Δύσκολα συναντά κανείς πλέον ένα βιβλίο που σε γραπώνει και κυρίως, σε ξαφνιάζει. Η Αμερικανίδα Rita Bullwinkel καταφέρνει και τα δύο με τη συλλογή διηγημάτων «Ανάσκελα» (Belly up ο πρωτότυπος τίτλος, στα ελληνικά από τις εκδόσεις Χαραμάδα σε μετάφραση της Μαρίας Χρίστου και του Νεκτάριου Λαμπρόπουλου).
Τα 17 διηγήματα που αποτελούν τη συλλογή είναι ουσιαστικά 17 έργα από μύες μελανιασμένους και αρτηρίες μαύρες, με την έννοια ότι η ανατριχιαστική τους ατμόσφαιρα έχει ως κύρια πηγή το σώμα και όχι απλά τις σκέψεις για αυτό. Οι χαρακτήρες των σύντομων ιστοριών, γυναίκες που ονειρεύονται πως είναι άρπες, κορίτσια που ονειρεύονται πως είναι φυτά ενώ συλλογίζονται τον καννιβαλισμό ή ακόμα και μελλοντικά φαντάσματα που περιμένουν ένα καλό γεύμα από κοτόπουλο, τελικά αποτελούν υποκείμενα (και την ίδια στιγμή αντικείμενο) μιας συζήτησης που τέμνει το βιβλίο οριζόντια, ενοποιώντας το: μια κουβέντα για το δύσκολο θέμα της σωματικότητας. Καθένα από τα 17 διηγήματα είναι μια διαφορετική, πικρή συζήτηση με αυτό στον πυρήνα της, που που την ίδια στιγμή διακλαδώνεται και σε δεκάδες άλλα θέματα.
Η Bullwinkel θέτει λογοτεχνικά αυτό το ζήτημα σε ένα (δυτικό/ χριστιανικό έστω και ασυναίσθητα ή άθελα του ) κοινό, το οποίο έχει διαποτιστεί από τον πλατωνικό δυισμό που ξεχωρίζει το σώμα από το πνεύμα, ορίζοντας το πρώτο ως μιαρό και το δεύτερο ως την ανώτερη και κύρια ανθρώπινη δραστηριότητα. Ακόμα και ο σύγχρονος τρόπος ζωής, μόνο εν σπέρματί αποδέχεται το σώμα ως κάτι παραπάνω από πεδίο κερδοφορίας, αλλά, στον ύστερο καπιταλισμό, οι εισβολές του κεφαλαίου αφήνουν σταδιακά όλο και λιγότερα κομμάτια ζωής του ανθρώπου που δεν βγαίνουν προς πώληση.
Και όμως η συγγραφέας επιμένει και θέτει το σώμα όχι ως μέρος μια άνισης εξίσωσης, αλλά ως διαλεκτικό κομμάτι της ταυτότητας μας. Το σώμα είναι εμείς (δεν έχουμε σώμα, είμαστε σώμα) και μέσα από καταβυθίσεις μέσα του, χειρουργικά, ανακαλύπτει τα φαντάσταμα, του άυλους ήχους που το (μας) κατοικούν, τις γεύσεις από περασμένους ανθρώπους, που τελικά μας διαμορφώνουν ακόμα.
Η ίδια η γραφή της Bullwinkel επικεντρώνεται σε αυτό το κομμάτι. Ανοίγει το σώμα με βία, χειρουργικά και μεταγγίζει την ενέργεια του στον τρόπο που βλέπει τον κόσμο.
Το «Ανάσκελα» δεν είναι μια λογοτεχνία θεωρητική προς χάρη της θεωρίας και μόνο, ούτε ρηχά κοινωνική. Μέσα στις σελίδες του η Bullwinkel μέσω μιας συχνά μη αφήγησης, αλλά πιο συχνά τεθλασμένης ροής, με πολλές διακλάδώσεις που δημιουργεί μια ανοικεία εικόνα του κόσμου. Μέσα από αυτήν καθίστανται ακόμα πιο ορατές οι καταπιέσεις του. Η κυριαρχία σε σώματα (ανθρώπους) άλλους είτε από ζωντανούς είτε (πιο συχνά) από ηχώ περασμένων λόγων, η καταπίεση των σωμάτων αυτών από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Διαβάζοντας κανείς ιστορίες όπως το «Άρπα», «Τα Αληθινά Ζόμπι του Θεού», το «Τι Θα Ήμουν Αν Δεν Ήμουν Αυτό που Είμαι», «Ντεκόρ», «Σκύψε το Κεφάλι» καταλαβαίνει κανείς πως ο κόσμος που διανύουμε καθημερινά χωρίς να τον σκεφτόμαστε είναι γεμάτος συμβάσεις γεμάτες τρόμο, φλέβες αξιοθαύμαστου που περιμένουν να ανοίξουν για να βάψουν τα μάτια μας. Η κυρίαρχη ιδεολογία κρύβει τέτοια παράξενα, μασκαρεύοντας τα για «φυσιολογικά», πείθοντας μας πως είναι εντάξει να υπάρχουν ναοί ανθρωποφάγους και ιστορίες για ανθρώπους που ενώ θα έπρεπε να ζουν μαζί, καταλήγουν να ζουν ο ένας μέσα στον άλλον. Η βία της γραφής της Αμερικανίδας αποκαλύπτει μια βία συστημική και την ίδια στιγμή έναν ενδιαφέροντα τρόπο που το άτομο- σώμα βλέπει τον κόσμο και τον εαυτό του μέσα σε αυτό και μέσα από αυτόν.
Το πραγματικά όμορφο στο «Aνάσκελα» είναι ότι αυτό το σκωπτικό, ειρωνικό καθρέφτισμα και η αποκάλυψη της καθημερινότητας της βίας δεν γίνεται σε κάποιον φανταστικό ό κόσμο, ούτε σε κάποια μακρινή εποχή, αλλά στο εδώ και στο τώρα. Στο σχολείο, στη δουλειά, στο σπίτι, στον έρωτα, στον θάνατο. Στις φλέβες και τα αγγεία μας.
Το φάσμα της σωματικότητας δεν αφήνει ποτέ την Bullwinkel. Αντίθετα προσπαθεί κάθε φορά να το φέρει όσο πιο κεντρικά γίνεται, να το εξερευνήσει μέχρι να το χορτάσει. Για τις ανάγκες αυτής της ενδοσκόπησης συχνά αλλάζει απότομα την οπτικής της: βλέπει τον εαυτό- σώμα της (τα περισσότερα διηγήματα είναι άλλωστε πρωτοπρόσωπη αφήσηση, παρόλο που δεν αφορούν όλα γυναίκες σε ένα βιβλίο έντονα φεμινιστικό) ως Άλλος, κάποιες φορές και ως αντικείμενο, κυριολεκτικά ή μεταφορικά προκειμένου να μπορέσει να μεταδώσει τον προβληματισμό για τη θέση του στον (συμβολικό/ κοινωνικό) χώρο.
Η στρυφνάδα και η αψύτητα της γλώσσας της Bullwinkel, την οποία διευκολύνουν τα αγγλικά με την αμφισημία και την επιπεδότητα της, θα χανόταν στα πιο λεπτομερή και ακανθώδη ελληνικά, αν δεν έπεφτε στα χέρια δύο πολύ καλών συγγραφέων. Η δουλειά της Μαρίας Χρίστου και του Νεκτάριου Λαμπρόπουλου σίγουρα αξίζει μια ειδική μνεία.
Το ντεμπούτο αυτό της Bullwinkel κέρδισε το 2018 το Believer Book Award στην κατηγορία της μυθοπλασίας. Μπορούμε σίγουρα να πούμε πως η επιλογή δεν ήταν τυχαία. Αντίθετα αποτελεί ένα από τα πιο δυνατά βιβλία της χρονιάς (τότε και τώρα και ίσως για καιρό ακόμα).