Σε μία συγκυρία ευνοϊκή για το λογοτεχνικό είδος του autofiction, η Ιταλίδα Βερόνικα Ράιμο εντάχθηκε σε αυτό με τον δικό της “αιρετικό” τρόπο. «Μπορούν να μας πάρουν τα πάντα εκτός από τις αναμνήσεις μας», λέει η αφηγήτρια του βιβλίου της, για να συμπληρώσει αμέσως μετά «εντάξει, αλλά ποιον ακριβώς ενδιαφέρει μία τέτοια απαλλοτρίωση;». Μία θέση αφοριστική, προκλητική και αυτό-υπονομευτική, χαρακτηρισμοί που ακολουθούν την πορεία του τελευταίου της βιβλίου με τίτλο «ας πούμε πως είμαι εγώ» που κάνει διεθνή εκδοτική πορεία λόγω της συμπερίληψής του στην μακρά λίστα του International Booker Prize και έφτασε πριν λίγο καιρό και στα καθ’ ημάς από τις πάντα αξιόπιστες εκδόσεις Δώμα σε προσεκτικά σμιλεμένη μετάφραση της Δήμητρας Δότση.
Θέμα του βιβλίου
Η Βερόνικα, πρωταγωνίστρια του βιβλίου και alter ego της Βερόνικα Ράιμο, μεγαλώνει στη Ρώμη στα ‘70s-‘80s με τον αδελφό της και δύο νευρωτικούς γονείς. Το τέταρτο βιβλίο της Ράιμο συνιστά ενός είδους αυτοβιογραφική αφήγηση της ζωής της συγγραφέως με έμφαση στις παιδικές της αναμνήσεις και τις σχέσεις που ανέπτυξε με την ευρύτερη οικογένεια και τους φίλους της τοποθετημένη στο παρόν της ενήλικης συγγραφικής ζωής της. Το ύφος της γραφής της Ράιμο είναι κωμικό, διασκεδαστικό, σαρκαστικό και διαρκώς αυτο-υπονομευτικό, γι’ αυτό και το βιβλίο της διαβάζεται πολύ ευχάριστα και απνευστί, εκπέμποντας vibes από Fleabag.
Αμφισβήτηση της αυτοβιογραφικής αφήγησης
Μολονότι, όμως, το βιβλίο κατατάσσεται κατά κανόνα στο είδος της αυτοβιογραφικής αφήγησης και συγκεκριμενα του autofiction, η ίδια αμφισβητεί αυτούς τους χαρακτηρισμούς, καθώς διατηρεί αμφιβολίες για το ίδιο το είδος της αυτοβιογραφίας. Σύμφωνα με την Ράιμο δεν μπορεί να γραφτεί αυθεντική αυτοβιογραφία, όπως εξάλλου δεν μπορεί κανείς μας να αναπαραστήσει το παρελθόν του, χωρίς να αναπλάσει κατά το δοκούν το υποκείμενο της αφήγησής του. Η διαδικασία ανακατασκευής του παρελθόντος του καθενός μας περιγράφεται στο βιβλίο ως εξής: «Οι περισσότερες αναμνήσεις μάς εγκαταλείπουν χωρίς καν να το αντιληφθούμε· κι όσο για τις υπόλοιπες, εμείς οι ίδιοι τις πετσοκόβουμε στα κρυφά, τις βγάζουμε στη γύρα, τις προωθούμε με ζήλο, εμείς γινόμαστε οι πραγματευτάδες τους, τις πουλάμε πόρτα-πόρτα, γυρεύοντας κορόιδα που θα γραφτούν συνδρομητές στην ιστορία μας. Ευκαιρία, σχεδόν τζάμπα». Κατά τον ίδιο τρόπο εξηγεί και σε συνέντευξή της στον M. Hulot για τη Lifo γιατί αντιμετωπίζει τις αυτοβιογραφίες ως έργα φαντασίας: «προσπαθώ να διατυπώσω απορίες και ερωτήματα για το αν και πώς μπορούμε να πούμε την αλήθεια για τον εαυτό μας γιατί δεν εμπιστεύομαι και πολύ την αυτοβιογραφία. Δηλαδή λέμε όσα θέλουμε να δείξουμε προς τα έξω, ανακαλούμε τις αναμνήσεις που θέλουμε, αποκαλύπτουμε αυτά που θέλουμε, τις απόψεις μας, συνήθως υπάρχει επιτήδευση, οπότε η αυτοβιογραφία είναι έργο φαντασίας». Η ίδια, πάντως, χαρακτηρίζει τελικά το έργο της «ειρωνικό autofiction».
Οι παρατηρήσεις της Ράιμο είναι εύστοχες αναφορικά με την διαδικασία ανακατασκευής των αναμνήσεων. Στη θεωρία της προφορικής ιστορίας η διαδικασία αυτή οδηγεί στη συγκρότηση ατομικών ή συλλογικών «ζωτικών μύθων», δηλαδή των αφηγήσεων που έχουν ανάγκη για την επιβίωσή τους οι κοινωνίες ή τα άτομα να φτιάξουν για να παρουσιαστούν στους άλλους, όπως εξηγεί σε συνέντευξή της στο TPP η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη. Ο ζωτικός μύθος που χτίζει η Ράιμο, όμως, δεν περιέχει τα στοιχεία τη ωραιοποίησης, όπως συμβαίνει κατά κανόνα, αλλά του αυτοσαρκασμού και της αυτο-υπονόμευσης. Το έχει παρατηρήσει εύστοχα η Δήμητρα Δότση, μεταφράστρια του βιβλίου: «αποδομεί σαρκαστικά το είδωλό της και το ανασυνθέτει, επουλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις πληγές της».
Το παιχνίδι του πρωτότυπου τίτλου
Στην ελληνική του έκδοση, το βιβλίο της Ράιμο τιτλοφορήθηκε «ας πούμε πως είμαι εγώ», φράση που έχει αντληθεί μεν από το βιβλίο, όμως δεν ταυτίζεται με τον πρωτότυπο ιταλικό τίτλο που είναι «niente di vero». Πρόκειται για ένα λογοπαίγνιο που σημαίνει ταυτόχρονα «τίποτα από τη Βέρο» [υποκοριστικό του Βερόνικα], αλλά και «τίποτα δεν είναι αλήθεια», όπως εξήγησε η συγγραφέας σε συνέντευξή της στην Φανή Χατζή για το Bookpress. Με αυτό το λογοπαίγνιο στον τίτλο η Ράιμο ξεκαθάριζε απ’ την αρχή την προσέγγισή της για την αυτοβιογραφική αφήγηση: οι αφηγήσεις μοιάζουν αληθινές, όμως ακόμα κι όταν αναφέρονται στην πραγματικότητα «τίποτα δεν είναι αλήθεια», γιατί όλα είναι μία λογοτεχνική κατασκευή, μία μετα-αφήγηση, κομμάτια ενός έργου φαντασίας.
Τραύμα και κωμικό ύφος
Το κωμικό ύφος της γραφής της Ράιμο δεν ταυτίζεται με την κατηγορία των ανάλαφρων feelgood μυθιστορημάτων που αναμειγνύουν αυτοβελτίωση, διδακτισμό και happy ends για να γίνουν best–sellers, αλλά είναι μία συνειδητή επιλογή της συγγραφέα, προκειμένου να διαφοροποιηθεί από αυτό το φαινόμενο που χαρακτηρίζει «υπερδραματοποίηση της αυτομυθοπλασίας». Είναι μέρος της προσπάθειάς της να επαναδιαπραγματευτεί το είδος του autofiction χωρίς την εστίαση σε ένα «καθαρό τραύμα», όπως εξήγησε στη συνέντευξή της στην Φανή Χατζή. Αυτό, βέβαια, δεν συνεπάγεται την απουσία απ’ την αφήγηση των τραυμάτων της παιδικής της ηλικίας ή εκείνων που συνδέονται με τις φιλικές και τις ερωτικές της σχέσεις, κάθε άλλο. Η επαναλαμβανόμενη αυτοϋπονομευτική συμπεριφορά της πρωταγωνίστριας είναι μία διαρκής υπόμνηση των τραυμάτων της. Ειρωνευόμενη την μητέρα της που δεν ξεχώριζε το πρόσωπό της ή ποτέ δεν της αναγνώριζε κανένα χάρισμα (πέρα απ’ την ζωγραφική), στην πραγματικότητα καθρεφτίζει την αμφισβήτηση του ίδιου της του εαυτού, τη δική της δυσκολία να πάρει τον εαυτό της στα σοβαρά που την οδηγεί σε αυτο-υπονομευτικές συμπεριφορές. Πρόκειται για ένα αντανακλαστικό που καθένας/καθεμία μας έχει σίγουρα βιώσει, την ταύτιση με τον Vincent Adultman του Bojack Horseman που είναι στην πραγματικότητα δύο μικρά παιδιά τυλιγμένα με μία καπαρντίνα και ένα καπέλο που παριστάνουν τον ενήλικα. Μία άμυνα ενός ατόμου που αυτο-υπονομεύεται γιατί δεν έμαθε ποτέ να εκτιμά τον εαυτό του και να εκτιμάται από τους άλλους. Γι’ αυτό και δεν μπορούσε να δεχτεί την επιβράβευση, καθώς δεν την είχε συνηθίσει:
«Το σκεφτόμουν πολύ συχνά αυτό το «μπράβο». Αναρωτιόμουν μήπως είχε να κάνει με την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων: μήπως, δηλαδή ο αδελφός μου ήταν αναγκασμένος να διώχνει μερικά «μπράβο» από μέσα του, ώστε να κάνει χώρο για τα άλλα που εισέπραττε.»
Τα κωμικά στοιχεία της αφήγησης λειτουργούν εξαιρετικά με την μικρή φόρμα των κεφαλαίων, τα οποία διαβάζονται ευχάριστα και ως ημι-αυτόνομες ιστορίες. Εξάλλου, ο κωμικός χαρακτήρας του κειμένου (που θυμίζει μηχανισμούς του stand–up comedy), οφείλεται εν πολλοίς στην πρώτη γραφή του, η οποία δεν προοριζόταν για μυθιστόρημα, αλλά για θεατρικό μονόλογο που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε εξαιτίας της πανδημίας. Όμως πήρε τελικά τη μορφή ενός μυθιστορήματος, εκείνου που έμελλε τελικά να συστήσει την Βερόνικα Ράιμο στο διεθνές αναγνωστικό κοινό.