Ο κόσμος των αόρατων πόλεων του Καλβίνο μπορεί να φαντάζει μακρινός. Ίσως συμπαντικός, στη σφαίρα της φαντασίας, όπου ανθρώπινο μάτι δεν μπορεί να εισβάλλει. Πράγματι, το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα παραμύθι για μεγάλους το οποίο αποκαλύπτει στον αναγνώστη όνειρα, ενδόμυχες φαντασιώσεις, φόβους και τέρατα και εν τέλει… τον ίδιο του τον εαυτό. Γι’ αυτό, λοιπόν, «Οι αόρατες πόλεις» δεν είναι απλώς ένα προϊόν φαντασίας ενός ανθρώπου δεξιοτέχνη της γλώσσας, αλλά είναι η όψη της πραγματικότητας καθρεφτισμένη στη λίμνη του σήμερα, του χθες και του μετά.
«Τι είναι, όμως, σήμερα η πόλη για μας;» διερωτάται ο συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου. «Σκέφτομαι ότι έγραψα κάτι σαν τελευταίο ποίημα αγάπης για τις πόλεις, τη στιγμή που γίνεται όλο και πιο δύσκολο να τις ζήσουμε. (…) Το βιβλίο μου ανοίγει και κλείνει με εικόνες ευτυχισμένων πόλεων που συνεχώς αλλάζουν σχήμα και χάνονται, κρυμμένες μέσα σε δυστυχισμένες πόλεις». Αποτελούν, δηλαδή, αυτές οι πόλεις ίσως το κέντρο, τη χαμένη ουσία των σημερινών γκρίζων μεγαλουπόλεων, ουσία που έχει καταπατηθεί από τα μπετά, όπως η ευτυχία από τη δυστυχία. Η αφήγηση του Καλβίνο στοχεύει στο να περιγράψει όχι μόνο τα ορατά μέρη τα οποία απαρτίζουν μια πόλη αλλά και όλα όσα απαρτίζουν τις πόλεις και είναι αόρατα: τις συνήθειες και τα έθιμα των κατοίκων τους. «Ίσως να πλησιάζουμε σε μια στιγμή κρίσης της αστικής ζωής και «Οι αόρατες πόλεις» να είναι ένα όνειρο που γεννιέται από την καρδιά των αόρατων πόλεων. (…) Η κρίση της πολύ μεγάλης πόλης είναι η άλλη όψη της κρίσης της φύσης», γράφει ο Καλβίνο.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε μια ισορροπία της αχρονικής με τη σύγχρονη ιδέα της πόλης. Κάθε άνθρωπος αναγνωρίζει στις περιγραφές του συγγραφέα τη δική του Iδέα. Η ιδεατή αυτή Πόλη περιέχει τα πάντα, ακόμη και τρομερές δομικές αντιθέσεις. Έχει πολλαπλές ψυχές και είναι αιώνια. Αυτό το αιώνιο και ακίνητο στην πόλη προσπαθούν να συλλάβουν και οι ποιητές. Στο ποίημα «ο Κύκνος», από την ποιητική συλλογή «Τα άνθη του κακού» του Σαρλ Μπωντλαίρ ο ποιητής ψάχνει το αγαπημένο του αιώνιο Παρίσι ανάμεσα στα μπετά και τα σύγχρονα αστικά κτίσματα. Νιώθει αιχμάλωτος κύκνος, δούλος, ορφανό. Η Ανδρομάχη είναι η ταλαιπωρημένη ομορφιά του Παρισιού του. Η πραγματικότητα, όμως, δεν αλλοιώνει τη δική του παριζιάνικη εικόνα. Οι αναμνήσεις είναι πιο βαριές από τις πέτρες.
Όσον αφορά την πλοκή του έργου, δύο είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές. Ο πρώτος είναι ο Κουμπλάι Χαν ή αλλιώς Μεγάλος Χαν, αυτοκράτορας της Κίνας και ο δεύτερος ο Βενετός εξερευνητής και ταξιδευτής Μάρκο Πόλο. Ο μελαγχολικός αυτοκράτορας κατάλαβε ότι τα εδάφη που εξουσιάζει δεν έχουν σημασία αν δεν γνωρίζει ο ίδιος τους ανθρώπους που τα κατοικούν. Έτσι ο νεαρός κι ενθουσιώδης Μάρκο αναλαμβάνει να ταξιδέψει στην αυτοκρατορία και να εξιστορήσει στον αυτοκράτορα ό, τι έχει δει, 55, δηλαδή, στο σύνολο πόλεις.
Ο Καλβίνο χωρίζει τις 55 πόλεις σε 11 κατηγορίες (5 πόλεις σε κάθε κατηγορία). Οι κατηγορίες είναι οι εξής: Οι πόλεις και η μνήμη, Οι πόλεις και η επιθυμία, Οι πόλεις και τα σημάδια, Οι λεπτές πόλεις, Οι πόλεις και οι ανταλλαγές, Οι πόλεις και τα μάτια, Οι πόλεις και το όνομα, Οι πόλεις και οι νεκροί, Οι πόλεις και ο ουρανός, Οι συνεχόμενες πόλεις, Οι κρυφές πόλεις. Κάθε κατηγορία αποτελεί ένα στοιχείο της έννοιας της πόλης και αλληλοσυμπληρώνονται. Για παράδειγμα, η πόλη έχει μνήμη. Η μνήμη, είναι ήδη μια επιθυμία, ενώ η επιθυμία έχει γίνει ήδη μνήμη. Ακόμη, πίσω από τα ονόματα υπάρχει κάτι το αόρατο, η αόρατη αντίθεσή τους. Ερευνώντας τις πόλεις της μνήμης, η έννοια της λήθης υποβόσκει. Το ίδιο και με την επιθυμία, όπου ο παράγοντας του ασυνείδητου είναι καθοριστικός. Ο συγγραφέας καταφέρνει μέσα από την κάθε κατηγορία να εξάγει ένα στοιχείο που συμπληρώνει το παζλ της έννοιας «πόλη».
Η πόλις είναι γένους θηλυκού για τον Ίταλο Καλβίνο. Το γυναικείο σώμα με τις καμπύλες, τις ανηφόρες και κατηφόρες και τους καλλίγραμμους όγκους είναι το ιδανικό ώστε να φανταστεί και να πλάσει επάνω του τοπία και ιστορίες. Μην ξεχνάμε, βέβαια, πως η αφήγηση των ονειρικών πόλεων ίσως πρόκειται πράγματι για μια ονειροπόληση. Η πόλη της Ζοβεΐδας χτίστηκε προς χάριν ενός ονείρου και μιας όμορφης γυναίκας. Η πόλη είναι όμοια με αντρικό όνειρο. Ο Καλβίνο μέσω του Μάρκο Πόλο κυνηγά πόλεις-όνειρα, φαντασιώσεις, γυναίκες. «Να βρεις την πόλη», λέει ο Μεγάλος Χαν στον Μάρκο, «και πες μου αν το όνειρο αντιστοιχεί στην πραγματικότητα».
Η αναζήτηση της πόλης της Επαγγελίας είναι μάταιη κατά τον Κουμπλάι Χαν. «Όλα είναι μάταια αν το τελευταίο αραξοβόλι δεν μπορεί παρά να είναι η πόλη της κόλασης», αναφέρει στο τέλος του βιβλίου. Ο Μάρκο Πόλο απαντά πως η κόλαση δεν αφορά το μέλλον, αλλά το παρόν, είναι ήδη εδώ και υπάρχουν δύο τρόποι για να μην υποφέρουμε: ο εύκολος και δημοφιλής είναι να αποδεχτούμε την κόλαση, να γίνουμε μέρος της και στο τέλος να μην την αναγνωρίζουμε καν. Ο δεύτερος τρόπος είναι επικίνδυνος και προϋποθέτει μάθηση: να αναγνωρίζουμε ποιος και τι μέσα στην κόλαση δεν είναι κόλαση. Να του δίνουμε διάρκεια και χώρο.Οι περισσότεροι μελετητές υποστήριξαν πως αυτό το τελευταίο κομμάτι του βιβλίου αποτελεί και το «ηθικό δίδαγμα», την «κατακλείδα». Ωστόσο, ο Ίταλο Καλβίνο σημειώνει πως «αυτό είναι ένα βιβλίο φτιαγμένο σαν τα πολύεδρα, και από κατακλείδες έχει άφθονες και παντού».
Οι αόρατες πόλεις υπάρχουν στη σφαίρα της φαντασίας, ενώ, συχνά ξεφεύγουν και ανακατεύονται με τις παροντικές, δικές μας πόλεις. Ίσως, όμως, εάν κοντοσταθούμε στον δρόμο και αφουγκραστούμε τον ήχο της πόλης να τις ακούσουμε κρυμμένες εκεί δίπλα μας να ανασαίνουν δειλά. Εάν κάνουμε λίγη υπομονή ίσως να γίνουν και ορατές.