Μυθιστοριογράφος, ανθρωπολόγος, λαογράφος και ακτιβίστρια, η λογοτεχνία της Zora Neale Hurston παρέμεινε εν πολλοίς αγνοημένη κατά τη διάρκεια της ζωής της, παρά τον καίριο ρόλο που διαδραμάτισε στην Αναγέννηση του Χάρλεμ, μέχρι την όψιμη «ανακάλυψή» της από την Alice Walker μέσα από ένα εκτενές και διαφωτιστικό άρθρο της. Το σημαντικότερο μυθιστόρημά της, Τα μάτια τους κοιτούσαν τον Θεό, πρωτοκυκλοφόρησε το 1937, όμως απορρίφθηκε από τους άνδρες κριτικούς της εποχής, για να επανακυκλοφορήσει σχεδόν 40 χρόνια αργότερα, το 1978, να αγαπηθεί από κοινό και κριτικούς και, πλέον, να ανήκει στα εμβληματικότερα έργα της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας.
Βασισμένο σε μεγάλο βαθμό σε προσωπικές εμπειρίες και βιώματα της ίδιας της Hurston, το μυθιστόρημα, που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Αίολος σε μια υποδειγματική μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά, αφηγείται την ιστορία της Τζέινι Κρόφορντ, ξεκινώντας από την παιδική της ηλικία: μεγαλωμένη από τη γιαγιά της, Νάνι, στην αυλή δίπλα από το μεγάλο σπίτι των λευκών εργοδοτών της, μέχρι τα έξι της δε γνώριζε καν πως είναι μαύρη, αισθανόταν ίδια με τα παιδιά της οικογένειας των λευκών. Όταν, όμως, στα 16 της η Νάνι την πιάνει να φιλά κάποιον στην αυλή του σπιτιού, η Τζέινι θα μάθει την αλήθεια για το τραγικό παρελθόν της οικογένειάς της, αλλά και για την προκαθορισμένη μοίρα που της επιφυλάσσεται: είναι και η ίδια τέκνο που προήλθε από βιασμό, όπως και η μητέρα της, που την εγκατέλειψε για να τη μεγαλώσει η γιαγιά της, μια γιαγιά που τώρα αποφασίζει πως μοναδικός τρόπος να την εξασφαλίσει είναι να την παντρέψει με τον κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερό της, Λόγκαν Κίλικς.
Η Τζέινι θα βρεθεί σε έναν γάμο δίχως αγάπη, εγκλωβισμένη στα ασφυκτικά δεσμά της συζυγικής καταπίεσης και της οικιακής απλήρωτης εργασίας, μέχρι τη μέρα που στην αυλή της θα εμφανιστεί ο Τζο Σταρκς, ένας άντρας με μεγάλα όνειρα και τρανές υποσχέσεις για την ευτυχία και την ειδυλλιακή ζωή που της επιφυλάσσει εάν εγκαταλείψει τον άντρα της για εκείνον. Η Τζέινι θα τον πιστέψει και θα τον ακολουθήσει στο Ίτονβιλ, μια κοινότητα αποκλειστικά μαύρων, στην οποία εκείνος θα γίνει δήμαρχος και τοπικός προύχοντας – μόνο για να δει και εκείνες τις υποσχέσεις απατηλής ευτυχίας να ναυαγούν αναπόφευκτα.
Με αφήγηση που αφορμάται από την εξιστόρηση της ζωής της στην καλύτερή της φίλη, Φίμπι, για να καταλήξει τριτοπρόσωπη, η πρόζα της Hurston είναι λυρική, υφαίνει εικόνες σπάνιας, ποιητικής ομορφιάς, και η γλώσσα της προφορική, σχεδόν μουσική, βρίθει από εκφράσεις και ιδιωματισμούς των μαύρων του Νότου της εποχής, μια γλώσσα που η πολύπειρη μεταφράστρια Μυρσίνη Γκανά κατόρθωσε να αποδώσει πιστά, ευλαβικά και με σεβασμό στο πνεύμα του πρωτοτύπου. Η Hurston ψηλαφεί το διαγενεακό τραύμα της μαύρης ταυτότητας, από την εποχή της δουλείας μέχρι τη μετεμφυλιακή Αμερική των νόμων του Jim Crow, και γράφει για την πολλαπλότητα των καταπιέσεων, φυλετική, ταξική και έμφυλη, και τη διαλεκτική σχέση ανάμεσά τους, αλλά και για τις εξουσιαστικές σχέσεις εντός των ίδιων των μαύρων κοινοτήτων.
Με την Τζέινι Κρόφορντ, πλάθει έναν από τους πιο δυναμικούς, σάρκινους και χειραφετημένους γυναικείους χαρακτήρες της μαύρης, και όχι μόνο, λογοτεχνίας, μια γυναίκα που στο πρόσωπο των αντρών που περνούν απ’ τη ζωή της αντικρίζει τις καταπιέσεις της, τους έμφυλους ρόλους στους οποίους προσπαθούν, ο ένας μετά τον άλλον, να την περιορίσουν, από απλήρωτη οικιακή σκλάβα μέχρι στείρο διακοσμητικό στοιχείο, και αρνείται να συμμορφωθεί – μια γνήσια φεμινίστρια. Μέσα από τους γάμους της και την πορεία που έλαβε η ζωή της, θα συνειδητοποιήσει πως η ίδια έδινε στους άντρες το σχήμα και τη μορφή που ήθελε, έπλεκε τα όνειρα και τις προσδοκίες της γύρω τους, μόνο για να διαψευστεί, ξανά και ξανά, και να βυθιστεί στην απεραντότητα της μοναξιάς της. Αλλά θα είναι αυτή ακριβώς η μοναξιά που θα τη βοηθήσει να βρει μια αναπάντεχη, λυτρωτική ελευθερία στην ανεξαρτησία της και, εν τέλει, την αληθινή αγάπη στον Μπισκότο, τον μοναδικό άντρα που τη θεώρησε ικανή αντίπαλό του στην ντάμα, που την πήγε για ψάρεμα τα μεσάνυχτα αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συμβάσεις, που παρατήρησε τα μάτια, τα χείλη και το στόμα της, που την είδε πραγματικά, σαν οντότητα αυτόφωτη, ίση με εκείνον.
Ηθογραφία της μετεμφυλιακής μαύρης Αμερικής της δεκαετίας του ’20 και παρακαταθήκη της λαογραφικής της παράδοσης, σπουδή στη μαύρη γυναικεία ταυτότητα και φεμινιστικό μανιφέστο διαχρονικό και επίκαιρο στο αιτητικό του, το Τα μάτια τους κοιτούσαν τον Θεό αποτελεί ένα από τα θεμελιωδέστερα έργα αφροαμερικανικής λογοτεχνίας και η Zora Neale Hurston μια από τις σπουδαιότερες ψαλμωδούς της μαύρης εμπειρίας και ταυτότητας.