
Η ταινία La Pianiste (Η Δασκάλα του Πιάνου, 2001), ψυχολογικό ερωτικό δράμα γαλλοαυστριακής παραγωγής και σεναρίου – σκηνοθεσίας Μίχαελ Χάνεκε, με πρωταγωνίστρια την Ιζαμπέλ Ιπέρ, είναι μια (αναμφίβολα πολύ σκληρή) ταινία που σοκάρει. Που προκαλεί. Που ως θεατής δεν ξέρεις, βγαίνοντας από την αίθουσα, αν απόλαυσες αυτό που μόλις βίωσες ή όχι (είναι αυτή μια αναλογία με τους χαρακτήρες της ταινίας; ). Εντέλει, ένα καλλιτεχνικό έργο που δεν ξέρεις τι συναισθήματα σου προκαλεί. Με λίγα λόγια, είναι σινεμά που σέβεται απόλυτα τον εαυτό του· τολμηρό.
Η ταινία εστιάζει στην καθημερινότητα και την ψυχοσύνθεση μιας επιτυχημένης επαγγελματικά γαλλίδας δασκάλας πιάνου (Ιζαμπέλ Ιπέρ), η οποία ζει με τη μητέρα της. Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας γνωρίζει έναν αρκετά νεαρότερό της ερασιτέχνη πιανίστα που επιθυμεί να γίνει μαθητής της, κάτι που ο ίδιος χρησιμοποιεί ως αφορμή για να τη γνωρίσει και να την προσεγγίσει ερωτικά. Η προσέγγιση αυτή είναι που επιτρέπει στην πρωταγωνίστρια να φέρει στο φως τις σαδομαζοχιστικές της ερωτικές προτιμήσεις και τη σχέση κυριαρχίας και υποταγής που επιθυμεί να καλλιεργήσει με τον νεαρό μαθητή της, η σχέση με τον οποίον γίνεται αφορμή να έρθουν στην επιφάνεια πτυχές του ψυχισμού της.
Είναι μια ταινία που προκαλεί, ανατρέπει (τις προσδοκίες του θεατή), εκπλήσσει (συνεχώς και με όλο και μεγαλύτερη ένταση). Είναι ταυτόχρονα ένα εξαιρετικό ψυχολογικό-ψυχοσεξουαλικό δράμα. Πάνω σε αυτό, ο Χάνεκε αποκαλύπτει πτυχές της ιστορίας (π.χ. όσα αναφέρονται για την πατρική φιγούρα) χρήσιμες σε όσους ενδιαφερθούν για μια ερμηνευτική προσέγγιση της ταινίας επικεντρωμένη στην ψυχοσύνθεση της πρωταγωνίστριας: την έως και σαδιστική της συμπεριφορά στους γύρω της (ακόμη και στους μαθητές-ριές της), τις μαζοχιστικής φύσης ερωτικές της επιθυμίες, εντέλει την ίδια την καταπιεσμένη σεξουαλικότητά της κι όσα αυτή επιφέρει, μακροχρόνια (όπως αποκαλύπτεται), στη συνύπαρξή της με άλλους ανθρώπους και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της.

Και χωρίς όμως μια σε βάθος ανάλυση της ψυχοσύνθεσης της πρωταγωνίστριας, το έργο επιτελεί τον ρόλο του ως μια απόλυτα σοκαριστική ταινία, με όσα συμβαίνουν καθ’ όλη τη διάρκειά της: μια θέαση αρκεί. Και σε αυτήν την απλότητα επίτευξης του στόχου του ίσως έγκειται το μεγαλείο του.
…Με άλλα λόγια κι ακολουθώντας μια θεώρηση κάπως δομιστική: «Το μόνο που υπάρχει είναι η γραφή, το αισθητικό-λογοτεχνικό γεγονός που, εκ μόνης της ύπαρξής του, ακυρώνει κάθε βούληση και νομιμοποιεί κάθε ερμηνεία». 1 Αχιλλέας Κυριακίδης, εισαγωγή στα Άπαντα τα πεζά (Α’) του Χόρχε Λουίς Μπόρχες Έτσι και σε αυτήν τη μυθοπλαστική αφήγηση της οθόνης.
Επιστρέφοντας στο αρχικό ερώτημα, η απόλαυση της προβολής της εν λόγω ταινίας εκ μέρους του θεατή είναι αμφίβολη, όσο κι αν δεν μπορεί κανείς να μη θαυμάσει την αριστοτεχνική χρωματική παλέτα του Χάνεκε με το πανταχού παρόν μπεζ χρώμα, που συνθέτει σκηνικά απλά αλλά πανέμορφα μέσα στην αρμονία τους. Κι όσο κι αν η Ιζαμπέλ Ιπέρ δεν προκαλεί τίποτα λιγότερο από δέος με την παρουσία της. Δεν χρειάζονται πολλά, φαινομενικά: ένα μόνο ψυχρό της βλέμμα. Όμως αυτό αποκτά το βάρος και την αξία του και προκαλεί τα συναισθήματα που προκαλεί μέσα από τον αξιοθαύμαστο τρόπο με τον οποίον η συγκεκριμένη ηθοποιός ερμηνεύει τον εν λόγω ρόλο (πρόκειται συνολικά για μια εξαιρετική ερμηνεία).

Όσο το ερώτημα παραμένει, κάτι άλλο είναι σίγουρο: χρειαζόμαστε κι άλλο τέτοιο σινεμά, που δεν ακολουθεί τις νόρμες, αλλά ούτε καν έχει στόχο να μας κάνει να το αγαπήσουμε ή να το απολαύσουμε (μπορούμε κάλλιστα τη συγκεκριμένη ταινία να τη μισήσουμε δικαίως), αλλά κάνει κάτι βαθύτερο· μέσα από την εκφραστική του τόλμη και συνακόλουθη μοναδικότητα, διεισδύει στις ίδιες μας τις ψυχές. Και μένει εκεί.