Λίγο η έντονη οσκαρική του παρουσία (υποψήφιο για 4 Όσκαρ, μεταξύ των οποίων Ἀ ανδρικού και Β’ γυναικείου), λίγο το ότι αυτή η βδομάδα είναι σχετικά “ήσυχη”από νέες ταινίες, αποφασίσαμε αυτή την βδομάδα να ασχοληθούμε με μια ταινία που κυκλοφόρησε την προηγούμενη βδομάδα, και που μπορεί οι περισσότεροι να την έχετε ήδη δει. Σε κάθε περίπτωση, εξετάζουμε το Κορίτσι από την Δανία.
Η ταινία αφηγείται την αληθινή ιστορίας της Lily Elbe, (γεννημένης ως Einar Wegener, 1882-1931), μιας transgender και μάλιστα από τις πρώτες που υπεβλήθησαν σε εγχείρηση αλλαγής φύλου στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ακόμα η μέθοδος ήταν πειραματική και στην καλύτερη περίπτωση αρκετά βάναυση και επίπονη. Η Elbe είναι μια ιδιαίτερα αναγνωρίσιμη μορφή του LGBT+ κινήματος, και μάλιστα το σχετικό κινηματογραφικό φεστιβάλ της Κοπεγχάγης, το MIX Copenhagen, δίνει βραβεία που φέρουν το όνομα της. Βέβαια η ταινία δεν έχει βλέψεις ντοκιμαντέρ, και βασίζεται πολύ περισσότερο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του David Ebershoff (2000), από το οποίο αντλεί και το περισσότερο υλικό της.
Η εν λόγω ταινία λοιπόν εστιάζει στο μεγαλύτερο μέρος της στο πρωταγωνιστικό δίδυμο των Eddie Redmayne (Theory of Everything, Jupiter Ascending) και της Alicia Vikander (Ex Machina, The Man from U.N.C.L.E), η οποία φαίνεται πως έχει ξετρελάνει την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και είναι κλεισμένη για κάποιες αρκετές μεγάλες παραγωγές τα επόμενα χρόνια.
Η δυναμική η οποία αναπτύσσεται μεταξύ αυτών των δύο είναι και η κινητήρια δύναμη της ταινίας. Από την μία ο Redmayne απεικονίζει, με έναν σχεδόν αψεγάδιαστο τρόπο, τόσο το βαθύ ψυχολογικό δράμα που βιώνει ένας άνθρωπος μέχρι να ανακαλύψει την σεξουαλικότητα του αλλά και τον τρόπο έκφρασης της. Από την άλλη η Vikander μετουσιώνει με τον δικό της τρόπο μια γυναίκα η οποία αφενός δέχεται ένα τεράστιο πλήγμα στην εκτίμηση που είχε στον εαυτό της και αφετέρου παλεύει να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στις καταστάσεις.
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν και οι τρόποι ερμηνείας των ηθοποιών. Ο Redmayne, βασισμένος τόσο στο τεράστιο ταλέντο του όσο και σε μια μακρά βρετανική παράδοση που δεν επιδοκιμάζει εξάρσεις, επιλέγει μια διακριτική, μικρομιμητική προσέγγιση, εστιάζοντας στις κινήσεις των χεριών και στις ανεπαίσθητες εκφράσεις του προσώπου. Αντίθετα, η Vikander προτιμά μια πιο σωματική, γήινη και πιο άμεση επαφή με τα συναισθήματα της. Όποια μέθοδο και να προτιμούν, το μόνο σίγουρο είναι πως εικαστικά και ερμηνευτικά ταιριάζουν πάρα πολύ. Στα θετικά της ταινίας θα πρέπει να συμπεριληφθούν και τα αξιοπρόσεχτα σκηνικά, τα οποία σε μεγάλο βαθμό λειτουργούν συμβολικά για την συναισθηματική κατάσταση των ηρώων.
Ωστόσο κάπου εδώ τελειώνει η θριαμβολογία και ξεκινούν τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ταινία σε όλους τους τομείς. Αρχικά στο θέμα της ιστορίας. Μπορεί η ταινία να βασίστηκε, όπως είδαμε, στο βιβλίο του David Ebershoff παρόλα αυτά στο μεγαλύτερο μέρος της η ταινία δεν αγγίζει το πραγματικό της ζήτημα. Μπορεί στο poster να φαίνεται το πρόσωπο του Redmayne, μπορεί όλο το marketing να κινήθηκε γύρω από το ότι η ταινία αφορά μια transgender, στην πραγματικότητα όμως το film εστιάζει πολύ περισσότερο στο «δράμα»” της συζύγου. Η Vikander είναι ουσιαστικά το κορίτσι από την Δανία (σε κάποια στιγμή μάλιστα και μέσα στην ταινία αναφέρεται έτσι). Αντίθετα η Lily, παρά το γεγονός ότι η ταινία είναι, υποτίθεται για αυτή, πετιέται σε μερικές σκηνές, που είτε κοιτάει περούκες είτε κλείνεται σε κάποιο δωμάτιο. Οι δημιουργοί του film όχι μόνο πέταξαν έξω κομβικά κομμάτια της ιστορίας, όπως η καταπίεση και ο κρατικός ρατσισμός που δέχθηκε η Εlbe, αλλά δεν καταδέχθηκαν να βάλουν στο στόρι κανένα στοιχείο της μάχης που έδωσε εναντίον τους, όπως τον αγώνα που έκανε για να κατοχυρωθεί νομικά το δικαίωμα της να αλλάξει όνομα και ταυτότητα.
Παράλληλα, ο σκηνοθέτης εστιάζει την κριτική του στην ιατρική της περιόδου, υπονοώντας πως σήμερα δεν υπάρχουν τέτοια ζητήματα. Προφανώς και αγνοεί το κοινό στο οποίο απευθύνεται, την LGBT+ κοινότητα, η οποία μέχρι και σήμερα αντιμετωπίζει τέτοια φαινόμενα, όχι μόνο από γιατρούς που προσπαθούν να “θεραπεύσουν” την διαφορετική τους σεξουαλικότητα, αλλά και από μεγάλες κοινωνικές ομάδες που ακόμα και σήμερα πιστεύουν πως τέτοια φαινόμενα είναι αφύσικα και ότι πρέπει να μην είναι καν θέμα συζήτησης στην δημόσια σφαίρα, λες και οι άνθρωποι θα έπρεπε να κρύβονται.Ίσως είναι λογικό να υποθέτει κάτι τέτοιο ο δημιουργός, καθώς παρόλο που η ταινία μιλά για μια transgender οι συντελεστές της ταινίας είναι στην πλειοψηφία τους ετεροφυλόφιλοι (και λευκοί αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα).
Επιπλέον, ένα μεγάλο ζήτημα της ταινίας είναι και η σκηνοθεσία, την οποία ανέλαβε ο γνωστός, υπερσυντηρητικός κλέφτης Όσκαρ Tom Hooper (The King’s Speech, Les Misérables ). Ο Hooper επιμένοντας στην υπερστυλιζαρισμένη του μέθοδο, αντιμετώπισε το Danish Girl ως έναν κινούμενο πίνακα ζωγραφικής, δίνοντας πολύτιμο φιλμικό χώρο και χρόνο σε τοπία, χρώματα και πλάνα τα οποία δεν απέφεραν κανένα συναισθηματικό φορτίο και καμία ένταση. Αυτή η πλαδαρότητα της εικονογραφίας και του μοντάζ, μπορεί μεν να απέφερε κάποια οπτική ποικιλία στο έργο, αλλά του κόστισε σε ρυθμό, ένταση και ταχύτητα. Ταυτόχρονα ο Hooper, παρά τις δυνατότητες που προσφέρει το θέμα για μια δυνατή ψυχαναλυτική αφήγηση, επιμένει να φέρεται στο κοινό του σαν μικρά παιδιά, να τους καθοδηγεί από το χέρι. Διανθίζει το στήσιμο των σκηνών και του μοντάζ με στοιχεία, σαν να λέει “τότε συνέβη αυτό” ή “αυτό σημαίνει εκεινο” μειώνοντας τον θεατή του σε απλό δέκτη. Σίγουρα δεν είναι ο μόνος που το κάνει αυτό, όμως το σινεμά ως Τέχνη δεν μπορεί να έχει τέτοιες συμπεριφορές. Οφείλουμε βέβαια να αναγνωρίσουμε πως η σκηνοθεσία του δεν είναι εντελώς άχαρη. Η δουλειά του, όσον αφορά τον συσχετισμό σκηνικών και ανθρώπων, είναι ενδιαφέρουσα, όμως ακόμα και αυτό το χρησιμοποιεί ως επεξήγηση, στερώντας από τον θεατή την διαδικασία της σκέψης. Ευτυχώς βέβαια δεν υπάρχουν πιθανότητες να κλέψει κάποιο Όσκαρ φέτος, όπως έκανε το 2010.
Tελικά, το Danish Girl βρίσκεται λίγο όταν συγκρίνεται με άλλα, παρόμοια έργα. Είναι μια ταινία που άργησε να έρθει περίπου 10 χρόνια, και όταν τελικά ήρθε, φάνηκε πως είχαμε ξεπεράσει αυτό που ήθελε να πει. Θεματικά ίσως αξίζει σαν εισαγωγή σε ένα δύσκολο θέμα, όμως όπως και να έχει τα τρομερά προβλήματα φόρμας που έχει δεν το αφήνουν να επιτελέσει ούτε αυτό. Χωρίς τις τεράστιες ερμηνείες δεν θα μιλούσαμε καν για αυτή την ταινία…