Το American Gods επέστρεψε με τη δεύτερη σεζόν του μετά από αρκετό καιρό λόγω καθυστερήσεων στην παραγωγή. Βλέπετε, ο αρχικός οραματιστής της σειράς, στον οποίον οφείλεται το ακραίο στιλιζάρισμα της και οι αργοί ρυθμοί αφήγησης, απαιτούσε την αισθητή αύξηση του προϋπολογισμού ανά επεισόδιο κάτι το οποίο δεν δέχθηκε το κανάλι, οπότε σπάσανε τη συνεργασία τους. Οι διαφωνίες συνεχίστηκαν όμως και με τον επόμενο showrunner, τον Jesse Alexander (Lost, Code Alias), ο οποίος θα αναλάμβανε τα ηνία της σειράς παρέα με τον Neil Gaiman, με αποτέλεσμα η τύχη της σεζόν να βρίσκεται στα χέρια του διευθυντής παραγωγής Chris Byrne και της line producer Lisa Kussner. Οι αναταραχές στην παραγωγή της σειράς συνεχίστηκαν με την παραίτηση σημαντικών ηθοποιών (περισσότερα σε λίγο), ενώ φήμες θέλουν τους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάζουν στο μεγαλύτερο μέρος της σειράς.
Με μια πρώτη ματιά, η σειρά φαινομενικά διατηρεί όλα εκείνα τα στοιχεία που είτε λάτρεψαν, είτε μίσησαν οι θεατές της πρώτης σεζόν (πολλές φορές αυτά τα στοιχεία ήταν ακριβώς τα ίδια). Κάθε πλάνο παραμένει ένας ύμνος στο στιλιζάρισμα, ενώ η αφήγηση διατηρεί τον εξαιρετικά αργό ρυθμό που είχε υιοθετήσει απ’ την πρώτη στιγμή. Στην πραγματικότητα όμως, οι τριγμοί απ’ τις παρασκηνιακές περιπέτειες αρχίζουν να αχνοφαίνονται. Η αισθητική προσέγγιση βγαίνει σχετικά αλώβητη, αφού μια αλλαγή προσέγγισης θα αποτελούσε έγκλημα, δεδομένης της ιδιαιτερότητας της σειράς σε οπτικό επίπεδο. Εκείνη όμως που φαίνεται πως αντιμετωπίζει προβλήματα είναι η αφήγηση, η οποία κινείται σε εξαντλητικά αργούς ρυθμούς. Η διαφορά όμως με την πρώτη σεζόν είναι ότι τότε, η αργή, σχεδόν τελετουργική αφήγηση είχε ως σκοπό τη δημιουργία δέους, όσο εισήγαγε τους θεατές στον κόσμο των θεών. Τώρα, φαίνεται να κρατά στάσιμη την αφήγηση δίχως κάποιον πραγματικό στόχο.
Ερμηνευτικά, ο έμπειρος Ian McShane (Deadwood, Hellboy) παραμένει σταθερή εγγύηση, παρ’ ότι τα τελευταία χρόνια ερμηνεύει πάνω κάτω τον ίδιο χαρακτήρα, σημαντική αναβάθμιση έχει λάβει η Emily Browning, η αναστημένη πρώην σύζυγος του Shadow, όπου αναγκάζεται να περνάει αρκετό χρόνο με τον Pablo Schreiber, με τη μεταξύ τους χημεία να μας χαρίζει μερικές απολαυστικές στιγμές. Ο Crispin Glover(Βack to the Future, Drunken History) καλοπερνάει ως Mr. World, αποτελώντας την ιδανική προσωποποίηση της παγκοσμιοποίησης, αλλά εκείνος που φαίνεται να δυσκολεύεται στη νέα περίοδο της σειράς είναι ο πρωταγωνιστής της. Ο Ricky Whittle ως Shadow μοιάζει ακόμα πιο χαμένος απ’ τη πρώτη σεζόν (τότε ήταν δικαιολογημένος λόγω πλοκής), με την μόνη ελπίδα να είναι το σενάριο να του δώσει λίγο περισσότερο υλικό να εμβαθύνει στον χαρακτήρα του.
Η απόφαση της πάντα υπέροχης και επιβλητικής Gillian Anderson (X files, The Crown) να αφήσει τη σειρά ήταν ίσως η μεγαλύτερη, άμεσα εμφανής απώλεια των παρασκηνιακών παρατράγουδων, με τη σειρά να αντικαθιστά τον χαρακτήρα της (Media) με τη New Media, σε μια σχετικά έξυπνη κίνηση εκ μέρους των δημιουργών, αφού εκσυγχρονίζουν ακόμα περισσότερο την ιδέα των Media. Δυστυχώς, περισσότερα προβλήματα δημιουργεί η απουσία της Kristin Chenoweth (Pushinh Daisies), που ερμήνευσε την Easter, έναν χαρακτήρα κλειδί της πρώτης σεζόν, η οποία ουσιαστικά έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κλιμάκωση της πρώτης σεζόν, παίρνοντας τη σημαντική απόφαση να πολεμήσει στο πλευρό των παλιών θεοτήτων. Το αποτέλεσμα είναι η αρχή της δεύτερης σεζόν να την έχει εξαφανίσει με αμήχανο -off screen- τρόπο.
Και όλα αυτά ενώ η πρώτη σεζόν του American Gods είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος της χτίζοντας, μέσα από μια πλοκή αργή σαν ιεροτελεστία, τους χαρακτήρες της. Οι δημιουργοί της Bryan Fuller (Pushing Daisies, Heroes) και Michael Green αλλά και ο σκηνοθέτης του πρώτου επεισοδίου (που παραδοσιακά δίνει τον τόνο της σειράς) David Slade ( Bandersnatch. 30 Days of Night) είχαν ουσιαστικά καταφέρει να προσομοιώσουν το συναίσθημα της θρησκευτικής μυσταγωγίας μέσα από το βαρύ στυλιζάρισμα της παραγωγής, αλλά μη μένοντας μόνο σε αυτό. Όλη η αίσθηση είχε μια πολύ στρωτή μοντέρνα αισθητική, δίνοντας έτσι στο συνήθως ονειροπόλο και κάποιες φορές διδακτίζοντα λόγο του Gaiman μια σκληρή, ασφάλτινη σχεδόν ρεαλιστικότητα. Ναι ήταν θεοί αυτοί για τους οποίους μιλούσε, όμως η αύρα, τα πάθη και ο πόνος τους ήταν ξεκάθαρα ανθρώπινα.
Η αναστροφή μάλιστα του κατόπτρου, με τους θεούς να είναι δημιουργήματα των ανθρώπων ως η προσωποποίηση των συλλογικών ασυναίσθητων επιθυμιών, οι Μεγάλοι Άλλοι δηλαδή των θέλω μας και η ιδέα του διαχωρισμού του ανά εποχή, έδινε στο όλο εγχείρημα μια ιδεολογική μορφή και μάλιστα με όλη του την πολυπλοκότητα, δίνοντας δηλαδή σε έναν θεό όπως τον Ιησού πολλά πρόσωπα, γιατί για κανέναν δε σημαίνει το ίδιο. Το παρελθόν πολεμά το παρόν, με το πρώτο να μας θέλγει με την επική του διάσταση και το δεύτερο να μας απωθεί με την εμμονή του για έλεγχο, ανεπαίσθητο αλλά και ολοκληρωτικό ταυτόχρονα. Από την άλλη βέβαια η σειρά (και ο Gaiman) δε μας δίνει εύκολα δίπολα καλού κακού, καθώς το παρελθόν πολύ συχνά παρουσιάζεται άκαμπτο και αιματοβαμμένο, ενώ το παρόν έχει τις ευκολίες που έχουμε συνηθίσει.
Έτσι στην πρώτη σεζόν είχαμε ερωτικές θυσίες, αλλά και αντιρατσιστικές εξεγέρσεις, με το ανατριχιαστικό «Αngry is good. Angry gets shit done» του Orlando Jones ( Evolution, Time Machine). Eίχαμε γοητευτικά ιρλανδικά στοιχεία αλλά και απάνθρωπες εκτελέσεις λαθρομεταναστών. Είχαμε παλιούς θεούς και νέους σε ένα καζάνι εθνικοτήτων που βρίσκουν νέες μορφές και τρόπους να συνυπάρξουν μέσα από συγκρούσεις ή να συγκρουστούν μέσα από γειτνιάσεις. Είχαμε, με λίγα λόγια αυτό που συνιστά το μεγάλο, ιδεολογικό μοτίβο της Αμερικής το οποίο μας δόθηκε όχι από την κεντρική πλοκή της σειράς, αλλά από τις παρεκβάσεις της.
Αυτός ήταν και ο λόγος που η πρώτη σεζόν της σειράς αγαπήθηκε (η αντιπαθήθηκε, ανάλογα ποιον θα ρωτήσετε). Και αυτός ήταν ο λόγος που η δεύτερη σεζόν τελικά δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει: γιατί μέσα στις τεχνικές διαφωνίες χάθηκε ο χαρακτήρας της σειράς, όπου το στιλιζάρισμα ήταν το μέσο και όχι ο σκοπός, το αργός ρυθμός ήταν ένα ταξίδι από μόνος του και όχι απλή αμηχανία, οι ερμηνείες κομμάτια ενός όλους και όχι νησιά παρηγοριάς σε μια θάλασσα κενού.