειράματα σε ανθρώπους είναι νόμιμα, οι άνθρωποι εικάζουν και πιθανολογούν τη γεύση των συνομιλητών τους, οι διαπροσωπικές επαφές είναι τυπικές, στερημένες από κάθε συναίσθημα, το σεξ είναι ζωώδες, βίαιο, κτηνώδη μουγκρητά και ουρλιαχτά αντικαθιστούν την τρυφερότητα και την επικοινωνία.
Η Bazterrica σκιαγραφεί τη στυγνή, αποστειρωμένη ροή παραγωγής στα σφαγεία και τις μονάδες επεξεργασίας κρέατος, την ψυχρή και αμείλικτη ρουτίνα του θανάτου, με μια βασανιστική, σχεδόν εμμονική, προσήλωση στις αιμοσταγείς, σαδιστικές λεπτομέρειες. Στα εκτροφεία κεφαλιών, όπως πλέον ονομάζονται οι άνθρωποι προς σφαγή, τελούνται καθημερινά κτηνωδίες, βίαια και γκροτέσκα εγκλήματα, που πλέον αποτελούν τη νόρμα και την καθημερινότητα: άνθρωποι στειρώνονται και ακρωτηριάζονται, οι φωνητικές χορδές τους αφαιρούνται ώστε κάθε μάταιη διαμαρτυρία να εξαλειφθεί, αναπαράγονται εξαναγκαστικά με τεχνητή γονιμοποίηση και μεταλλάσσονται γενετικά. Έχουν πλέον απολέσει την ανθρώπινη υπόστασή τους και αποτελούν απλώς προϊόν προς βρώση, ασήμαντοι και απρόσωποι μπροστά στα κολοσσιαία γρανάζια της καπιταλιστικής καταναλωτικής μηχανής, σε μια αιχμηρή πολιτική αλληγορία και συνάμα καταγγελτήριο στη βιομηχανία της κρεοφαγίας. Η ταξική διαστρωμάτωση είναι παρούσα και εντός της νέας κοινωνικής δομής: το κρέας της παλιάς, καθαρόαιμης γενιάς, που δεν έχει υποστεί γενετική επεξεργασία, είναι και το ακριβότερο και σπανιότερο στην αγορά, προορισμένο αποκλειστικά για την ελίτ, ενώ το σάπιο ή μολυσμένο κρέας, μέλη του σώματος που προορίζονται για απορρίμματα, παραδίνονται στους Πτωματοφάγους, την κατώτερη, εξαθλιωμένη κοινωνική τάξη, που δεν διστάζει να καταβροχθίσει ό,τι κρέας της δοθεί.
Μέσα στην κοινωνική/συλλογική κρίση, ο πρωταγωνιστής, Μάρκος Τέχο, βιώνει τη δική του, προσωπική κρίση: γενικός υπεύθυνος της μονάδας επεξεργασίας κρέατος Κριγκ, είναι το δεξί χέρι του αφεντικού, εκείνος που εκτελεί και διεκπεραιώνει, δίχως κανείς να γνωρίζει τις προσωπικές του τραγωδίες, το παιδί που έχασε από αιφνίδιο βρεφικό θάνατο, τη γυναίκα του που έχει εγκαταλείψει τη συζυγική εστία και έχει επιστρέψει στη μητέρα της, μια αδελφή ανάλγητη και αδιάφορη για οτιδήποτε πέραν του κοινωνικού της στάτους, και τον πατέρα του που βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην άνοια, ένα ζωντανό πτώμα που αφήνεται να σαπίσει στο πιο πολυτελές γηροκομείο της πόλης. Ο Μάρκος κρύβει επιμελώς από τον έξω κόσμο το αβυσσώδες κενό που χάσκει εντός του, μέσα από την απάθεια και τη στωικότητα, την αδράνεια μπροστά στις φρικωδίες που διενεργούνται καθημερινά μπροστά του – μέχρι τη μέρα που ο πειρασμός θα εισέλθει στη ζωή του, υπό τη μορφή της καθαρόαιμης θηλυκιάς που θα λάβει ως δώρο και θα φυλακίσει στον αχυρώνα του.
Σαν το βιτρό του Ίκαρου που συμβολικά παρατηρεί κάθε φορά που επισκέπτεται τον ερημωμένο ζωολογικό κήπο, ο Μάρκος αποφασίζει να τολμήσει, να πετάξει κόντρα στις νομικές απαγορεύσεις και την καινή καθεστηκυία τάξη, να διεκδικήσει την ευτυχία που βίαια στερήθηκε, και αν τα πυρακτωμένα φτερά του λιώσουν και εξαϋλωθούν, και αν ο ίδιος βρεθεί σε κατακόρυφη πορεία προς τη συντριβή του, δεν πειράζει, γιατί άγγιξε, έστω φευγαλέα, τον ήλιο. Όμως, εκεί που μια ηρωική πράξη αναμένεται, η αντίδραση και αντίσταση σε ένα σύστημα απάνθρωπο και σαδιστικό, εκεί όπου η εξέγερση και η επανάσταση αποτελούν την τυπική εξέλιξη της πλοκής, η Bazterrica ανατρέπει κάθε φόρμα και ειδολογική σύμβαση και βυθίζει περαιτέρω τον πρωταγωνιστή της, και μαζί με αυτόν τον αναγνώστη, στο πεσιμιστικό βάραθρο της απόλυτης ηθικής αποκτήνωσης.
Σε τριτοπρόσωπη αφήγηση και με γλώσσα λιτή, ωμή, βίαια ρεαλιστική, δίχως πολλά εκφραστικά μέσα και με λιγοστούς διαλόγους, η Bazterrica αποτυπώνει στην εντέλεια την ασφυκτική, αποπνικτική ατμόσφαιρα ενός κόσμου σε παρακμή και αποσύνθεση. Από την πρόζα της στάζει η φρίκη και η κτηνωδία, από τις σελίδες της εκπέμπεται η μυρωδιά της σήψης και της αποφοράς, η ίδια η ψυχρή και αποστειρωμένη γλώσσα υπογραμμίζει και υπηρετεί λειτουργικά τη βία του περιεχομένου. Γράφει για τη σημασία της γλώσσας στη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης, για τις λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τη νέα πραγματικότητα και τη σημειολογία τους: λέξεις επικίνδυνες, εν δυνάμει απορρυθμιστικές του κατεστημένου, απαγορεύονται και λογοκρίνονται, οι άνθρωποι χάνουν το όνομα και την ιδιότητά τους, ο κανιβαλισμός ως έννοια παραμένει ανείπωτος. Καταδεικνύει έτσι όλους τους μηχανισμούς, όλους τους τρόπους που η γλώσσα χρησιμεύει για να υπηρετήσει την κυρίαρχη ιδεολογία.
Η Bazterrica γράφει για τη ρευστότητα της ηθικής και των ορίων της, πώς αυτά πλάθονται και αναπροσαρμόζονται από την άρχουσα τάξη και τα συμφέροντά της, για το πώς το αόρατο, απρόσωπο και ανηλεές, χέρι της αγοράς ρυθμίζει της ηθικές αξίες και επιταγές, και αυτό που προηγουμένως θεωρούνταν ανήκουστο, φρικώδες, κατακριτέο και εγκληματικό, ευχερώς νομιμοποιείται και κανονικοποιείται. Χρησιμοποιεί λεπτό χιούμορ και μια ειρωνεία αιχμηρή για να καταδείξει αυτήν ακριβώς την πλαστικότητα των ηθικών ορίων – σε μια κοινωνία όπου είναι νόμιμη η οικόσιτη εκτροφή ανθρώπων, ένδειξη πλούτου και πρεστίζ ο ακρωτηριασμός και η βρώση τους όσο είναι ακόμη ζωντανοί, η δουλεία παραμένει παράνομη και ηθικά επίμεμπτη, αιτία κοινωνικής κατακραυγής που επιφέρει ποινή εκτέλεσης. «Η δουλεία είναι βαρβαρότητα», φωνάζει η μαζικά καθοδηγούμενη κοινή γνώμη, όσο κατασπαράζει ένα ανθρώπινο χέρι ή πόδι, ένα φιλέτο γλώσσας η αυτιού. Η Bazterrica χρησιμοποιεί το torture porn και το shock value, επιστρατεύει αφηγηματικές κατασκευές-προϊόντα της νοσηρότερης φαντασίας, για να ταρακουνήσει συθέμελα κάθε παγιωμένη αντίληψη σχετικά με το νόμιμο και το ανεπίτρεπτο, το ηθικό και το μοχθηρό.
Η Bazterrica ανασκαλεύει την ίδια την ενδότερη ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και εντοπίζει την εγγενή μοχθηρότητα και διαφθορά, την ακολασία και την τρυφηλότητα, την επιβολή της εξουσίας του ισχυρού στον αδύναμο, είτε πρόκειται για ζώα ανυπεράσπιστα και ανήμπορα είτε για ανθρώπινες ψυχές – το όριο είναι, πλέον, ασαφές. Τοποθετεί το Κακό κάτω από τον μεγεθυντικό αφηγηματικό φακό της, το ενισχύει και το διογκώνει, του προσδίδει όψη και διαστάσεις δυσθεώρητες, υφή έκφυλη και σαδιστική, ακριβώς για να υπερτονίσει την ίδια την ευκολία της Μετάβασης, τα ρευστά ηθικά όρια νομιμοποίησης της δολιότητας και της βίας. Το αναπάντεχο φινάλε, το σοκαριστικό plot twist, εκ πρώτης όψεως μη αναμενόμενο όμως στην πραγματικότητα οργανικά ενταγμένο στην αφήγηση, η νομοτελειακή κατάληξη ενός χαρακτήρα και ενός κόσμου σε πορεία προς την απόλυτη ηθική εξαχρείωση, αποτελεί το απόσταγμα, το μεδούλι του πολιτικού/φιλοσοφικού σχολίου της Bazterrica: οι αποκτηνωμένες κοινωνίες δεν αποτελούνται από τίποτα άλλο απ’ τα ίδια τους τα μέλη και ο άνθρωπος είναι, διαχρονικά, ο πυρήνας, η πηγή του απόλυτου Κακού.
Συναρπαστικό eco–thriller, αντισπισιστικό καταγγελτήριο, οικογενειακό δράμα για το πένθος και την απώλεια, δυστοπική πολιτική αλληγορία για την ταξική διαστρωμάτωση στην καπιταλιστική κοινωνία και ενδελεχές ψυχογράφημα ενός χαρακτήρα σε αμετάκλητη πορεία προς την πτώση και την ηθική αποβορβόρωση, με πρόζα βουτηγμένη βαθιά στην κολλώδη πίσσα της ανθρώπινης κακίας και διαστροφής, η Bazterrica παραδίδει ένα από τα συγκλονιστικότερα μυθιστορήματα που έχουμε διαβάσει τελευταία, ένα βιβλίο που χαράσσεται ανεξίτηλα στη μνήμη του αναγνώστη και τοποθετεί την ίδια στην πλέον περίοπτη θέση στον χάρτη της σύγχρονης γυναικείας λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας.