Η σειρά Σιλό του Hugh Howey είναι, με τον δικό της τρόπο, μια εξέχουσα προσθήκη σε αυτό το ιδιαίτερο παρακλάδι της επιστημονικής φαντασίας που ονομάζεται post-apocalyptic fiction. Μακριά από χωρίς λόγο περίπλοκες τεχνικές και συναισθηματικές εξάρσεις, μας παρουσιάζει έναν στενό κόσμο που αρνείται να πεθάνει, αλλά και να εξελιχθεί, διαιωνίζοντας συνεχώς το χθες σε γερασμένους διαδρόμους, ετοιμόρροπες σκάλες και γερασμένες συμπεριφορές πίσω από νεανικά μάτια.
Έναν κόσμο που, αν δεν προσέξουμε, ίσως τον γνωρίσουμε καλύτερα από ότι θα θέλαμε.
Το πρώτο βιβλίο του Hugh Howey αποτέλεσε προϊόν αυτοέκδοσης και μάλιστα σε ηλεκτρονική μορφή. Ήταν μόλις 60 σελίδες (49 εάν βγάλεις τους προλόγους και τις ευχαριστίες) όμως γνώρισε τεράστια επιτυχία, η οποία επέτρεψε στον συγγραφέα να δοκιμάσει και την παραδοσιακή έκδοση. Στην Ελλάδα ήρθε ολόκληρο από τις εκδόσεις Αnubis και σε μετάφραση του Γιώργου Καρατζήμα.
Ο κόσμος του Howey είναι στενόχωρος με όλες τις σημασίες τις λέξεις. Μέχρι και ο αέρας σκοτώνει, ενώ η εικόνα του έξω κόσμου, που φτάνει κάτω διαθλασμένη πίσω από τόνους τσιμέντου και γυαλιού, είναι απαράλλακτη εδώ και αιώνες, δεν είναι παρά η μια σειρά νεκρών λόφων και ένας ουρανός που κάθε μέρα παρακμάζει όλο και περισσότερο. Και μέσα σε όλα αυτό το Σιλό, που κρατά όλη την ζωή μέσα του.
Μια ιδιαιτερότητα της post-apocalyptic fiction είναι να μας δείχνει πράγματα που ξέρουμε τραβηγμένα ως την υπερβολή τους, καθημερινά εργαλεία και συνήθειες που γίνονται ζητήματα ζωής και θανάτου. Ο Howey το κάνει αυτό αβίαστα: το θανατηφόρο καθάρισμα, η ιεροτελεστία της καθημερινότητας, όλα παίρνουν μια τροπή βαρυσήμαντη, εντελώς διαφορετική από αυτή που γνωρίζουμε στην δική μας καθημερινότητα, ωστόσο παραμένουν οικεία. Η ίδια του η γλώσσα είναι τόσο τελειωτική σε αυτό το στοιχείο, μαζί με την ανυπόφορη αίσθηση της κλειστοφοβίας που καταφέρνει να περνά στον αναγνώστη κάνουν το Σιλό ένα μέρος εφιαλτικά ρεαλιστικό.
Επιπλέον ο συγγραφέας καταφέρνει, σε αυτόν τον κόσμο των πιεστικών ορόφων από μπετόν, να χωρέσει τον κλασικό αγώνα για γνώση και ελευθερία που έχουμε δει πολλές φορές σε παρόμοια έργα, με φορείς του δικούς του μοναδικούς χαρακτήρες. H θρησκεία, που εγκαλεί τους ήρωες να πιστέψουν σε έναν καλοκάγαθο θεό που έκτισε το σιλό για να τους προστατέψει από την μόλυνση, η πολιτική ηγεσία και οι παρασκηνιακές συνωμοσίες ενισχύουν το αίσθημα εγκλωβισμού που βιώνουν αργά αλλά σταθερά οι ήρωες. Ακόμα και μεταξύ τους δεν υπάρχει σύμπνοια: οι σχέσεις, η συνήθεια, το “έτσι είναι ο κόσμος” του καθενός συνυπάρχουν σε διαφορετικό βαθμό, δημιουργώντας νέα πάθη, αντιμαχίες και διαφωνίες. Ούτε η ταξική πάλη, ο έλεγχος και ο ανταγωνισμός ομάδων με κοινά κατά τα άλλα συμφέροντα δεν λείπουν από την κοινωνία του σιλό.
Το βιβλίο δεν είναι τέλειο. Ο συγγραφέας πολλές φορές δείχνει αμηχανία στο πως να εξελίξει την ιστορία του, ενώ σίγουρα δεν είναι όλοι οι χαρακτήρες το ίδιο καλογραμμένοι: αντίθετα, αρκετοί έχουν αυτή την χαρακτηριστική κενότητα ενός filler, μια επίφαση ανθρώπου για να γεμίζει τον χώρο μεταξύ δύο σημαντικών σκηνών. Από την μία είναι κατανοητό, η επιτυχία του Wool δεν έδωσε τον Howey τον χρόνο να σκεφτεί κάθε λεπτομέρεια για αυτούς, σε αντίθεση με το ίδιο το σιλό, που λάμπει και αποδεικνύεται ο πραγματικός έρωτας του δημιουργού. Ωστόσο αυτή η ανθρώπινη αδυναμία δεν λειτουργεί αποτρεπτικά για τον αναγνώστη. Το Σιλό όμως αποτελεί ένα δυνατό βιβλίο sci-fi που δεν απογοητεύει, μια δυνατή αρχή σε μια ακόμα πιο δυνατή σειρά.