Τις εντυπώσεις έχει -δίκαια- κλέψει η «Φόνισσα», η πολυσυζητημένη διασκευή του κλασσικού διηγήματος του Παπαδιαμάντη, σε σκηνοθεσία της Εύας Νάθενα και σε διασκευασμένο σενάριο της Κατερίνας Μπέη. Η ταινία στοχάζεται γύρω από το διαγενεακό τραύμα των γυναικών απ’ την πατριαρχία, αναζητώντας στο παρελθόν της ελληνικής επαρχίας τις διάφορες μορφές της φροντίδας, της στοργής και της ανθρωπιάς. Ο υπότιτλος στην αφίσα το μαρτυρά: «Χάιδεψέ με. Φίλησέ με. Δε μ’αγαπάς;» Πρόκειται για την πρώτη σκηνοθετική απόπειρα της Εύης Νάθενα, η οποία είναι εικαστικός και είναι φανερό απ’ την εντυπωσιακή φωτογραφία και την αξιοπρόσεκτη ενδυματολογία, ότι η ταινία της επηρεάστηκε απ’ την καλλιτεχνική της φλέβα.
Απ' τον Παπαδιαμάντη... στην οθόνη
Παρόλο που η ταινία βασίζεται στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, δεν επιχειρεί μία ευθεία μεταφορά του στην οθόνη, αλλά μία επίκαιρη μεταλλαγή του. Πρωταγωνίστρια του έργου είναι η Χαδούλα ή όπως είναι πιο γνωστή στο ευρύ κοινό, η Φραγκογιαννού. Μία ταλαιπωρημένη γυναίκα, για τη ζωή της οποίας αντλούμε πληροφορίες σταδιακά, κυρίως μέσα από αναδρομές που συνήθως εντάσσονται σε σημεία κορύφωσης της ταινίας, σαν μικρές παύσεις/διαλείμματα στον κινηματογραφικό ρυθμό. Η Φραγκογιαννού είναι μία φτωχή γριά γυναίκα, που πλέον ζει με τις δύο της ανύπαντρες κόρες. Γνωρίζει πολύ καλά τα άγρια βουνά, ενώ παράλληλα θεωρείται η ειδική της κοινότητας για ιατρικά μαντζούνια και βοτάνια, γεγονός που την καθιστά απαραίτητη στην μικρή νησιωτική κοινωνία που ζει. Κυρίως όμως διακρίνεται για την προσφορά της στους τοκετούς των γυναικών του νησιού, ως μαμή. Χρέος της θεωρεί την φροντίδα των εγκύων γυναικών κατά τον τοκετό τους. Δεν διστάζει, μάλιστα, να μείνει μερόνυχτα ξάγρυπνη, προκειμένου να έχουν κάποιο άτομο εμπιστοσύνης να τις προσέχει. Από το χαρακτηριστικό της αυτό καταπιάνεται και ο Παπαδιαμάντης, αλλά και η κινηματογραφική διασκευή της Νάθενα, προκειμένου να αναδείξουν μία τρομερή συνήθεια που επικρατούσε κατά το παρελθόν στην ελληνική επαρχία, την εμβρυοκτονία. Για να γίνει κατανοητός ο ρόλος της Φραγκογιαννούς, θα πρέπει να γίνει κατανοητός ο ρόλος της μαμής ιστορικά και κοινωνικά, εστιάζοντας στην αναφερόμενη περίοδο.
Ο θεσμός της προίκας
Φτωχή κοινωνία των τελών του 19ου αι. και των αρχών του 20ου αι. σε ένα ελληνικό νησί, όπου κρατούσε ακόμη ο θεσμός της προίκας (ο οποίος, όσο κι αν φαίνεται σήμερα απίστευτο, καταργήθηκε μόλις το 1983). Ο θεσμός της προίκας όριζε την υποχρέωση μίας οικογένειας που είχε κόρη να την προικίσει, δηλαδή να παραχωρήσει μέρος της οικογενειακής περιουσίας στον υποψήφιο γαμπρό σαν αποζημίωση, προκειμένου εκείνος να δεχτεί να την παντρευτεί. Συνεπώς, για μία οικογένεια ο ερχομός ενός κοριτσιού σήμαινε αυτόματα ένα οικονομικό βάρος και ταυτόχρονα έναν κίνδυνο: ελλείψει προίκας, τα κορίτσια της οικογένειας να μείνουν ανύπαντρα και άρα ανίκανα να δουλέψουν για τα προς το ζην. Σε αυτό το πλαίσιο, η είδηση της γέννησης ενός κοριτσιού δεν ήταν, συνήθως, χαρμόσυνη. Ορισμένες οικογένειες, όμως, δεν έμεναν απλώς στην εσωτερικευμένη θλίψη, αλλά προσπαθούσαν να απαλλαγούν απ’ το πρόβλημα, να ξεφορτωθούν το νεογέννητο που του έμελλε να γεννηθεί με το “λάθος” φύλο.
Ο "κοινωνικός" ρόλος της Φόνισσας
Η Φραγκογιαννού ως μαμή, είχε και αυτόν τον ρόλο. Με διαταγή του κύρη του κάθε σπιτιού, αν εκείνος δεν επιθυμούσε την κόρη του, φρόντιζε να απαλλάξει την οικογένεια από το βάρος, σκοτώνοντάς το. Με τον καιρό, όμως, η ηρωίδα άρχισε να υπερβαίνει τον ρόλο που της είχε δοθεί απ’ την κλειστή επαρχία του νησιού της. Βιώνοντας τη βία της πατριαρχικής κοινωνίας, κλονίζεται και αρχίζει να νιώθει ως χρέος της να γλυτώσει τα νεαρά θηλυκά από αυτόν τον κόσμο, από τον πόνο που θα τους δώσει η ζωή και σχεδιάζει τη θανάτωσή τους για να τα γλυτώσει.
Στις αναδρομικές αφηγήσεις που εγκιβωτίζονται στο έργο, χωρίς να αιτιολογούνται φυσικά οι πράξεις της ηρωίδας, γίνονται κατανοητές οι αποφάσεις της, αφού οι θεατές έρχονται αντιμέτωποι/-ες με το παρελθόν και τα τραύματα της Φραγκογιαννούς. Το φορτίο της κατανόησης των πράξεων της ηρωίδας έχουν αναλάβει η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη που υποδύθηκε αριστοτεχνικά την Φραγκογιαννού και η Μαρία Πρωτόπαππα που υποδύθηκε την σκληρή και βίαιη μητέρα της, η οποία κατά κάποιον τρόπο λειτουργεί ως ηθικός αυτουργός στα εγκλήματα της κόρης της. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, μετά από τον αξιοθαύμαστο ρόλο της στην «Ευτυχία», στην «Φόνισσα» αποδίδει έναν ρόλο ζωής σε έναν χαρακτήρα που έχει χαρακτηρίσει «άγγελο θανάτου» σε συνέντευξή της στο News24/7.
Πλεξούδες και αυθεντικές ενδυμασίες
Η Φόνισσα είναι ένα θρίλερ που επαναφέρει οικογενειακά τραύματα και μνήμες. Το ντύσιμο και το χτένισμα των πρωταγωνιστριών μας θυμίζει τις γιαγιάδες μας. Την ενδυματολογία έχει επιμεληθεί επίσης, η σκηνοθέτιδα, η οποία είναι επίσης έμπειρη ενδυματολόγος και σκηνογράφος. Ενώ ο κανόνας στον ελληνικό κινηματογράφο είναι οι κιτς ενδυμασίες, η Νάθενα και οι συντελεστές της ταινίας έκαναν ευρεία έρευνα σε αρχειακό υλικό και φωτογραφίες, καταφέρνοντας να μεταφέρουν αυθεντικά την ατμόσφαιρα της εποχής. Σχετικά με το χτένισμα, επιλέχθηκαν οι πλεξούδες που περιγράφει ο Παπαδιαμάντης, μία καθόλου τυχαία επιλογή, καθώς συμβολίζουν την κοινωνική καταπίεση και το βάρος του να είσαι γυναίκα ακόμα και σήμερα. Άλλωστε η Εύα Νάθενα το αναφέρει και στην αρχή της ταινίας με το απόσπασμα από τη μελέτη «Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη» του Ελύτη: «Μία μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Δεν θα έχει αλλάξει εκείνο αλλά το μυαλό μας.»
Μία ταινία folk τρόμου
Η Φόνισσα της Ε. Νάθενα είναι μία αυθεντική ταινία folk τρόμου, που αντλεί τη θεματολογία της απ’ την ελληνική λαογραφία και τις παραδόσεις της ελληνικής επαρχίας. Η σκοτεινή ατμόσφαιρα και οι γωνίες του φακού της Νάθενα, αντλούν στοιχεία από τον ιαπωνικό κινηματογράφο τρόμου.
Επίσης, η ταινία δανείζεται στοιχεία από την αρχαία τραγωδία. Η Φραγκογιαννού αποτελεί μία τραγική ηρωίδα η οποία υπόκειται σε ανθρώπινο λάθος, υπερεκτιμά τις ικανότητές της και θεωρεί καθήκον της το έργο, το οποίο έχει αποφασίσει να αναλάβει. Σταδιακά, έχοντας παρεκτραπεί από την πραγματικότητα, αναζητά και επινοεί σημάδια, σύμφωνα με τα οποία ακόμα και ο ίδιος ο Θεός την έχει χρίσει ως «εκλεκτή» για αυτήν την φρικτή αποστολή, ξεφεύγοντας έτσι από τα όρια της θνητής της φύσης. Το πάθος αυτό για καθήκον την οδηγεί στην αλαζονεία και επομένως στην «ὕβριν». Το έργο κορυφώνεται από την τελευταία της εγκληματική πράξη για την οποία η ηρωίδα βρίσκεται σε δίλημμα καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου. Η τελική απόφαση λαμβάνεται κατά την καταδίωξή της, όπου νωρίτερα εμφανίζεται ένα φίδι, σκηνή που συνδέεται με την Καινή Διαθήκη και το «προπατορικό αμάρτημα» και προοικονομεί τη διάπραξη της υπέρτατης αμαρτίας.
Το διαγενεακό τραύμα
Οι σύντομες αναφορές στις κακοποιητικές συμπεριφορές των ανδρών του νησιού, πέραν της προφανούς έμφυλης διάστασης, αναδεικνύουν επίσης την κοινωνική και ταξική ανισότητα, η οποία οδηγεί επίσης τον εκάστοτε άντρα σε ένα συγκεκριμένο μοτίβο κακοποιητικής συμπεριφοράς. Ταπεινωμένος και ο ίδιος, μεγαλωμένος επίσης με σκληρό τρόπο μέσα στην πατριαρχία, έχει μάθει να νιώθει δυνατός εξουσιάζοντας και ελέγχοντας τις γυναίκες. Ενώ ο ίδιος φαίνεται να είναι απών από το σπίτι του, η φτώχεια τον οδηγούσε στα καφενεία να πίνει ολημερίς. Επιστρέφοντας, στο σπίτι και στις οικογενειακές υποχρεώσεις του, με τη βοήθεια του ποτού γινόταν βίαιος προκειμένου να επιβληθεί και να κερδίσει τον σεβασμό που η κοινωνία και οι θεσμοί της δεν του αναγνώριζαν. Η γυναίκα και τα παιδιά του ήταν, απλώς, τα εξιλαστήρια θύματα, πάνω στα σώματα των οποίων αντλούσε την απόλαυση της επιβολής της εξουσίας του.
Τα ουρλιαχτά της Καραμπέτη μπορούν να λειτουργήσουν σαν ένα ξέσπασμα, σαν ένα μεγάλο «γιατί;», σαν ένα τρανταχτό «υπάρχω» και μπορούν να αποτελέσουν έναν συνειρμό που αφορά την κραυγή του κάθε κακοποιημένου θύματος. Το τέλος της πρωταγωνίστριας, έρχεται από το στοιχείο του νερού, που για τους προσωκρατικούς (Θαλή) το νερό συμβολίζει την αρχή και το τέλος. Την ουσία από την οποία προέρχονται τα πάντα και στην οποία τα πάντα επιστρέφουν.
Η ταινία καταπιάνεται με το «διαγενεακό τραύμα που περνά από γενιά σε γενιά χωρίς να επουλώνεται», όπως έχει τονίσει η σκηνοθέτιδα σε συνέντευξή της στο Κόκκινο. Η Φραγκογιαννού, σύμφωνα με την ίδια, δολοφονούσε για να «σώσει» τα νεαρά κορίτσια από την κακοποίηση και την ανέχεια της ζωής. Σήμερα, σε μία εποχή που σχεδόν καθημερινά οι γυναικοκτονίες αποτελούν πρώτο θέμα στις ειδήσεις, η Φόνισσα Φραγκογιαννού καταθέτει τη δική της ιστορία, τη δική της εμπειρία σαν γυναίκα, κόρη, μάνα, γιαγιά και μαμή που με τα χέρια της ξεγεννά και παράλληλα αφανίζει τα «καταδικασμένα» για αυτήν θηλυκά, ώστε σταδιακά και άλλες ιστορίες από το παρελθόν, με τη σειρά τους, να επιχειρηθούν να αποκαλυφθούν μέσω της επικοινωνίας όπως ακριβώς έκαναν και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων μεταξύ τους οι συντελεστές.