Ο Κλάιβ Λίνλεϋ και ο Βέρνον Χαλλιντέυ είναι παλιοί φίλοι, πρώην εραστές και οι δύο της περίφημης Μόλλυ Λέιν, μιας γυναίκας των κοσμικών κύκλων της Βρετανίας, που πάντα ακτινοβολούσε σπιρτάδα και ζωντάνια. Έζησαν και οι δύο μερικά κομμάτια της νιότης τους κάτω από τη δορυφορική λάμψη της Μόλλυ, η οποία κατείχε πάντα περίοπτη θέση στο μυαλό τους, αυτήν του άπιαστου και του φευγάτου. Γι’ αυτό και σοκάρονται τόσο όταν μαθαίνουν για την εκφυλιστική ασθένεια πουτης στέρησε τη μνήμη, τις σωματικές λειτουργίες της, και εν τέλει τη ζωή της. Στην κηδεία της Μόλλυ, ο Κλάιβ και ο Βέρνον ξανασυναντιούνται και αναλογίζονται τη φρίκη της σταδιακής εξασθένησης των σωματικών και νοητικών λειτουργιών, με αναπόφευκτη κατεύθυνση τον θάνατο. Και έτσι βρίσκουν μια οδό διαφυγής από την καθοδική αυτή πορεία, συνάπτοντας μεταξύ τους μια σκιώδη, αμφιλεγόμενη συμφωνία.
Ο πολυγραφότατος Βρετανός Ian McEwan, σε αυτό εδώ το σύντομο σε έκταση μυθιστόρημα που απέσπασε το βραβείο Booker το 1998 και επανεκδόθηκε τώρα από τις εκδόσεις Πατάκη στην αριστουργηματική μετάφραση του Γιώργου – Ίκαρου Μπαμπασάκη, στήνει τους ήρωές του, σαν μαριονέτες σε ένα ενδελεχώς σχεδιασμένο κουκλοθέατρο, και τους φέρνει αντιμέτωπους με μια σειρά από πολύπλοκα ηθικά διλήμματα. Ο Κλάιβ και ο Βέρνον του, ένας διεθνούς φήμης συνθέτης με διογκωμένο εγώ και αισθημα μεγαλείου, και ένας μηχανορράφος διευθυντής εφημερίδας που δεν θα σταματήσει πουθενά προκειμένου να συντρίψει τους πολιτικούς εχθρούς του, αντικρίζουν καταπρόσωπο και αντιμάχονται διαρκώς με συνειδησιακές συγκρούσεις, με την ιεράρχηση των ηθικών προτεραιοτήτων και καθηκόντων τους και με την πάλη μεταξύ του ατομικού τους συμφέροντος και του δημόσιου, κοινού καλού. Ξανά και ξανά θα αποδεικνύουν το ατελές της ανθρώπινης φύσης, οδεύοντας νομοτελειακά προς το αμοραλιστικό τέλος (τους), ενώ στο φόντο δεσπόζει μια κοινωνία ατομικιστική, αριβιστική και διεφθαρμένη ως το κόκαλο.
Ο McEwan γράφει αποστασιοποιημένα, ψυχρά και κυνικά και δημιουργεί χαρακτήρες εγγενώς αντιπαθείς, με τους οποίους δεν μας επιτρέπει να συνδεθούμε και να νοιαστούμε για τη μοίρα τους, ίσως όμως ηθελημένα, καθώς τους χρησιμοποιεί απλά ως οχήματα για να θέσει τα ηθικά, πολιτικά και κοινωνιολογικά ερωτήματά του: πού τελειώνει το δημοσιογραφικό χρέος και αρχίζει ο λίβελλος, ο κιτρινισμός και η λασπολογία; Είναι θεμιτή η παραβίαση της ιδιωτικότητας, εάν ο απώτερος σκοπός είναι η έγκληση πολιτικών προσώπων για την αναντιστοιχία μεταξύ των δημόσια εκφρασμένων πεποιθήσεών τους και της προσωπικής τους ζωής; Μέχρι πού μπορείς να φτάσεις για να αποδομήσεις τη ρητορική μίσους του πολιτικού σου αντιπάλου, προτού ενσωματώσεις αυτήν ακριβώς τη ρητορική στις δικές σου πράξεις; Τι είναι διατεθειμένη να συγχωρέσει η κοινωνία στους καλλιτέχνες για το καλό της τέχνης τους, πού τελειώνουν οι υποχρεώσεις τους ως απλοί πολίτες και αρχίζουν τα καθήκοντά τους ως πνευματικοί ταγοί; Μέχρι ποιό βαθμό είναι κινητήριος δύναμη πίσω από τις πράξεις των ανδρών η τοξική αρρενωπότητα, η ερωτική αντιζηλία και η ανταγωνιστικότητα, ακόμα και όταν ενεργούν υπό τις θεσμικές τους ιδιότητες;
Ο McEwan στηλιτεύει ανελέητα τη βρετανική υψηλή κοινωνία, τους κύκλους των διανοουμένων, δημοσιογράφων και καλλιτεχνών, αλλά και τον πολιτικό στίβο, σε μια καυστική σάτιρα – ηθογράφημα της Βρετανίας των τελών του 20ου αιώνα. Αποδεικνύει δε για άλλη μια φορά ότι είναι ένας δεξιοτέχνης της γραφής, σε ένα βιβλίο με περίτεχνο, μακροπερίοδο λόγο, εκλεπτυσμένο λεξιλόγιο και φινιρισμένα εκφραστικά μέσα, με προοικονομίες της αφήγησης και απαντήσεις σε προηγουμένως εγερθέντα ερωτήματα να τοποθετούνται, στρατηγικά και με σαρδόνια αίσθηση του χιούμορ, σε επιλεγμένα σημεία των σελίδων του.
Το πρόβλημα εδώ είναι πως ο συγγραφέας δεν καθιστά απόλυτα σαφή την πρόθεσή του και την κατεύθυνση που θέλει να πάρει, τόσο από άποψη πλοκής όσο και ύφους: το «Άμστερνταμ»ξεκινά ως μια κραυγή υπαρξιακής αγωνίας απέναντι στο αναπόδραστο της πνευματικής και σωματικής φθοράς και του θανάτου, συνεχίζει ως αγωνιώδες πολιτικό θρίλερ και κυνική μαύρη κωμωδία, και στο ενδιάμεσο παρεισφρέει και η ηθική προβληματική της ιατρικά υποβοηθούμενης ευθανασίας. Το αποτέλεσμα είναι ένα μυθιστόρημα ατελές και άνισο, μακριά από τη σφιχτή δομή που αποτελεί τον κανόνα των υπόλοιπων έργων του McEwan, που διστάζει να βαδίσει σε ένα ξεκάθαρο αφηγηματικό μονοπάτι και καταλήγει συχνά να αφήνει τον αναγνώστη μουδιασμένο και αποπροσανατολισμένο.
Παρ’ όλα αυτά, δεν παύει να είναι ένα ευφυές, σύντομο βιβλίο για τη φιλία και την υποκρισία, την προδοσία και την εκδίκηση, για την επίφαση καθωσπρεπισμού και αστικής ευγένειας κάτω από την οποία δεσπόζει όλη η ρυπαρότητα μιας χώρας, μιας κοινωνίας και μιας ανθρωπότητας σε σήψη. Σίγουρα όχι το αποκορύφωμα της συγγραφικής καριέρας του McEwan, αλλά μια αξιόλογη προσθήκη σε αυτήν.