Στην ευρωπαϊκή καλλιτεχνική παράδοση, το αντιπολεμικό στοιχεία όχι μόνο δεν είναι ξένο, αλλά αποτέλεσε από πολύ νωρίς δομικό χαρακτηριστικό της. Αυτό επηρέασε άμεσα και την 9η Τέχνη, με μια πληθώρα έργων, όπως ενδεικτικά το Charley ‘s War των Pat Mills (σενάριο) και Joe Colquhoun (σχέδιο) ή το Stormtrupen του Ιταλού Bonvi, το οποίο αποτελεί και τον πρόγονο των Χαρακωμάτων.
Ωστόσο, το έργο Χαρακώματα: Ιστορίες από την οδό Γάγγραινας αποτελεί κάτι παραπάνω από απλή προσαρμογή των παραπάνω. Οι Τάσος Ζαφειριάδης (σενάριο) και Πέτρος Χριστούλιας (σχέδιο), πρώτα στο socomic, μετά ως έκδοση για τα 100 χρόνια από την έναρξη Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (το 2017) και τώρα ως δεύτερη, βελτιωμένη έκδοση (αμφότερες από τις εκδόσεις Jemma Press) για τα 100 χρόνια από την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Mέσα από πολύ έρευνα (η οδό Γάγγραινας αποτελεί υπαρκτό μέρος, μια βρώμικη γωνιά των χαρακωμάτων κάπου στο Δυτικό Μέτωπο)σε αρχεία, μαρτυρίες και στα ίδια τα σατιρικά κείμενων των φαντάρων (όπως λόγου χάρη της “The Wipers Times”, μιας βιτριολικού χιούμορ “εφημερίδας” που τυπώνονταν στα χαρακώματα από στρατιώτες στα χαρακώματα της Υπρ) , οι δημιουργοί καταφέρνουν να αποδώσουν, επαυξημένο, το πικρό, κυνικό χιούμορ των ανθρώπων που αντικρίζουν τον θάνατο, ένα wit που γελάει τελικά με τόσο με την παράνοια του πολέμου (θανάτου) όσο και με την ειρωνεία της (στρατιωτικής ζωής). Συνθήκες που μειώνουν την ανθρωπιά γίνονται οι αφορμές για ανθρώπινα αστεία, ο θάνατος γίνεται αφορμή για (κακή) ποίηση και καμπάνες από τον λοχαγό, που επιμένει να βάζει τους φαντάρους να καθαρίζουν… το χώμα.
Παρανοϊκοί διάλογοι, δηλητηριώδη φαγητά, παρηγοριά για ερωτική απογοήτευση από τον εχθρό (“Φριτς, είσαι ο καλύτερος εχθρός!”), ανορθόγραφη ποίηση, τράκες τσιγάρων, πείραγμα των νεώτερων από τους παλιούς, όλα αποτελούν μέρος της καθημερινότητας των Τιζαμπού, Ζαν Πιερ, Ζοφρουά, Γκιγιώμ, Ζοφρουά, Πουαλύ και πολλών άλλων φαντάρων (και φανταζόμαστε και των διάφορων Φριτς). Είναι ένα πικρό, χιουμοριστικό (και για αυτό ανθρώπινο) κατηγορώ τόσο για τον ίδιο τον πόλεμο, μια αδικαιολόγητη σπατάλη εκατομμυρίων ζωών για μια υπόθεση που δεν τις αφορούσε ποτέ, όσο και τον ίδιο τον στρατό και την παράλογη λογική του, που εκμηδενίζει την ατομικότητα, την ελευθερίας, την έκφραση, όλα όσα μας κάνουν περήφανους που είμαστε άνθρωποι. Αυτά τα στοιχεία θα τα αναγνωρίσουν και πολλοί αναγνώστες που έχουν ντυθεί άθελα τους το χακί.
Οι χαρακτήρες που αποτελούν το cast του κόμικ φαντάζουν απλοϊκοί και ίσως είναι κατά βάθος. Ωστόσο η τοποθέτηση τους εκεί, τόσο σεναριακά με τα διάφορα στερεότυπα όσο και σχεδιαστικά, με τις μεγάλες μύτες και τις απαράλλαχτες γαλλικές στολές της περιόδου, δεν είναι ούτε έλλειψη φαντασίας από τους δημιουργούς, ούτε τεμπελιά. Αντίθετα, το λιτό αλλά έμπερο σχέδιο και το σοκαριστικά αληθινό και πνευμετώδες σενάριο αποτελούν μια συνειδητή προσπάθεια να εστιαστεί η προσοχή στον μέσο άνθρωπο, χωρίς εξάρσεις, χωρίς επικίνδυνες επικές ηρωποποίησεις του θανάτου, χωρίς πομπώδη ιαχές. Αυτή είναι και μια κοινωνική διάσταση που άθελα του προσδίδει ο στρατός: παραμερίζει τις διαφορές και σε κάνει να ανακαλύπτεις πως άτομα που ποτέ μέχρι πριν δεν περίμενες όχι να μιλήσεις, αλλά ούτε να συναντήσεις, τελικά δεν είναι τόσο διαφορετικά από σένα. Έχουν τα ίδια προβλήματα, αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο από τους παράλογους γαλονάτους και τους βαθιά αντιδραστικούς/ κομπλεξικούς (στην πλειοψηφία του) μικρο αξιωματικούς και καραβανάδες που βρήκαν ένα στασίδι κοντά στη εξουσία και βάλθηκαν να το εκμεταλλευτούν όσο μπορούν, δίνοντας αξία στην δική του ανάξια ύπαρξη. Απέναντι σε αυτούς, είμαστε όλοι ίσοι. Και ως ίσοι πρέπει να αγωνιζόμαστε. Το χιούμορ άλλωστε, είναι όπλο. Όχι πανίσχυρο, δεν έσωσε δυστυχώς τους στρατιώτες που βελαζαν ειρωνικά την ώρα που τους σφάγιαζαν τα γερμανικά πολυβόλα. Όμως είναι κάτι. Μια σπίθα, ένα λουλούδι που περιμένει να ανάψει και να ανθίσει.
Τα Χαρακώματα: Ιστορίες από την οδό Γάγγραινας αποτελούν ένα από τα κορυφαία αντιπολεμικά κόμικ των ημερών μας και η δεύτερη έκδοση της, με τις προσθήκες, τις επεξηγήσεις και τον διακριτικό επαναχρωματισμό (εκεί που πρέπει και όσο πρέπει) αποτελούν μία από τις πιο όμορφες στιγμές της χρονιάς.