Δεν είναι συχνό φαινόμενο για τα ελληνικά δεδομένα ένα σχεδιαστικό στυλ να είναι τόσο αναγνωρίσιμο όσο το στυλ του Γιώργου Ακοκαλίδη (γνωστού και ως Ακόκ). Οι διασκευές των έργων του Αριστοφάνη, τις οποίες συνδημιούργησαν με τον Τάσο Αποστολίδη (στο σενάριο), έχουν καθιερώσει ως κλασσικές τις χιουμοριστικές του φιγούρες στα ελληνικά κόμικς. Εξάλλου πρόκειται για μία απ’ τις πιο επιτυχημένες και αναγνωρίσιμες σειρές κόμικς στα εγχώρια εκδοτικά πράγματα, με την οποία έχουν μεγαλώσει πολλές γενιές τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες κυκλοφορίας της.
Παράλληλα, όμως, με την συνδημιουργία των διασκευών του Αριστοφάνη και με τη διαφορετικού (πιο ρεαλιστικού) σχεδιαστικού ύφους διασκευή της Οδύσσειας από το ίδιο δημιουργικό δίδυμο, ο Ακοκαλίδης έχει χαράξει μία σημαντική πορεία στον χώρο του Τύπου με τις γελοιογραφίες του. Πρόσφατα, στο πλαίσιο της ημερίδας LiteraComics που διοργάνωσε το Comicdom, ο Τάσος Αποστολίδης μίλησε με εμφανή εκτίμηση για το γελοιογραφικό έργο του Ακοκαλίδη, το οποίο παρατήρησε ότι σήμερα δεν χαίρει της απήχησης που αξίζει, λόγω της μειωμένης επίδρασης του ημερήσιου και περιοδικού τύπου της Θεσσαλονίκης, στον οποίο δημοσιευόταν όλα αυτά τα χρόνια. Με τον ίδιο θαυμασμό και ο ομότεχνός του -γελοιογράφος κι εκείνος- Κώστας Μητρόπουλος, τόνισε εμφατικά ότι κατά την άποψή του «[σ]την Ελλάδα τα τελευταία 100 χρόνια δεν έχει υπάρξει άλλος σκιτσογράφος με τόσο δυνατή, τόσο σαρκαστική, τόσο γελοιογραφική γραμμή, σαν αυτή του Ακοκαλίδη».
Το απόσταγμα μίας ολόκληρης καριέρας στο χώρο της γελοιογραφίας, η οποία ξεκίνησε κατά τη διάρκεια ακόμα της Χούντας (το 1972), μεσουράνησε καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης και συνεχίστηκε μέχρι και τα δικά μας χρόνια της οικονομικής κρίσης (μέχρι το 2015), συγκεντρώθηκε στο λεύκωμα άθλια σενάρια, το οποίο κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2022 από έναν πολύ καλαίσθητο νέο εκδοτικό οίκο της Θεσσαλονίκης, τις εκδόσεις Petites Maisons. Στο λεύκωμα συγκεντρώθηκαν περισσότερες από 200 μονοσέλιδες γελοιογραφίες του Ακοκαλίδη, οι οποίες ταξινομήθηκαν πρωτίστως με βάση τη θεματική τους συνάφεια και δευτερευόντως με χρονολογική σειρά. Με αυτό τον τρόπο ο αναγνώστης ή η αναγνώστρια μπορεί να εντοπίσει διαχρονικά προβλήματα που μαστίζουν την ελληνική κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες, παρά την εναλλαγή των προσώπων στις θέσεις εξουσίας.
Τα άθλια σενάρια συνιστούν ένα πανόραμα της ελληνικής μεταπολιτευτικής ιστορίας, σμιλεμένο με την σαρκαστική και πάντα διεισδυτική ματιά ενός γελοιογράφου με αιχμηρή πένα. Όλες οι σημαίνουσες πολιτικές προσωπικότητες της Μεταπολίτευσης έχουν διακωμωδηθεί στις γελοιογραφίες του Ακοκαλίδη, ο οποίος πάντοτε τοποθετούνταν στο πλευρό των αδύναμων. Ο λαός συχνά αποδίδεται σχεδιαστικά με την αμφίεση τσολιά, χωρίς να αποπνέει όμως αυτή η ενδυμασία κάποια υπερηφάνεια για το παρελθόν ή το παρόν, όπως χρησιμοποιείται για παράδειγμα η εν λόγω ενδυμασία ως τουριστική ατραξιόν στον κάτω περίβολο της Βουλής στην πλατεία Συντάγματος. Ο τσολιάς του Ακοκαλίδη κουβαλάει στην πλάτη του με ανημπόρια τους φόρους κι έτσι εμφανίζεται εξίσου αδύναμος με τον τσολιά που στέκεται γυμνός και τουρτουρίζει μαθαίνοντας τα νέα για το κύμα φτώχειας που καταφτάνει. Απ’ αυτή τη ματιά υπέρ των αδυνάμων δεν λοξοδρομεί σε καμία στιγμή του ο δημιουργός, ακόμα και σε κάποιες γελοιογραφίες του, οι οποίες ίσως κριθούν αμφιλεγόμενες με τη ματιά των σύγχρονων αναγνωστών και αναγνωστριών, ιδίως εκείνες που αφορούν τα «εθνικά» θέματα και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς και όσες αφορούν τα εξεγερσιακά γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008. Κι αν στα τελευταία είναι εμφανές ότι ο δημιουργός βρέθηκε εκτός του κλίματος των γεγονότων, δείχνοντας να μην καταλαβαίνει την οργή της νεολαίας η οποία λίγα χρόνια αργότερα σήκωσε στις πλάτες της μία διαρκή οικονομική κρίση απ’ την οποία ακόμα και σήμερα δεν έχει ξεφύγει, ως προς τα σκίτσα για τα ελληνο-τουρκικά, δεν θα πρέπει να διαφεύγει απ’ τους σημερινούς αναγνώστες και αναγνώστριες το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου δημιουργήθηκαν.
Σε κάθε περίπτωση, το στοιχείο το οποίο καθιστά τις γελοιογραφίες του Ακοκαλίδη τόσο ξεχωριστές είναι το σχέδιό τους, αυτό το προσωπικό σχεδιαστικό στυλ του Ακοκαλίδη με το οποίο αποτυπώνει στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών του ολόκληρη την ψυχοσύνθεσή τους. Δεν χρειάζεται να προσφύγει πάντοτε σε πολύπλοκα σχέδια, όπως κάνει στο γεμάτο λεπτομέρειες πρόσωπο του Μιλόσεβιτς, αφού ακόμα και με το να τονίσει κάποιο χαρακτηριστικό του προσώπου (για παράδειγμα τα κοφτερά δόντια τραπεζίτη) μπορεί να περάσει με σαφήνεια το μήνυμά του. Ίσως η χαρακτηριστικότερη μορφή αυτής της σχεδιαστικής λιτότητας η οποία όμως προσφέρει ένα αξιοθαύμαστο αποτέλεσμα είναι η γελοιογραφική αναπαράσταση του Σημίτη, τον οποίο διακωμωδεί σχεδιάζοντάς τον μόνο με λίγες κινήσεις της πένας του. Βεβαίως, τα περισσότερα γελοιογραφικά του έργα χαρακτηρίζονται από πλούσια σκηνικά, ενώ οι φιγούρες συχνά φορούν ενδύματα σχεδιασμένα με λεπτομέρειες, όπως η ενδυμασία των Ποντίων σε ένα σκίτσο με θέμα τη γενοκτονία των Ποντίων. Γενικώς, το ελληνικό και το βαλκανικό στοιχείο είναι έντονα στο background των γελοιογραφιών του, ενώ η ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης είναι περισσότερο από αισθητή. Εξάλλου, παράλληλα με την κύρια ενασχόλησή του με το σκίτσο, έχει καταπιαστεί στο παρελθόν και με τον σχεδιασμό σκηνικών και κουστουμιών θεατρικών παραστάσεων.
Η ιστορία της γελοιογραφίας στην Ελλάδα είναι πλούσια και ιδίως στα χρόνια της Μεταπολίτευσης αναδείχθηκαν στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο αξεπέραστες πένες με τη δική τους ιστορία, όπως ο Γιάννης Ιωάννου και ο Γιάννης Καλαϊτζής. Σημαντική θέση στην ιστορία της εγχώριας γελοιογραφίας αναμφισβήτητα κατέχει το έργο του Γιώργου Ακοκαλίδη (του Ακόκ), το οποίο μπορεί πλέον ο καθένας και η καθεμία να γνωρίσει μέσα από το λεύκωμα άθλια σενάρια, μία έκδοση εξαιρετικά σημαντική για τα ελληνικά κόμικς.