Η Μπεατρίθ είναι μια γυναίκα λίγο πριν τα 50 της, σύζυγος ενός ευκατάστατου τραπεζίτη και μητέρα δύο ενήλικων γιών, που ασχολείται με τις τέχνες ως μέλος του Κύκλου, μιας ομάδας φιλότεχνων που διοργανώνουν ρεσιτάλ μουσικής στη Βαρκελώνη, όπου και ζει. Καλεσμένος της ομάδας αυτής θα είναι ο Βίτολντ Βαλτσικιέβιτς, ή αλλιώς χάριν συντομίας ο Πολωνός, ένας 70χρονος κλασικός πιανίστας που ερμηνεύει τον Σοπέν, όχι όμως παραδοσιακά, ρομαντικά, αλλά εκκεντρικά και με αυστηρότητα, μια ερμηνεία που συναντά λάτρεις αλλά και πολλούς αντιμαχόμενους.
Η πρώτη εντύπωση της Μπεατρίθ από τον Πολωνό θα είναι αρνητική, απλά ένας επιτηδευμένος γέρος με ψεύτικη οδοντοστοιχία, και το παίξιμό του θα της φανεί στείρο, δίχως συναίσθημα και απογοητευτικό. Μια σειρά από συζητήσεις κατά το δείπνο που θα ακολουθήσει το ρεσιτάλ, για την τέχνη, την πατρίδα και την ευτυχία, θα κινήσουν για πρώτη φορά το ενδιαφέρον της, όμως καθοριστικός παράγοντας θα είναι ο δικός του σεβασμός όταν την ευχαριστήσει για τις «βαθυστόχαστες ερωτήσεις» της – για πρώτη φορά η Μπεατρίθ αισθάνεται σημαντική, άξια προσοχής, μέσα από το δικό του βλέμμα.
Σύντομα ο Πολωνός θα αρχίσει να τη διεκδικεί, την προσκαλεί να τον συναντήσει, να τον ακολουθήσει σε ταξίδια μακρινά, σε χώρες που εκείνη δεν έχει ξαναεπισκεφθεί, και της δηλώνει απερίφραστα τον έρωτά του, πως μέσα από εκείνη βρήκε τον σκοπό της ύπαρξής του, την ειρήνη και τη γαλήνη του. Η Μπεατρίθ δεν αισθάνεται το ίδιο, τον αντιμετωπίζει με απέχθεια και αποστροφή, συνάμα όμως κολακεύεται από το ενδιαφέρον του. Εκείνη, μια γυναίκα παραμελημένη από έναν σύζυγο που επιδίδεται εις γνώση της σε εξωσυζυγικές σχέσεις, μια γυναίκα στείρα συναισθήματος και ηδονής, που έχει εγκαταλείψει τις σαρκικές απολαύσεις, τώρα αναγεννάται μέσα από την ίδια της τη θέαση ως αντικείμενο του πόθου, παρότι το μόνο συναίσθημα που της εμπνέει ο επίδοξος εραστής της είναι ο οίκτος – είναι, όμως, έτσι τα πράγματα ή αυτό είναι το ευγενές ψέμα που η ίδια λέει στον εαυτό της;
Το τελευταίο βιβλίο του Νοτιοαφρικανού Νομπελίστα J.M. Coetzee, που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση Χριστίνας Σωτηροπούλου, είναι μια εκτενής νουβέλα, χωρισμένη σε σύντομα, περιεκτικά κεφάλαια, και με μια θεματική ρομαντική στην υφή της, που θυμίζει κλασικά μυθιστορήματα απαγορευμένου έρωτα και απιστίας του 19ου και αρχών του 20ου αιώνα, τα έργα του Lawrence, του Zola και του Flaubert – όμως, ο Coetzee μεταφέρει τη δράση και την τυπική φόρμα της αφήγησής του (η παντρεμένη, πλούσια γυναίκα που πλέον έχει βαρεθεί εντός των συντηρητικών δεσμών της οικογενειακής ζωής, η ενασχόληση των ανώτερων κοινωνικών κύκλων με τις τέχνες, ο μεγαλύτερος σε ηλικία, επίμονος υποψήφιος εραστής) στη Βαρκελώνη του 21ου αιώνα.
Η Μπεατρίθ είναι ετερόφωτη, μάχεται να βρει τον σκοπό της ύπαρξής της, αυτό που της προσδίδει αξία ως γυναίκα, πρώτα μέσα από τον γάμο και το οικογενειακό πλαίσιο, την ενασχόληση με τις τέχνες και την επιδίωξη της αίσθησης πνευματικής ανωτερότητας, και στη συνέχεια μέσα από το πάθος ενός, έστω περιορισμένα, σημαίνοντα άνδρα. Η αφήγηση, αποστασιοποιημένη και συχνά ψυχρή, ασχολείται κατά κύριο λόγο με εκείνη, με τον εσωτερικό μονόλογό της, τις αντιφάσεις, τις αντιστάσεις της και πώς εκείνες κάμπτονται, όσο ο Coetzee αναλύει με μεθοδική ακρίβεια τον τρόπο που η επιθυμία μπορεί να αποφασισθεί, να αποτελέσει προϊόν διεργασιών και όχι φυσικής γέννησης, ένα in vitro δημιούργημα.
Όμως, και όσο η μεταξύ τους σχέση, και η πλοκή, εξελίσσεται, η αφήγηση, παρότι τριτοπρόσωπη, αποδεικνύεται αναξιόπιστη: οι πράξεις και οι επιλογές δεν συνάδουν με τα λόγια και τις ενδότερες σκέψεις, και ίσως η δυναμική και οι σχέσεις εξουσίας μεταξύ Πολωνού και Μπεατρίθ να μην είναι αυτές που ο αφηγητής επιτρέπει να διαφανούν. Ο έρωτας του Πολωνού θα διατηρηθεί στην αιωνιότητα και, όπως ο Δάντης στη Βεατρίκη του, θα υψώσει για εκείνη ένα μαυσωλείο της αγάπης και της επιθυμίας του – ή, μήπως, μια ρεβανσιστική μουμιοποίησή της, ένα πλήγμα στην ηθική και την υστεροφημία της ως πικρή εκδίκηση για την απόρριψή του; Εκείνη είναι η άσπλαχνη, άκαρδη γυναίκα, η ιδεατή, μοιραία εκμεταλλεύτρια που απέρριψε τον γηραλέο θαυμαστή της, ή το ίδιο το αντικείμενο εκμετάλλευσης, που τοποθετήκε σε ένα ρομαντικοποιημένο βάθρο, εξιδανικεύθηκε, και εν τέλει χειραγωγήθηκε μέχρι τέλους; Ο Coetzee πειραματίζεται με τις οπτικές γωνίες, με το αφήγημα που το υποκείμενο επιλέγει να κατασκευάσει για τις επιθυμίες και τα συναισθήματά του, την εξουσία και τον έλεγχο που νομίζει πως διατηρεί, και γράφει για την ίδια τη φύση και την υφή του ανδρικού πόθου – αγνή ή υστερόβουλη, ελεύθερη ή ιδιοκτησιακή;
Μια, έντονα μουσική, ελεγεία για τη γλώσσα και την επικοινωνία, τις δυνατότητες και τους περιορισμούς τους, για τη μνήμη και τη λήθη, για τη σχέση μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, μούσας και δημιουργού, και την αισθητικοποίηση της απόρριψης, και συνάμα ένα αιχμηρά ειρωνικό, πολυεπίπεδο παιχνίδι εξουσίας, μια εις βάθος ματιά στον ίδιο τον πυρήνα της ερωτικής επιθυμίας, και της ανθρώπινης εμπειρίας εν γένει.