Η τέχνη του κινηματογράφου είναι απ’ τις επιδραστικότερες και σημαντικότερες μορφές τέχνης που έχει γεννήσει ο ανθρώπινος πολιτισμός. Τη γνωστή ρήση του Λένιν για το ότι ο κινηματογράφος στα χέρια του λαού θα μπορούσε να αναδειχθεί σε «ένα από τα δυνατότερα μέσα διαφωτισμού των μαζών» μπορούμε να την επιβεβαιώσουμε αντιστρέφοντας την εικόνα, δηλαδή αντικρίζοντας τη δύναμη της μαζικής κουλτούρας (που δεν βρίσκεται στα χέρια του λαού αλλά πολυεθνικών κολοσσών) να διαπλάθει συνειδήσεις διαπερνώντας σύνορα, ωκεανούς και ηπείρους, προς όφελος των εκάστοτε κυρίαρχων.
Τι συνέβαινε όμως μερικές δεκαετίες πριν (σχεδόν έναν αιώνα πριν), όταν η κινηματογραφική βιομηχανία έκανε τα πρώτα της βήματα; Τότε που οι κινηματογραφικές εικόνες μάγευαν τον παγκόσμιο πληθυσμό και οι κινηματογράφοι πλημμύριζαν σε πόλεις και χωριά, προκειμένου οι θεατές να αποδράσουν απ’ την σκληρή καθημερινή τους πραγματικότητα μέσα απ’ το κινηματογραφικό πανί.
Σε αυτή την εποχή μας επιστρέφει η νουβέλα του Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ και μάλιστα σε ένα φτωχό χωριό στην έρημο Ατακάμα της Χιλής του μεταπολεμικού 20ου αιώνα, όπου διαδραματίζεται η ιστορία μιας μονογονεϊκής οικογένειας, της οποίας αμφότερα τα παιδιά και ο πατέρας λατρεύουν τον κινηματογράφο αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα να τον επισκέπτονται πια όλοι μαζί. Έτσι ο πατέρας επινοεί έναν τρόπο να συνεχίσουν να απολαμβάνουν όλοι μαζί την μαγεία των ταινιών που φέρνει ο τοπικός κινηματογράφος χωρίς να χρειάζεται να πηγαίνουν. Πλέον θα πηγαίνει μόνη της η μοναχοκόρη του, η οποία θα παρακολουθεί κάθε είδους ταινίας που προβάλλει το σινεμά της περιοχής και μετά θα επιστρέφει στο σπίτι και θα την διηγείται στην υπόλοιπη οικογένεια. Μέσα από την αφήγησή της, στην οποία αποδεικνύεται ότι έχει εξαιρετικό ταλέντο χάρις στην παρατηρητικότητα της και τις θεατρικές της ικανότητες, σιγά σιγά κερδίζει το κοινό της σε τέτοιο βαθμό που η παρακολούθηση της αφήγησης της ταινίας μοιάζει πιο ευχάριστη ακόμα κι απ’ το να είχαν πάει στον κινηματογράφο.
Το «τέχνασμα» της αφήγησης ταινιών, που τελικά δεν απέχει ιδιαίτερα απ’ το να χαρακτηριστεί ως τέχνη, έχει τις ρίζες του στο παρελθόν. Μας θυμίζει ίσως τη συλλογική (φωναχτά) ανάγνωση κειμένων (συχνότερα θεολογικού περιεχομένου) σε οικογενειακό ή κοινοτικό επίπεδο, προς όφελος όσων δεν γνώριζαν ανάγνωση, ήταν ένα υπαρκτό φαινόμενο τουλάχιστον μέχρι την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, ή και την συνήθεια της συλλογικής παρακολούθησης όταν πρωτοέφτασε η τηλεόραση στις εργατικές συνοικίες, όπου οι συσκευές ήταν ακόμα πολύ ακριβές για τα δεδομένα των εργατών. Όπως και σε αυτές τις πραγματικές περιπτώσεις, έτσι και στην όχι και τόσο αναληθοφανή περίπτωση της αφηγήτριας ταινιών, το πρώιμο στάδιο της τεχνολογίας σε συνδυασμό με την ταξική θέση των συγκεκριμένων ανθρώπων τους οδηγούν σε συλλογικές μορφές διασκέδασης, οι οποίες έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον σύγχρονο ατομικιστικό τρόπο διασκέδασης που έχουμε συνηθίσει, ιδιαίτερα από τότε που μπήκαν στη ζωή μας οι διάφορες streaming υπηρεσίες.
Η ιστορία του βιβλίου του Λετελιέρ χωρίζεται σε πολλά μικρά κεφάλαια, αλλά μπορούμε να τη διακρίνουμε σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος ο συγγραφέας μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της πρωταγωνίστριάς του ξεδιπλώνει μία τρυφερή οικογενειακή ιστορία με κέντρο τον κινηματογράφο και το ταλέντο της μικρής αφηγήτριας ταινιών που αναδεικνύεται σταδιακά. Σε αντίθεση με αυτή την κυρίαρχα ευχάριστη διάθεση των πρώτων σελίδων, στο δεύτερο μέρος η ιστορία αποκτά έντονα δραματικό χαρακτήρα, ο οποίος συμβαδίζει και με τις δραματικές πολιτικές εξελίξεις της πολύπαθης Χιλής όταν δολοφονείται ο Αλιέντε και κυριαρχεί πολιτικά στη χώρα ο πραξικοπηματίας Πινοσέτ.
Συνολικότερα ο συγγραφέας επιλέγει μέσα από την προσωπική ιστορία της πρωταγωνίστριας να μιλήσει ευρύτερα για τη ζωή και την καθημερινότητα των φτωχών Χιλιανών της ερήμου Ατακάμα, για τις ταξικές διαιρέσεις της περιοχής, αλλά και για το προδιαγεγραμμένο μέλλον των παιδιών των εργατών, που δεν είχαν καμία ελπίδα ότι θα ξεφύγουν απ’ τον βούρκο της ταξικής εκμετάλλευσης. Η ματιά του συγγραφέα είναι αποτέλεσμα και προσωπικών του εμπειριών απ’ τη σκληρή εργασία στη μεταπολεμική Χιλή, την οποία μεταφέρει στα έργα του μιλώντας τρυφερά για τους δικούς του ανθρώπους, την χιλιανή εργατική τάξη. Αυτή την ταξική πολιτική ματιά της χιλιανής πραγματικότητας και ιδιαίτερα την καθημερινή ζωή της εργατικής τάξης στην περιοχή της ερήμου Ατακάμα διαφωτίζει ακόμη περισσότερο το επίμετρο του Πάμπλο Νερούδα, που είναι ένα απόσπασμα απ’ την αυτοβιογραφία του μεγάλου Λατινοαμερικάνου ποιητή, το οποίο επέλεξαν πολύ εύστοχα να συμπεριλάβουν στο τέλος του βιβλίου οι επιμελητές της έκδοσης.
Όμως πέρα από την εύστοχη επιλογή του επιμέτρου, η Αφηγήτρια Ταινιών πρόκειται για μία πολύ προσεγμένη και αξιόλογη έκδοση και σε αυτό έχει συμβάλλει καθοριστικά η μετάφραση της Λένας Φραγκοπούλου, η οποία έχει μεταφράσει και την Άγρια Ερημιά του Χεσούς Καρράσκο. Είναι προφανές ότι η μετάφραση είναι καλοδουλεμένη και ιδιαίτερα προσεγμένη κι αυτό μπορούμε να το αντιληφθούμε τόσο απ’ την πολύ ευχάριστη και χωρίς εμπόδια και ενοχλήσεις ροή της ανάγνωσης, όσο κι απ’ τις λεπτομέρειες, όπως είναι η εύστοχη μεταφορά κάποιων λογοπαιγνίων του πρωτότυπου κειμένου, τα οποία με πολύ εφευρετικό τρόπο αποδίδει στα ελληνικά, καταφέρνοντας να μην ξενίζει σε κανένα σημείο τον αναγνώστη.
Το έργο του Λετελιέρ μπορεί να κυκλοφόρησε μόλις πριν λίγους μήνες, αλλά αμέσως ξεχώρισε εξαντλώντας την πρώτη της έκδοση μέσα σε λίγες εβδομάδες, αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά την εξαιρετική δουλειά την οποία κάνουν οι εκδόσεις Αντίποδες, που έχουν καταφέρει μέσα από τις εξαιρετικές επιλογές τους από την ξενόγλωσση αλλά και την ελληνική λογοτεχνία να εκδίδουν βιβλία εκδοτικά φαινόμενα όπως το Γκιακ, αλλά και να μεταφέρουν στην ελληνική γλώσσα διαμάντια της σύγχρονης ευρωπαϊκής και παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως είναι το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (και η πρόσφατη συνέχειά του Ιστορία της Βίας) απ’ τον Γάλλο πρωτοεμφανιζόμενο (αλλά ιδιαίτερα ταλαντούχο) συγγραφέα Εντουάρ Λουί. Σε αυτά και άλλα πολλά ιδιαίτερα και πολύτιμα βιβλία με την πολύ ξεχωριστή εξωτερική μορφή (που αποτελεί σήμα κατατεθέν του εκδοτικού οίκου) έρχεται να προστεθεί και η Αφηγήτρια Ταινιών, η οποία μάλιστα μεταφέρθηκε πρόσφατα και σε θεατρική παράσταση στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου. Το θεατρικό του ανέβασμα ήταν μία κίνηση αρκετά έξυπνη, αφού το έργο του Λετελιέρ αποτελεί ένα πολύ ζωντανό κείμενο με έντονη θεατρικότητα, που αποδεικνύει ότι μπορεί να ξεχωρίσει σε πλείονες καλλιτεχνικές μορφές.
Πάντως, επιστρέφοντας στην πρωτότυπη γραπτή μορφή του έργου, πρόκειται για μία ιδιαίτερα ευχάριστη έκδοση, η όποια χάρις και στο μικρό της μέγεθος διαβάζεται πολύ ευχάριστα μέσα σε ένα απόγευμα. Όταν τελειώσει η ιστορία ο αναγνώστης θα έχει γνωρίσει έναν διαφορετικό τρόπο διήγησης ιστοριών, όπου σημασία δεν έχει τόσο η εξέλιξη, η αρχή ή το τέλος, αλλά μόνο η ίδια η ιστορία. Γιατί όπως μαθαίνει και η πρωταγωνίστρια μέσα από τη δραστηριότητά της:
“Σε όλους τους ανθρώπους αρέσουν οι ιστορίες. Θέλουν να ξεφύγουν για λίγο από την πραγματικότητα και να ζήσουν εκείνους τους φανταστικούς κόσμους των ταινιών, των ραδιοφωνικών σειρών, των μυθιστορημάτων. Τους αρέσει μέχρι και ψέματα να τους λένε, αν αυτά τα ψέματα είναι καλοειπωμένα.”