Είναι Πάντα οι Άλλοι που Πεθαίνουν – Noir μετά τον Μάη ’68

Μάνος Βασιλείου - Αρώνης Από Μάνος Βασιλείου - Αρώνης 9 Λεπτά Ανάγνωσης

«Πάντα οι άλλοι» πεθαίνουν. Έτσι γράφει το επίγραμμα στο μνήμα του Marcel Duchamp, του πρωτοπόρου Γάλλου καλλιτέχνη, ο οποίος αποτέλεσε πηγή έμπνευσης του Jean-François Vilar για το λογοτεχνικό ντεμπούτο του, το 1982. Ο θάνατος των άλλων «είναι πάντα ένα θέμα για συζήτηση» σχολιάζει ο Vilar, ο οποίος έσκαψε βαθύτερα στην αρχική ιδέα του Duchamp:

«Δεν θα υπάρξει καμία διαφορά ανάμεσα στη στιγμή που θα είμαι νεκρός και τώρα, διότι δεν θα το ξέρω»

Η αντισυμβατική καλλιτεχνική έκφραση του Duchamp και το πολιτικό κλίμα του Μάη του ’68 αποτέλεσαν τις δύο βασικές αναφορές του πρώτου αυτού βιβλίου του Vilar, ο οποίος καθιερώθηκε με τα χρόνια ως ένας απ’ τους σημαντικότερους εκπροσώπους του γαλλικού néo-polar, παρόλο που το δημοσιευμένο συγγραφικό του έργο είναι σχετικά περιορισμένο ποσοτικά. Στα νεανικά του χρόνια ο Vilar αποτέλεσε ηγετικό στέλεχος της Ligue Communiste Revolutionaire (LCR), ενώ παράλληλα απασχολούνταν ως μόνιμος δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας εφημερίδας Rouge μαζί με τον Daniel Bensaïd. Το πρώτο του μυθιστόρημα το έγραψε λίγο καιρό αφότου είχε αποσυρθεί απ’ την ενεργό κινηματική δράση κι αυτή η συνθήκη αποτυπώνεται στο ύφος και στην ιστορία του.

Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Βίκτορ Μπλενβίλ, είναι το λογοτεχνικό alter ego του συγγραφέα. Είχε και ο ίδιος αντίστοιχη πορεία στις επαναστατικές οργανώσεις, δραστηριοποιούμενος στη νόμιμη και παράνομη πολιτική δράση, ιδίως τον Μάη ’68, όμως πλέον έχει αποσυρθεί από το κίνημα. Στο σπίτι του είναι μόνος με τις τρεις γάτες του, που σχηματίζουν μία μικρή κομματική κεντρική επιτροπή, καθώς τα ονόματά τους είναι Ράντεκ, Κάμενεφ και Ζινόβιεφ. Επαγγελματικά συνεχίζει να απασχολείται ως φωτογράφος μίας αριστερής εφημερίδας, όμως πλέον όσο κάνει ρεπορτάζ κυριαρχούν ο κυνισμός και η απογοήτευση. Εξακολουθεί να μαγεύεται από την τέχνη της φωτογραφίας, όμως προτιμά να φωτογραφίζει αξιοπερίεργα συμβάντα ή όμορφες γυναίκες, παρά διαδηλώσεις για πρωτοσέλιδα εφημερίδων. Με ένα τέτοιο αινιγματικό συμβάν θα έρθει αντιμέτωπος όταν θα βρεθεί ανυποψίαστος στη στοά ντι Κερ, λόγω ενός ραντεβού με έναν γνωστό από τα παλιά. Όμως αντί να συναντήσει εκείνον, θα γίνει μάρτυρας μίας μακάβριας σκηνής: μία νεκρή γυναίκα, το σώμα της οποίας έχει τοποθετηθεί σε μία βιτρίνα, σαν να αναπαριστά το έργο Δεδομένα του Marcel Duchamp. Το φωτογραφίζει. Έχει πλέον εμπλακεί σε ένα -εκ πρώτης όψεως- ανεξήγητο έγκλημα, έναν φόνο που θα χαρακτηρίσουν «σουρεαλιστικό» οι εφημερίδες, του οποίου θεωρείται ο βασικός ύποπτος:

«Πίσω από τη βιτρίνα μία πολύ βρόμικη βιτρίνα, υπάρχει ένας τοίχος και πίσω από τον τοίχο… υπάρχει ένα πτώμα […] Μια κοπέλα. Γυμνή. Καταλαβαίνετε. Σοβαρά τώρα: το χωράει ο νους σας;»

Χαρακτηριστικό γνώρισμα του γαλλικού néo-polar είναι το κοινωνικο-πολιτικό του σχόλιο, το οποίο δεν χρησιμοποιείται απλώς σαν ντεκόρ, αλλά είναι δομικό στοιχείο του έργου. Στην αφήγηση του Vilar συνεχώς επανέρχεται η ιδέα της κοινωνικο-πολιτικής σύγκρουσης, όχι μόνον ως παρελθόν (Μάης ’68) αλλά και ως ζώσα πραγματικότητα. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι στο background της βασικής ιστορίας βρίσκεται η βραδιά των γαλλικών εκλογών, εκείνων των εκλογών του 1981 στις οποίες εξελέγη για πρώτη φορά σοσιαλιστής πρόεδρος, ο François Mitterrand. Η στήριξη της Αριστεράς στον κεντροαριστερό Mitterrand αποτυπώνεται με τους πανηγυρισμούς στους δρόμους υπό τους ήχους της Διεθνούς, ένα νικηφόρο κλίμα ενός εκστασιασμένου πλήθους, το οποίο καλείται να αποτυπώσει ο φωτογραφικός φακός του πρωταγωνιστή, ως ανταποκριτής της εφημερίδας:

«Στην πλατεία Βαστίλης, κοντά στο παλιό Ντιπόν, μια μικρή συγκέντρωση ψάχνεται για φασαρία («Νικήσαμε! Νικήσαμε!»). Ευφορία λιγάκι αμήχανη. Δυο τρεις τύποι πασπατεύουν τμήματα του μεταλλικού φράγματος και καμώνονται ότι θα τα σύρουν στο οδόστρωμα. Όταν ο δρόμος μας ανήκει, πρέπει λοιπόν να βάζουμε φράγματα; Περίεργα πράγματα.»

Όμως ο Vilar και ο πρωταγωνιστής του δεν συμμερίζονται τον ενθουσιασμό της Αριστεράς που πανηγυρίζει στους δρόμους. Ας μην ξεχνάμε ότι το βιβλίο γράφτηκε το 1981 και δημοσιεύτηκε το 1982, έναν μόλις χρόνο μετά την πρώτη εκλογική νίκη του Mitterrand, ο οποίος μάλιστα στην πρώτη του κυβέρνηση είχε τοποθετήσει και τέσσερις υπουργούς από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Όμως ο Vilar παρέμενε καχύποπτος:

«Όλο το δράμα των λαϊκών νικών, όταν είναι εκλογικές, περιέχεται σε αυτή την ηλίθια κραυγή [«Νικήσαμε!»]. Φωτογραφία. Φωτογραφία των νέων κατόχων της πλειοψηφίας και μελλοντικών κερατάδων

Μπορεί ο ήρωάς του Vilar να έχει αποσυρθεί απ’ την πολιτική δράση, όμως έχοντας γαλουχηθεί για χρόνια σε επαναστατικές οργανώσεις, δεν έχει αποβάλλει τις ιδεολογικές του αξίες, ούτε τα πολιτικά αντανακλαστικά του. Κατηγορεί, μεν, τους πρώην συντρόφους του ότι έγιναν γραφειοκράτες, όμως παραμένει αντίπαλος της κάθε εξουσίας και ιδίως της αστυνομικής (ως γνήσιο τέκνο του Μαη ’68). Το απρόσμενο για εκείνον είναι ότι και για το κράτος και την αστυνομία διατηρεί το στάτους του «επικίνδυνου», του «πρώην κομμουνιστή» για τον οποίον υπάρχει πλούσιος φάκελος με λεπτομέρειες για τη ζωή του, όπως θα του αποκαλύψει ο Βιγιόν, ο ντετέκτιβ που έχει αναλάβει να εξιχνιάσει την υπόθεση της νεκρής κοπέλας της στοάς ντι Κερ. Η πρώτη τους συνάντηση, η επίσκεψη του Βιγιόν στο σπίτι του Μπλενβίλ, είναι μία αριστοτεχνικά σκηνοθετημένη σκηνή, θεατρικού ύφους. Η ένταση βρίσκεται διαρκώς στα ύψη, ενώ και οι δύο χαρακτήρες προσπαθούν να δείχνουν ήρεμοι, παρότι η κουβέντα τους ξεπερνάει πολλές φορές τα όρια. Είναι σαν μία παρτίδα σκάκι, η οποία παίζεται σε όλο το βιβλίο. Την πρώτη κίνηση την έχει κάνει ο Βιγιόν, πληροφορώντας τον Μπλενβίλ ότι είναι ο βασικός του ύποπτος:

«Έχω και με το παραπάνω λόγους να σας θεωρήσω τον νούμερο ένα μου ύποπτο. Θα μπορούσα να σας απαγγείλω κατηγορία»

Η μετάφραση του βιβλίου από τον Γιώργο Χαρλαμπίτα είναι φροντισμένη, με χρήσιμες σημειώσεις προκειμένου να μην χάνονται τα γλωσσικά παιχνίδια της πρωτότυπης γραφής. Αντίστοιχα, το επίμετρο του Παύλου Νικολακόπουλου είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικό για το έργο του Vilar. Διαβάζουμε σε αυτό:

«Για τους πιο ενήμερους αναγνώστες στη γαλλική σκηνή του εν λόγω είδους [polar], ο Βιλάρ υπήρξε άξιος συνεχιστής και αναπόσπαστο πλέον μέλος μιας πλειάδας πολύ σημαντικών συγγραφέων, με έντονο το πολιτικό στοιχείο στη γραφή τους, πρώην στρατευμένων στις οργανώσεις της τότε εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Αυτοί έθεσαν στο στόχαστρο της πένας τους με απροκάλυπτα κριτικό τρόπο, τα παραδεδεγμένα αφασικά στερεότυπα της εμπορευματικής κοινωνίας. Χρησιμοποιώντας ένα ευρύ φάσμα εκφραστικών μέσων […] κατάφεραν να δημιουργήσουν την ευδιάκριτη υποκατηγορία που ευδοκίμησε κάτω από τον τίτλο o-polar. Το κατεξοχήν, για εμένα, πολιτικό μυθιστόρημα του 20ου αιώνα.»

Με την κυκλοφορία του «Είναι Πάντα οι Άλλοι που Πεθαίνουν» οι εκδόσεις των Συναδέλφων προτείνουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ένα νέο αναγνωστικό ταξίδι στο γαλλικό néo-polar. Ακολουθώντας την εξαιρετικά επιτυχημένη εκδοτική τους επιλογή να μεταφράσουν στα ελληνικά το πλούσιο έργο του Frédéric Fajardie, έφτασε η ώρα να μας γνωρίσουν μία ακόμη σημαντική πένα του γαλλικού o-polar, τον Jean-François Vilar. Μάλιστα, δεν είναι τυχαία η επιλογή τους να κυκλοφορήσουν το βιβλίο παράλληλα με τον νέο μεταφρασμένο τίτλο του Fajardie, το Full Speed, το οποίο φρόντισαν να έχει το ίδιο φορμάτ σε καφέ απόχρωση. Έχοντας απολαύσει στο έπακρο το πρώτο βιβλίο του Vilar, δεν θα παραξενευτώ εάν σε λίγα χρόνια οι νέες μεταφράσεις των βιβλίων του αποτελούν εκδοτικά γεγονότα ισάξια με τα πολύ δημοφιλή -πλέον- βιβλία του Fajardie.

Μοιραστείτε το Άρθρο
Γεννήθηκε το 1993, δηλαδή ήταν 6 χρονών όταν είδε πρώτη φορά το Star Wars. Κάπου στο Λύκειο κατέληξε ότι η αλήθεια βρίσκεται στον Sheldon και από τότε προσπαθεί να ανακαλύψει τον κόσμο των nerds και των superheroes, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Αγαπημένο του χρώμα το κόκκινο: στις σημαίες, στον Flash, στον Deadpool, ενώ στις μπλούζες το προτιμά με λευκές λωρίδες. Τελευταία το παίζει και δικηγόρος, χωρίς καμία επιτυχία.