Η Ασπιδίστρα (Aspidistra elatior) είναι «πολυετής και αειθαλής ριζωματώδης πόα. Αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα φυτά για την διακόσμηση εσωτερικών αλλά και εξωτερικών χώρων (όπου οι ελάχιστες θερμοκρασίες το επιτρέπουν), χάρις στα ασυνήθιστα μεγάλα και έντονα πράσινα φύλλα της. Φυτό πολύ εύκολης καλλιέργειας, δεν είναι καθόλου απαιτητικό ως προς την συντήρησή του, ενώ αξιοποιείται σε χώρους όπου ελάχιστα άλλα επιβιώνουν, όπως σε εκείνα τα σημεία των κήπων, των οικιών ή των επαγγελματικών χώρων όπου το φως είναι ελάχιστο». Ο George Orwell εκκινεί από το φυτό αυτό εσωτερικού χώρου, με στόχο να μιλήσει για το αφήγημα της «μεσαίας» τάξης στην Αγγλία ή, καλύτερα, την επιθυμία της εργατικής τάξης να ανήκει σε αυτήν. Ως εκ τούτου, η ασπιδίστρα γίνεται ένα αντικείμενο συστοιχίας, όμοιο με εκείνο το μικρό σπιτάκι, φτιαγμένο από λαμαρίνα που ονειρεύονται οι ήρωες στο Συνοικία το όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη ή το ποδήλατο του πατέρα στους Κλέφτες ποδηλάτων του Βιτόριο ντε Σίκα.
Με όχημά του, λοιπόν, τα εργαλεία του Νεορεαλισμού, ενός κινήματος αρκετά δημοφιλούς στις αρχές του 20ου αιώνα και, δη, στο χώρο του μαρξισμού, αλλά και αυτά του Συμβολισμού, ο George Orwell γράφει το μυθιστόρημά Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα, το οποίο κυκλοφορεί σήμερα από τις εκδόσεις Αίολος, σε μετάφραση Δημήτρη Καρακίτσου. Από τις πρώτες, δε, σελίδες του βιβλίου γίνεται εμφανές ότι μιλάμε για ένα έργο στρατευμένο να αφυπνίσει την εργατική τάξη. Παράλληλα, μέσα από την εσωτερική πάλη του ήρωα ο συγγραφέας υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ο μαρξισμός θα πρέπει να λειτουργεί σαν όπλο και όχι σαν δόγμα, αφού η άρνηση του χρήματος από τον ήρωα του βιβλίου καταλήγει στο τέλος να κυοφορήσει όχι την επανάσταση, αλλά ένα είδος φθόνου, εξαιτίας της πείνας που νιώθει μέσα του, πείνα για ζωή, καταξίωση, έρωτα, χαρά, όλα όσα στερείται, εξαιτίας της τάξης του.
Ειδικότερα, στον κόσμο του Γκόρντον Κάμστακ, ενός πάμφτωχου, αποτυχημένου ποιητή, η ασπιδίστρα είναι το σύμβολο όλων αυτών που δεν μπορεί να αποκτήσει, εξαιτίας της φτώχειας του. Για το λόγο αυτό την αποκηρύσσει και την εχθρεύεται. Μέσα από την εχθρότητα αυτή, ωστόσο, εκκολάπτεται η ταξική ζήλεια, που θα οδηγήσει μοιραία τον Γκόρντον στην καταστροφή, τον εξευτελισμό και εν τέλει τον συμβιβασμό με όλα όσα αποκηρύττει. Πράγματι, παρά τη μεταστροφή του χαρακτήρα του ήρωα, το μόνο που μένει ίδιο είναι το γεγονός ότι για τον Γκόρντον τα πάντα εξαρτώνται από την ύπαρξη χρήματος και τα πάντα θυσιάζονται στο βωμό αυτού του αλλόκοτου θεού, που άλλοτε αρνείται και άλλοτε προσκυνά.
Η παραπάνω εμμονή του ήρωα και οι εσωτερικοί του μονόλογοι, που μοιάζουν με λίστες supermarket κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης ή, το δίχως άλλο, στα τέλη του μήνα, αποτελεί μία συνθήκη που καθιστά το μυθιστόρημα του Orwell αποπνικτικό. Το αίσθημα αυτό γίνεται, δε, ακόμα πιο έντονο μέσα από την κατάρρευση του ήρωα, αφήνοντας στο τέλος μία ιδέα ημιτελούς κάθαρσης. Ακόμα πιο σοκαριστικό, δε, είναι ότι το Ας σηκώσουμε ψηλά την Ασπιδίστρα είναι ένα βιβλίο που ο δημιουργός του το έγραψε, επειδή είχε ανάγκη από χρήματα! Ως εκ τούτου, γίνεται αντιληπτό ότι τόσο οι σκέψεις του ήρωα, όσο και το διαρκές αίσθημα ενοχής που προκαλούν οι επιλογές του στον αναγνώστη, είναι πράγματα που πρώτος ο Orwell έχει βιώσει. Η εσωτερική σύγκρουση, μάλιστα, ανάμεσα στην επιθυμία μιας άνετης ζωής και την απέχθεια απέναντι στο μέσο (χρήμα) που την εξυπηρετεί, αλλά και η αμφιθυμία είναι τόσο διάχυτη σε όλο το έργο, έτσι ώστε να αποκρυσταλλώνεται ακόμα και στον τίτλο του, αφού από τη μία ο Orwell χρησιμοποιεί κινηματική φρασεολογία και από την άλλη το κατεξοχήν βρετανικό σύμβολο του συμβιβασμού και του «νοικοκυρισμού».
Πρόκειται για ένα από τα συγκλονιστικότερα έργα του Orwell, καθώς τόσο η νατουραλιστική περιγραφή των καταστάσεων, όσο και αυτή των συναισθημάτων του ήρωα, είναι πολύ πιο οικεία, για τον μέσο αναγνώστη, από ότι θα νόμιζε κανείς. Το ίδιο και οι κίνδυνοι για το μέλλον της εργατικής τάξης.