Μια μητέρα ανησυχεί για τον σύζυγο της κόρης της, που έχει επιστρέψει από τον πόλεμο αλλαγμένος· δύο φίλες από το πανεπιστήμιο αναθυμούνται τα ξέγνοιαστα φοιτητικά τους χρόνια και τους πρώτους τους έρωτες· ένα 4χρονο αγόρι επιμένει να το σκάει από το σπίτι του και να εξαφανίζεται όποτε είναι λυπημένο· ένας Αμερικανός στρατιώτης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θυμάται τη σημαδιακή συνάντησή του με ένα 13χρονο κορίτσι στην Αγγλία, που του άλλαξε τη ζωή· ένα 10χρονο αγόρι, παιδί-θαύμα, προσπαθεί να εξηγήσει στους ενήλικες γύρω του τους περιορισμούς του υλικού κόσμου και της λογικής σκέψης και τη φιλοσοφία του Ζεν Βουδισμού και των μετενσαρκώσεων.
Αυτοί είναι οι ήρωες των Εννέα Ιστοριών του J.D. Salinger, της κλασικής πλέον συλλογής διηγημάτων του, που είχαν πρωτοδημοσιευτεί, σχεδόν στο σύνολό τους, στον New Yorker και ανθολογήθηκαν συγκεντρωμένα το 1953. Μετά από χρόνια που το βιβλίο ήταν εξαντλημένο στα ελληνικά, επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, που εκδίδουν πλέον το σύνολο του έργου του Salinger, στην αριστοτεχνική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Η συλλογή ξεκινά με το γνωστότερο από τα διηγήματα που φιλοξενεί, Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα, όπου εμφανίζονται μέλη των Γκλας, της οικογένειας που απασχολεί τον μεγαλύτερο όγκο του όψιμου έργου του Salinger. Η Μύριελ Γκλας μιλά στο τηλέφωνο με τη μητέρα της, η οποία είναι εμφανώς ανήσυχη για την ψυχική υγεία του συζύγου της κόρης της, Σίμουρ Γκλας, κεντρικού και πλέον σημαίνοντος μέλους της οικογένειας Γκλας. Ως είθισται στο έργο του Salinger, η ανάπτυξη των χαρακτήρων συντελείται και η εξέλιξη της πλοκής προωθείται αποκλειστικά μέσα από τους διαλόγους, με γλώσσα απλή, λιτή και εκφραστική, τα παρελθοντικά συμβάντα αναφέρονται απλώς περιφραστικά, οι ψυχικές καταστάσεις των ηρώων, οι σκέψεις και τα συναισθήματά τους υπονοούνται αντί να περιγράφονται, και έτσι ο Salinger σκιαγραφεί, σταδιακά και υπαινικτικά, το πορτρέτο ενός άνδρα βασανισμένου, καταθλιπτικού, γέννημα-θρέμμα του Μεταπολέμου.
Οι θεματικές που χαρακτηρίζουν το έργο του Salinger απασχολούν και το διήγημα αυτό: η μοναξιά, η αποξένωση, η απόγνωση και η υπαρξιακή απελπισία, η αδυναμία επικοινωνίας και βαθύτερης, ουσιαστικής σύνδεσης με ανθρώπους κάλπικους, ρηχούς και επιφανειακούς, όπως η Μύριελ Γκλας και η μητέρα της τους ενσαρκώνουν. Μοναδική φωτεινή αναλαμπή και ελπίδα τα παιδιά – η Σύμπιλ Κάρπεντερ είναι ο μόνος χαρακτήρας που κατανοεί και επικοινωνεί με τον Σίμουρ, όμως ούτε εκείνη αρκεί για να αποτρέψει τη νομοτελειακή κατάληξη. Σαν τα μπανανόψαρα που περιγράφει στη Σύμπιλ, και ο ίδιος ο Σίμουρ έχει φουσκώσει, πνίγεται από την υποκρισία και τη φαυλότητα, και το τέλος του είναι αναπότρεπτο.
Ο Salinger επανέρχεται στην οικογένεια Γκλας και στο διήγημα Κάτω στη βάρκα, όπου πρωταγωνιστεί ο 4χρονος Λάιονελ, ανιψιός του Σίμουρ, με τον οποίο μοιράζεται την ίδια ευαισθησία, τις ίδιες τεντωμένες χορδές σε κάθε μικρή σκληρότητα της ζωής, τον ίδιο αναχωρητισμό και απομόνωση κάθε φορά που πληγώνεται, την ίδια, αναπόδραστη, μοναξιά. Alter-ego του Σίμουρ Γκλας, αλλά και του ίδιου του Salinger, είναι ο Λοχίας Α, πρωταγωνιστής του αριστουργήματος της συλλογής, Για την Έσμε, με φρικωδία και αγάπη. Μια τυχαία συνάντηση ενός εκπαιδευόμενου Αμερικανού στρατιώτη λίγο πριν την απόβαση στη Νορμανδία με ένα χαρισματικό, δυσανάλογα ώριμο, ορφανό 13χρονο κορίτσι είναι και αυτή που θα τον σώσει από τον νευρικό κλονισμό, την κατάθλιψη και την υπαρξιακή άβυσσο στην οποία έχει βουλιάξει μετά τη λήξη του πολέμου. Με χειρουργική ακρίβεια στην ανάπτυξη χαρακτήρων, λεπτοκέντημα στους διαλόγους και απαράμιλλη ευαισθησία, ιδίως στο συγκινητικό, απρόσμενα αισιόδοξο φινάλε, ο Salinger συντάσσει ένα γράμμα αγάπης, μια αυτοαναφορική ευχαριστήρια επιστολή, όπου η φρικωδία συμπλέει με την αγάπη, το τραύμα με τη θεραπεία και τη λύτρωση.
Η εύθραυστη, λαβωμένη αρρενωπότητα, η προδοσία και η απιστία είναι οι θεματικές γύρω από τις οποίες περιστρέφεται το διήγημα Όμορφο στόμα, πράσινα τα μάτια μου, όπου τρεις ενήλικες ξεστομίζουν επανειλημμένα ψέματα ο ένας στον άλλον, συνεχίζουν ένα γαϊτανάκι εξαπάτησης κατά τη διάρκεια ενός μεταμεσονύκτιου τηλεφωνήματος. Η μικροαστική/συζυγική ανία απασχολεί το διήγημα Ο Θείος Βίγλης στο Κοννέτικατ, όπου δύο παλιές φίλες ξαναβρίσκονται ένα χειμωνιάτικο, χιονισμένο απόγευμα, πίνουν διαδοχικά ουίσκι-σόδα στον καναπέ του καθιστικού της μίας και αναπολούν τα φοιτητικά τους χρόνια. Η νοσταλγία για την ανεμελιά και την αθωότητα, για μέρες ανέφελες και έρωτες αληθινούς αντικαθίστανται από τη συζυγική δυσθυμία, τον εγκλωβισμό σε γάμους δυστυχισμένους και στις περιχαρακώσεις της οικιακής ζωής. Μέσα από ελαφρώς μεθυσμένους, γι’ αυτό και ανυπόκριτα ειλικρινείς, διαλόγους, ο Salinger συνθέτει το πορτρέτο της Ελοΐζ, μιας γυναίκας αιχμάλωτης εντός των περιοριστικών δεσμών του ρόλου της ως συζύγου, μητέρας και νοικοκυράς, που το μόνο που της απομένει είναι οι αναμνήσεις μιας ζωής πρότερης, της μοναδικής φοράς που γνώρισε τον έρωτα. Στο πεσιμιστικό φινάλε, η Ελοΐζ γκρεμίζει συθέμελα τον φαντασιακό κόσμο της μικρής της κόρης και την προσγειώνει απότομα σε έναν κόσμο ενηλίκων, ρεαλιστικό, σκληρό και κυνικό, τον κόσμο στον οποίο και η ίδια αναγκάστηκε να εγκλιματιστεί.
Το βάναυσο, απότομο τέλος της παιδικής αθωότητας είναι η θεματική και του Γελαστού, όπου η ιστορία που διηγείται ο ενήλικος αρχηγός της ομάδας μπέιζμπολ στα μικρά αγόρια – μέλη της ομάδας, για τα κατορθώματα ενός ατρόμητου, άτρωτου ληστή, λαμβάνει ένα άδοξο, αιφνιδιαστικό τέλος, συμπορευόμενο με την προσωπική ζωή του αφηγητή της. Σε αυτήν τη γλυκόπικρη ιστορία ενηλικίωσης, η παιδικότητα, όπως η ιστορία του Γελαστού τη συμβολίζει, τελειώνει αναπάντεχα, τραγικά, και οι μουδιασμένοι ακροατές δεν έχουν πλέον άλλη επιλογή από το να επιστρέψουν σπίτι, στους κόλπους της αυστηρής και διόλου ηρωικής οικογένειας, να πάνε γρήγορα για ύπνο.
Δεν είναι, όμως, όλες οι ιστορίες της συλλογής κυνικές και απαισιόδοξες: στο Λίγο πριν από τον πόλεμο με τους Εσκιμώους, παρατηρούμε τη μετάβαση της Τζίννι Μάννοξ από την αγανάκτηση και τον θυμό στον αλτρουισμό, τη φροντίδα και την αλληλεγγύη, τον μετασχηματισμό της (ταξικής) οργής της προς την αχάριστη συμμαθήτριά της στην επιθυμία κατανόησης και φροντίδας, με υπόκωφες, αδιόρατες νότες ερωτικής έλξης, του μεγαλύτερου αδελφού της, Φράνκλιν, τυπικού σαλιντζερικού ήρωα, λαβωμένου σωματικά και ψυχικά, και εν τέλει στη συγχώρεση και τον ουμανισμό, σε μια από τις πιο τρυφερές, ανθρώπινες ιστορίες της συλλογής.
Στη Γαλάζια περίοδο του Ντε Ντομιέ-Σμιθ, ένας κατά τα λοιπά νάρκισσος, αλαζόνας, φέρελπις ζωγράφος βιώνει μια σειρά από μεταφυσικές, μυστικιστικές επιφοιτήσεις, κοιτάζοντας τη βιτρίνα ενός καταστήματος ορθοπεδικών. Το υπερβατικό απασχολεί και το τελευταίο διήγημα της συλλογής, Τέντυ, αυτό που ενσωματώνει στην ολότητά της τη φιλοσοφία του Salinger, τον Ζεν Βουδισμό και την πίστη του στις μετενσαρκώσεις, όπου ένα παιδί-θαύμα, οδεύοντας προς το αναπόφευκτο, προ-οικονομημένο τέλος του, προσπαθεί να διαφωτίσει τους ενήλικες γύρω του για την ασημαντότητα του υλικού κόσμου και την επιτακτική ανάγκη να στραφούν ενδότερα, πνευματιστικά και υπερβατικά.
Ο Salinger, στις Εννέα Ιστορίες του, συνεχίζει να ανατέμνει την αμερικανική, μεταπολεμική αστική τάξη, μια κοινωνία και μια γενιά απολεσθεισών ψευδαισθήσεων και ματαιωμένου αμερικανικού ονείρου, ενός κόσμου υλιστικού, ρηχού και υπερκαταναλωτικού, όπου κυριαρχεί η υποκρισία, η φαυλότητα και η ρηχότητα, μια κοινωνία κάλπηδων. Αποκλειστικά μέσα από τους διαλόγους των χαρακτήρων του, μέσα από στιγμιαίες ματιές στις ζωές τους και στις καταστάσεις στις οποίες μετέχουν, ο Salinger τους ψυχογραφεί, μεθοδικά και ακραιφνώς, όσο τα προβλήματα, τα συναισθήματα και όλο το βάθος του ψυχισμού τους αναδύονται.
Σταθερά πρωταγωνιστικό ρόλο στην αφήγησή του διαδραματίζουν τα παιδιά, άδολα, ειλικρινή και πάνσοφα, η δική τους αγνότητα και, ενίοτε, πνευματική ανωτερότητα σε αντίστιξη με την ηθική απαξία του κόσμου των ενηλίκων, έναν κόσμο καταθλιπτικών και νευρωτικών που αναζητούν απέλπιδα την ευτυχία, περιορισμένοι από τις ματεριαλιστικές ανάγκες τους, τις καπιταλιστικές, κομφορμιστικές και ηθικοπλαστικές προσταγές, αλλά και τις οντολογικές, ψευδεπίγραφες κατά τον Salinger, βεβαιότητές τους.
Στις Εννέα Ιστορίες, ο Salinger εξερευνά γνώριμες θεματικές του – το τέλος της αθωότητας, η φρίκη του πολέμου και τα απότοκά της, η διαλεκτική σχέση μεταξύ αφηγητή και αφηγήματος, η μοναξιά και η αποξένωση εντός του μητροπολιτικού πλέγματος. Σερβίρει λεπτοκομμένες αλλά αρκούντως πλούσιες σε περιεχόμενο φέτες ζωής, το ενδοσκοπικό μεδούλι των ψυχογραφημάτων των χαρακτήρων του, και μια ρεαλιστική, εναργή κάτοψη της μεταπολεμικής Αμερικής και των ψευδαισθήσεών της. Μια συλλογή διηγημάτων – κόσμημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.