Η δεκάχρονη Τζάκετ ζει μαζί με τους γονείς και τα τρία αδέλφια της σε ένα αγροτικό χωριό στην Ολλανδία, σε μια αυστηρά θρησκευόμενη κοινότητα Αληθινών Καλβινιστών. Όταν ο μεγάλος αδελφός της, ο Μάτις, θα της αρνηθεί να τον συνοδεύσει σε έναν τοπικό αγώνα παγοδρομίας, η Τζάκετ, θυμωμένη, θα προσευχηθεί στον Θεό να πάρει τον αδερφό της αντί για το κουνέλι της, που φοβάται πως ο πατέρας της θα σφάξει για τα Χριστούγεννα. Λίγο αργότερα, το λεπτό στρώμα πάγου στη λίμνη όπου κάνει πατινάζ ο Μάτις θα σπάσει και ο αδερφός της θα πνιγεί. Αυτό που θα ακολουθήσει είναι μια εφιαλτική κατάβαση στην επίγεια Κόλαση: μια οικογένεια που βουλιάζει στο πένθος και τη δυστυχία, όπου τα εναπομείναντα παιδιά αποξενώνονται πλήρως από τους γονείς τους, και στο μέσον όλων η Τζάκετ, έντρομη, μουδιασμένη και σφιχτά τυλιγμένη στο κόκκινο τζάκετ της, τη συμβολική της πανοπλία.
Με το «Δυσφορεί η νύχτα» – που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην χώρα μας από τις εκδόσεις Ίκαρος σε αριστοτεχνική μετάφραση των Άγγελου και Μαρίας Αγγελίδου – ο/η Marieke Lucas Rijneveld κατέκτησε μια τριπλή πρωτιά: έγινε ο/η νεότερος/η συγγραφέας που κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Booker, σε ηλικία μόλις 29 ετών, ο/η πρώτος/η Ολλανδός/η συγγραφέας αλλά και το πρώτο non–binary άτομο που του απονεμήθηκε το βραβείο. Ο/η Rijneveld άντλησε από το προσωπικό του βίωμα για την ιστορία που αφηγείται στο βιβλίο, καθώς σε ηλικία 3 ετών έχασε τον αδερφό του/της, όταν τον πάτησε διερχόμενο λεωφορείο. Ο/η συγγραφέας βυθίστηκε στη θλίψη, έπαψε να επικοινωνεί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του/της, επίσης βαθιά θρησκευόμενους προτεστάντες, απέκτησε μια εμμονική φοβία με τις αρρώστιες και ξεκίνησε να χάνεται ολοένα και περισσότερο στον κόσμο της φαντασίας του/της προκειμένου να αντεπεξέλθει στον πόνο. Αυτόν τον κόσμο επιχείρησε να αποτυπώσει στο χαρτί σε αυτό εδώ το ημιαυτοβιογραφικό βιβλίο, η έκδοση του οποίου μάλιστα προκάλεσε ρήγμα ανάμεσα στον/στην ίδιο/α και την οικογένειά του/της.
Στο σύμπαν αυτού του πένθιμου και ζοφερού βιβλίου, η χαρά είναι απούσα: μαζί με τον αδελφό της Τζάκετ, αναχωρεί και κάθε αίσθηση κανονικότητας από το σπίτι τους, κάθε τελευταία ικμάδα ευτυχίας, όλα τα μικρά συστατικά στοιχεία που τους έκαναν πραγματική οικογένεια. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο ξεστολίζεται, τα παντζούρια κλείνουν, τα σοκολατένια μπισκότα χαρίζονται στη γειτόνισσα, καθώς πλέον κάθε απόλαυση, κάθε χαμόγελο απαγορεύεται. Η τρυφερότητα και η σωματική επαφή εξαλείφονται από αυτό το μαραζωμένο σπιτικό: η Τζάκετ λαχταρά μια αγκαλιά, ένα άγγιγμα, έστω κατά λάθος, από τη μητέρα της, όμως η πείνα της για αγάπη και γονεϊκή φροντίδα θα μείνει άσβεστη. Οι γονείς απομακρύνονται, δεν αγγίζονται πια, εξαπολύουν μύδρους ο ένας στον άλλον, απειλούν να εγκαταλείψουν το σπιτικό, ή και να αυτοκτονήσουν – ο αυτόματος μηχανισμός αντιμετώπισης της απώλειας είναι για αυτούς η αποστασιοποίηση, οι αλληλοκατηγορίες, οι τύψεις και η παραίτηση.
Η Τζάκετ αρχίζει να εντοπίζει το Κακό που ελλοχεύει διαρκώς και παντού γύρω της, τον τρόμο μπροστά στη βιαιότητα της Φύσης και το αναπόδραστο της θνητότητας. Αντικρίζει έναν άσπλαχνο Θεό, αμέτοχο απέναντι στην αδικία και την τραγικότητα του χαμού του αδελφού της, και αδιάκοπα αντιμάχεται αισθήματα ενοχής και ανάληψης ευθυνών, παζαρεύει συνεχώς με έναν, έως τότε παντοδύναμο για αυτήν, Θεό για να της φέρει πίσω τον αδελφό της, να μην της στερήσει έναν ακόμα αγαπημένο της.
Η Τζάκετ συνειδητοποιεί πως, σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί το Τυχαίο και το Παράλογο, ο μοναδικός έλεγχος που μπορεί να ασκήσει είναι πάνω στον ίδιο της τον εαυτό, στις σωματικές λειτουργίες της, στον πόνο που προκαλεί στον εαυτό της όταν αυτοτραυματίζεται, στο τζάκετ που αρνείται να αποχωριστεί και να ξεκολλήσει απ’ το δέρμα της. Ο/η συγγραφέας, με την ανατριχιαστική ακρίβεια που μόνο το βίωμα μπορεί να παρέχει και με διεισδυτική ματιά, αποκαλύπτει όλους τους αθέατους μηχανισμούς της ιδεοψυχαναγκαστικής σκέψης: την απέλπιδα προσπάθεια διατήρησης του ελέγχου της πραγματικότητας, μέσα από τελετουργικά, τικ, επαναλαμβανόμενες κινήσεις, ρούχα που δεν απεκδύονται, και τον τρόμο που επιφέρει η μη τέλεσή τους, η ευαλωτότητα μπροστά σε έναν κόσμο επικίνδυνο και ανηλεή.
Ταυτόχρονα, ξεκινά και η σεξουαλική αφύπνιση της Τζάκετ και των υπόλοιπων παιδιών της οικογένειας, η πρώτη τους επαφή με το δικό τους σώμα, με τον αυνανισμό, αλλά και με το σώμα ο ένας του άλλου. Η έμφυτη περιέργεια και η σωματική ανάγκη συγκρούονται με τον πουριτανισμό και τις ηθικοπλαστικές επιταγές της θρησκείας τους, η άγνοια και η αμάθεια έχουν ως απότοκο τα παιδιά να ανακαλύψουν τα σώματά τους με τρόπο νοσηρό, κακοποιητικό, ενίοτε αιμομικτικό. Δυσάρεστα παραστατικές σεξουαλικές σκηνές διαδέχονται περιγραφές βίαιου βασανισμού ανθρώπων και ζώων, σε ένα σύμπαν όπου η ερωτική επιθυμία είναι σύμφυτη με τη βίαιη επιβολή πάνω σε όντα μικρότερα και πιο ανίσχυρα, σε μια ψευδαίσθηση δύναμης και ελέγχου, ηδονική και οργασμική.
Ο/η Rijneveld πετυχαίνει κάτι που σπάνια συναντάμε στη λογοτεχνία, την απόλυτη μεταφορά στο χαρτί μιας αίσθησης, που διαχέεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου: δυσφορία, ανησυχία, διαρκές αίσθημα απειλής και επικείμενου κινδύνου, ράγισμα του επισφαλούς πάγου επίπλαστης ασφάλειας πάνω στον οποίο όλοι κινούμαστε και κατάδυση στην άβυσσο του υπαρξιακού τρόμου. Στον κόσμο της Τζάκετ, ο χρόνος έχει παγώσει, η σιωπή βασιλεύει επικρεμάμενη και η νύχτα δυσφορεί. Η πρόζα του/της συγγραφέα είναι βαλτώδης, στατική, σε έναν σταθερό, μονότονο ρυθμό, χωρίς δραματικές εξάρσεις και εναλλαγές, χωρίς καθάρσεις και λυτρώσεις: η κάθε μέρα διαδέχεται την επόμενη απαράλλαχτη, βουτηγμένη στην απελπισία, τα τρόφιμα σαπίζουν, τα ζώα νοσούν και πεθαίνουν, οι άνθρωποι γίνονται όλο και πιο ισχνοί και μέρα με τη μέρα εξαϋλώνονται.
Σημείο αναφοράς σε όλη την αφήγηση είναι η φωνή της Τζάκετ, μια από τις πιο ιδιάζουσες και αυθεντικές φωνές παιδικού αφηγητή που έχουμε διαβάσει στη λογοτεχνία: με εμμονική παρατηρητικότητα και προσήλωση στη λεπτομέρεια, σε όλες τις ανεπάισθητες κινήσεις των ενηλίκων, που είναι όμως καθοριστικής σημασίας στα μάτια των παιδιών, η Τζάκετ μας μεταφέρει πλήρως στη ζοφερή της καθημερινότητα. Με παρομοιώσεις αλλόκοτες, αλλά ακριβείς και κοφτερές σαν αιχμηρό μαχαίρι, ο/η συγγραφέας αποδίδει άψογα τη βία, τη σκληρότητα και τη δυσωδία που κρύβονται σε κάθε γωνιά του σπιτικού, τον θάνατο, τη σήψη και την αποφορά που βασιλεύουν παντού.
Η Τζάκετ διαρκώς αναμένει την Αποκάλυψη, την Ημέρα της Κρίσης, την ημέρα που το αποστεωμένο κορμί της μητέρας της, που έχει σταματήσει να τρώει, θα εξαντληθεί από την ασιτία και θα την εγκαταλέιψει, την ημέρα που ο πατέρας της θα πραγματοποιήσει τις απειλές του και θα τους εγκαταλείψει εκείνος, την ημέρα που ο Θάνατος θα τους (ξανα)χτυπήσει την πόρτα, αμείλικτος και τελεσίδικος. Ασυνείδητα προσπαθεί διαρκώς να προετοιμαστεί για την έλευση του Κακού: εφευρίσκει πιθανούς τρόπους θανάτου των γονιών της σε ένα διεστραμμένο παιχνίδι με τη μικρή της αδελφή, βασανίζει και σκοτώνει μικρά ζώα και έντομα μαζί με τον αδερφό της σε μια ύστατη απόπειρα να κατανοήσει το μυστήριο του θανάτου, κάνει εκκλήσεις και θυσίες σε έναν απρόσωπο, ανάλγητο Θεό για να της επιτρέψει να ζήσει, να προφυλαχθεί από τις αρρώστιες που καραδοκούν παντού γύρω της, πλασματικά προστατευμένη μέσα στο κόκκινο τζάκετ της, το τελευταίο της οχυρό απέναντι σε έναν κόσμο που αδυνατεί να κατανοήσει. Η Τζάκετ ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, η εμμονική της φοβία για τις ασθένειες αγγίζει μεταιχμιακά τους αυτοκτονικούς ιδεασμούς και τις φαντασιώσεις θανάτου, που περιζώνουν το μυαλό της όσο σφιχτά σφίγγεται η θηλιά γύρω από τον λαιμό της.
«Ο Θεός τιμώρησε με τις πληγές την Αίγυπτο επειδή οι άνθρωποι ήθελαν να πάνε στην άλλη πλευρά». Η Τζάκετ και η μικρή αδερφή της, η Χάνα, θέλουν να περάσουν στην άλλη πλευρά, πέρα από τη γέφυρα που διαχωρίζει το θρησκόληπτο χωριό τους από την πόλη, πέρα από την παγωμένη λίμνη και τον αβυσσώδη βυθό της, πέρα από τη δυστυχία και τον θρήνο τους. Όμως, αυτό δεν τους επιτρέπεται – από τη θρησκεία τους, που προτάσσει το διαρκές αυτομαστίγωμα και την (αυτο)τιμωρία για τις αμαρτίες, από τους δύο διαλυμένους γονείς τους, που βουλιάζουν μέσα σε έναν ωκεανό θλίψης, από τους ίδιους τους εαυτούς τους, τις δικές τους τύψεις και ενοχές. Ο/η συγγραφέας δεν παρέχει καμία διέξοδο, καμία αχτίδα ελπίδας, γιατί γνωρίζει ότι το πιο πηχτό, το βαθύτερο σκοτάδι είναι αυτό που πηγάζει από μέσα μας: εμείς οι ίδιοι είμαστε ο βυθός της παγωμένης λίμνης μας. Μπορούμε να κλωτσήσουμε εναγωνίως, να κολυμπήσουμε για να αναδυθούμε στην επιφάνεια, και μπορούμε και να αφεθούμε, εξαντλημένοι να σταματήσουμε την προσπάθεια και να βουλιάξουμε αδρανείς στο σκότος. Και αυτή εδώ η ιστορία, είναι μια ιστορία για αυτούς που βουλιάζουν.
Μια βάναυση, ερεβώδης ελεγεία για την απώλεια, για τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και τον πουριτανισμό, για τη σεξουαλικότητα και τα ρευστά όριά της, για την οικογένεια και τη σαθρότητα του οικοδομήματός της, για τη ματαιότητα και τον τρόμο μπροστά στη βεβαιότητα του θανάτου, μα κυρίως για ένα παιδί και την απέλπιδα προσπάθειά του να ξορκίσει τους δαίμονές του. Ένα βιβλίο όπου η ωμότητα και η αποκτήνωση διαπλέκονται με την ποιητική ομορφιά και τον λυρισμό, απαιτητικό και συχνά αβάσταχτο, όμως τόσο σπάνιας και αποκοσμης ομορφιάς. Ένας λογοτεχνικός, και υπαρξιακός, άθλος.