H αλήθεια είναι ότι κατανοούμε την δυσπιστία απέναντι στο Belzebubs, την συλλογή των χιουμοριστικών στιγμιότυπων μιας οικογένειας blackmetal- αδων, που έχουν πάρε δώσε με δαίμονες, κάνουν ταξίδια αναψυχής στην κόλαση και το άγχος τους είναι για το πως θα βγει καλό το μακιγιάζ. Στην Ελλάδα υπάρχει μια ψυχρή αντιμετώπιση της μουσικής αυτής, παρά το γεγονός ότι τόσο η ίδια (όσο και αντίστοιχα comic strips) έχουν μια κάποια παράδοση. Οι λόγοι πολλοί και όχι χωρίς έρεισμα, ειδικά αν σκεφτεί κανείς και το γεγονός ότι η ακροδεξιά λυμαίνεται τον συγκεκριμένο χώρο, και στην Ελλάδα.
Ωστόσο αυτό δεν έχει σχέση με το Belzebubs, (στα ελληνικά από την Jemma Press) του Φιλανδού JP Ahonen. Αυτό ξεκίνησε, όπως μας έχει πει και ο ίδιος, ως μια πύλη ζεστασιάς απέναντι στην κατάθλιψη και αυτό είναι κάτι που βγαίνει προς τον αναγνώστη. Μπορεί να είναι ασπρόμαυρα τα σκίτσα, αλλά οι σχέσεις που αναπτύσσονται στο Belzebubs μεταξύ οικογένειας, φίλων και συναδέλφων είναι πολύχρωμες και αληθινές. Το απλό, άμεσο και λιτό τους σχέδιο συμβάλει σε αυτό. Είναι μια μορφή χαλάρωσης, καλλιτεχνικής για τον δημιουργό και αισθητικής για το κοινό, σαν την αγαπημένη μουσική που βάζει κανείς να ακούσει μετά από μια δύσκολη μέρα. Και αν αυτή η μουσική έχει πεντάλφες, δερμάτινα και καρφιά σαν εικόνα, δεν φαίνεται πια να αποτελεί πρόβλημα.
Το χιούμορ στα gags του Belzebubs, προέρχεται από μια απλή αντίθεση της σκληρής εικόνας των blackmetal- άδων με απλά, καθημερινά σκηνικά, όπως το σχολείο, οι έρωτες (εφηβικοί και συζυγικοί), τα μικροπροβλήματα στη δουλειά αλλά και πιο σοβαρά όπως η ανεργία (σε πολύ μικρότερο βαθμό). Μια (αναμενόμενη) ανατροπή, που πληροί τοις καντιανές συνθήκες για το χιούμορ, το οποίο δεν χάνεται και στην μετάφραση του έμπειρου Βασίλη Μπαμπούρη. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για webcomics, μέσο που προτιμά μια χαλαρή σύνδεση, τα comics strips του Φιλανδού προσέχουν πολύ τους χαρακτήρες τους και αφήνουν τον κάθε ένα από αυτούς να μεταφέρει την προσωπικότητα και τις ιδιοτροπίες του στο κοινό, αλλά και την ίδια στιγμή μέσα από την πορεία του βλέπουμε το πως ωριμάζει. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι ο JP Ahonen δεν βασίζεται σε κλισέ, κάπως υπερβολικά πολλές φορές. Ωστόσο η αγάπη του για τα καμώματα των χαρακτήρων του είναι ξεκάθαρη και οριακά μεταδοτική.
Πέρα από αυτό το χιούμορ όμως, που δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας και δεν χρειάζεται να το κάνει κιόλας, το έργο του JP Ahonen προσδίδει και μια απόπειρα επανοικειοποίησης του χώρου της ακραίας μουσικής από ανθρώπους που βλέπουν τον εαυτό τους σαν μέλη της, με ταυτοτικά χαρακτηριστικά, και που δεν θέλουν αυτή να γίνεται βορά ρατσιστικών/ alt-right λογικών και, τελικά, αυτή είναι και η σημαντικότερη, αν και υποβόσκουσα.
Το Belzebubs σαν χιούμορ και αφήγηση είναι ένα πολύ δώρο (για άλλους ή τον εαυτό σας) είτε είστε φανς της μουσικής αυτής είτε όχι, αν και οι πρώτοι έχουν σίγουρα ένα ξεκάθαρο πλεονέκτημα. Όμως το blackmetal δεν διώχνει κανέναν!
Το Belzebubs είναι υποψήφιο στις κατηγορίες της Καλλιτεχνικής Επιμέλειας και της Καλύτερης Μεταφρασμένης Έκδοσης στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς 2019