Σχετικά αφανής στη χώρα μας, όντας αμετάφραστος έως τώρα, ο Γουίλιαμ Μάξγουελ διατέλεσε λογοτεχνικός επιμελητής του έγκριτου New Yorker, απο το 1936 έως το 1975, υπεύθυνος για την επιμέλεια και τη δημοσίευση έργων μερικών από τους σημαντικότερους Αμερικανούς μυθιστοριογράφους και διηγηματογράφους της γενιάς του, όπως μεταξύ πολλών άλλων ο Σάλιντζερ, ο Άπνταϊκ, ο Ναμπόκοφ και ο Σίνγκερ. Είχε φροντίσει, όμως, να καταθέσει και ο ίδιος το δικό του μερίδιο στην κληρονομιά του Μεγάλου Αμερικανικού Μυθιστορήματος, με το, μικρό βέβαια σε έκταση, αριστούργημά του, «Αντίο Tώρα, Tα λέμε Aύριο», που εκδόθηκε το 1980, όταν εκείνος βρισκόταν πια στην ηλικία των 72 ετών, βραβεύθηκε με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ το 1982, και πλέον μεταφράστηκε και στα ελληνικά από τον Παναγιώτη Κεχαγιά, για τις εκδόσεις Gutenberg και την, προσεγμένη στις επιλογές της, σειρά Aldina τους.
Ο Μάξγουελ ανήκει στην ευρεία εκείνη οικογένεια συγγραφέων που γράφουν αυτοβιογραφικά, εν είδει απομνημονευμάτων, που αντλούν από την προσωπική τους εμπειρία, από το οικείο σε αυτούς τραύμα και πόνο, για να το μετουσιώσουν σε Τέχνη του υψηλότερου επιπέδου. Είναι το είδος του συγγραφέα που μιλά για κάτι βαθιά προσωπικό και ιδιωτικό, και κατορθώνει να το καταστήσει οικουμενικό, ένα κοινό κτήμα ανθρώπινου πόνου.
Ο αφηγητής, alter ego του ίδιου του Μάξγουελ, ανατρέχει στα «άγουρα χρόνια» της παιδικής του ηλικίας στο Λίνκολν του Ιλινόι, χρόνια που του επιφυλάσσουν όμως μια απότομη ενηλικίωση: χάνει τη μητέρα του από τη γρίπη του 1918 στην τρυφερή ηλικία των 10 ετών, και η ζωή του, αυτό που βίωνε μέχρι τότε ως κανονικότητα, μεταβάλλεται άρδην. Στον απόηχο της απώλειάς του, που σηματοδοτεί και τον χαμό της αθωότητας και της παιδικής του ηλικίας, ο αφηγητής γνωρίζει τον Κλίτους Σμιθ, ένα εξίσου μοναχικό, χαμένο παιδί, μια φιγούρα που έμελλε να τον σημαδέψει για το υπόλοιπο της ζωής του. Συναντιούνται στην οικοδομή του υπό κατασκευή νέου σπιτιού του αφηγητή, περπατούν μαζί, σιωπηλά, πάνω σε οριζόντιες τάβλες, ταλαντεύονται ακροβατώντας πάνω από τα χαλάσματα της παρελθούσας ευτυχίας τους. Μέχρι που ο αφηγητής θα κάνει ένα ολέθριο λάθος, το οποίο είναι και αυτό που θα τον αναγκάσει, ηλικιωμένο πια, να επιστρέψει στη βάσανο των αναμνήσεων εκείνης της εποχής, και στην ανασύσταση της ιστορίας του Κλίτους, ως ύστατη προσπάθεια συγχώρεσης και συμφιλίωσής του με τους προσωπικούς δαίμονες που τον βασανίζουν όλα αυτά τα χρόνια, τις ίδιες του τις τύψεις και ενοχές.
Μέσα από την επάλληλη αφήγηση των ιστοριών των δύο αγοριών, ο Μάξγουελ συνθέτει ένα πιστό πορτραίτο της ανθρώπινης οδύνης, πάνω στον καμβά μιας αμερικανικής επαρχιακής πόλης των αρχών της δεκαετίας του ’20. Δύο παιδιά συναντιούνται, στις πιο κρίσιμες στιγμές της μέχρι τώρα ζωής τους, και βαδίζουν παράλληλα, σαν ακροβάτες σε τεντωμένο σκοινί, πάνω από την επαπειλούμενη άβυσσο της πρόωρης ενηλικίωσης, της απώλειας αγαπημένων προσώπων, του πένθους, και της αναπόφευκτης διάλυσης της οικογενειακής εστίας, που ως τότε αποτελούσε το απάγκιο και το σημείο αναφοράς τους. Ο Μάξγουελ αναλύει με χειρουργική ακρίβεια τους διαφορετικούς τρόπους που ο καθένας μας χρησιμοποιεί για να διαχειριστεί την απώλεια και το πένθος του, τις μικρές καθημερινές τελετουργίες που λειτουργούν ως επίφαση κανονικότητας, τα ρολόγια που κουρδίζονται καθημερινά για να υπενθυμίσει ο χτύπος τους τις ώρες που περνούν, τις μέρες, τους μήνες, τον χρόνο που γιατρεύει τα πάντα, εκτός από όταν δεν το κάνει.
Ταυτόχρονα, όμως, το «Αντίο Τώρα, Τα Λέμε Αύριο» είναι και μια σπουδή πάνω στην υφή και τη βαθύτερη ουσία της μνήμης, το πώς αυτή μεταλλάσσει το παρελθόν μας στα μικρά αφηγηματικά θραύσματα που ονομάζουμε ανάμνηση, ένα κατ’ ουσίαν ψέμα, φωτισμένο υπό τα διαφορετικά χρώματα της υποκειμενικότητας. Η αφήγηση αναδεικνύεται ως το, μοναδικό ίσως, μέσο αυτοΐασης που διαθέτει ο συγγραφέας: ο αφηγητής ανακαλεί και αναπλάθει τα γεγονότα του παρελθόντος του που τον σημάδεψαν, τα λάθη που δεν διορθώθηκαν, τα τραύματα που δεν επουλώθηκαν, και τα απλώνει όλα στο χαρτί, σε κοινή θέα, σε μια ιδιότυπη, αλλά λυτρωτική, μορφή ψυχοθεραπείας.
Όμως, μερικές φορές, μια εμπειρία, ένα συναίσθημα, μια ανάμνηση, ξεφεύγει από την αποκλειστική ιδιοκτησία του κατόχου της, καθίσταται παναθρώπινη, και προστίθεται στο απέραντο ψηφιδωτό της ανθρώπινης οδύνης. Και τότε, σε αυτές τις περιπτώσεις, εχουμε να κάνουμε με ένα αληθινά σπουδαίο βιβλίο.