«Ψάχνουμε για το Αμερικάνικο Όνειρο και μας έχουν πει ότι βρίσκεται κάπου εδώ κοντά»
Ένα roadtrip που φαινομενικά ξεκινάει ως ένα επαγγελματικό ταξίδι του δημοσιογράφου Ραούλ Ντιουκ και του δικηγόρου του, το οποίο απ’ την πρώτη στιγμή εκτροχιάζεται σε μία ψυχεδελική αναζήτηση του Αμερικάνικου Ονείρου γεμάτη ναρκωτικά, πολυτελή αυτοκίνητα, βία και παρανομίες.
Το μυθιστόρημα του Hunter S. Thompson «Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας» δημοσιεύτηκε αρχικά το 1971 σε δύο συνέχειες στο περιοδικό Rolling Stone αλλά πήρε διαστάσεις underground φαινομένου της ποπ κουλτούρας όταν το 1997 το μετέφερε στον κινηματογράφο ο Terry Gilliam (12 Monkeys, The Man Who Killed Don Quixote), ο οποίος υπήρξε ένα απ’ τα σημαντικότερα μέλη των Monty Python. Στα ελληνικά είχε μεταφραστεί ήδη απ’ το 1998 απ’ τον Αλέξη Καλοφωλιά (μεταφραστή και μουσικό, μέλος του συγκροτήματος Last Drive) για τις εκδόσεις Πατάκης, οι οποίες φέτος το καλοκαίρι επανέκδωσαν τον -από χρόνια- εξαντλημένο τίτλο με ένα νέο πανέμορφο εξώφυλλο με ένα απ’ τα πιο χαρακτηριστικά σκίτσα που έχει σχεδιάσει για το βιβλίο ο Ralph Steadman.
Ήδη απ’ τις πρώτες γραμμές του μυθιστορήματός του ο Thompson μας βάζει στο κλίμα του βιβλίου:
«Βρισκόμασταν κάπου κοντά στο Μπάρστοου, στις παρυφές της ερήμου, όταν άρχισαν να μας πιάνουν τα ναρκωτικά».
Αυτό που θα ακολουθήσει είναι ένα άγριο roadtrip δύο φίλων που βρίσκονται συνεχώς υπό την επήρεια μίας μείξης διαφόρων ειδών ναρκωτικών και αλκοόλ, επιδιώκοντας έτσι να ανακαλύψουν το Αμερικάνικο Όνειρο στο Λας Βέγκας, μία πόλη – καπιταλιστική βιτρίνα, γεμάτη καζίνο, πολυτέλεια και εφήμερο πλούτο. Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος ο Ντιουκ έχει αναλάβει να καλύψει το Μιντ 400, έναν διήμερο αγώνα δρόμου μηχανών, ενώ στο δεύτερο μέρος -κι ενώ τίποτα δεν είχε κυλίσει ομαλά μέχρι τότε- ο Ντιουκ και ο δικηγόρος του αποφασίζουν να συμμετάσχουν σε ένα Συνέδριο κατά των Ναρκωτικών που διεξάγεται σε ένα ξενοδοχείο γεμάτο αστυνομικούς, προκειμένου να εκπροσωπήσουν την «κουλτούρα των ναρκωτικών».
Αφηγητής είναι ο δημιοσιογράφος Ραούλ Ντιουκ, του οποίου ο γραπτός λόγος είναι συνεχώς στο μεταίχμιο μεταξύ διήγησης και παραληρήματος, που προκαλείται απ’ την ασταμάτητη χρήση ναρκωτικών. Η πραγματικότητα αναμειγνύεται συνεχώς με σουρεαλιστικές εικόνες, εσωτερικές σκέψεις και φόβους που μεγεθύνονται απ’ την επίδραση των ναρκωτικών ουσιών που θολώνουν τη σκέψη του. Ο Ντιουκ γι’ αυτό το λόγο έχει θεωρηθεί λογοτεχνικό alter ego του Hunter S. Thompson, ο οποίος ως δημοσιογράφος αποτελεί τον ιδρυτή και πρωτεργάτη της gonzo δημοσιογραφίας, ενός είδους δημοσιογραφίας που αποποιείται το στόχο της αντικειμενικότητας, επιτάσσοντας στο δημοσιογράφο να βιώσει προσωπικά στο έπακρο το αντικείμενο έρευνάς του, να εμπλακεί προσωπικά στην ιστορία που θα αφηγηθεί στους αναγνώστες, δίνοντας ζωντάνια και ρεαλισμό στη δημοσιογραφική έρευνα. Η gonzo δημοσιογραφία τελικά ανέδειξε τον Thompson σε μία απ’ τις πιο αντισυμβατικές φιγούρας της μεταπολεμικής Αμερικής του προηγούμενου αιώνα, σε έναν θερμό υπερασπιστή μίας underground κουλτούρας αναπόλησης της απόπειρας ελευθερίας της δεκαετίας του ’60. Το lifestyle του το είχε περιγράψει καλύτερα ο ίδιος, λέγοντας «δεν μου αρέσει να συστήνω τα ναρκωτικά, το αλκοόλ, τη βία και την παράνοια σε κανέναν, αλλά η αλήθεια είναι ότι πάντα δούλευαν σε εμένα».
Το -κλασσικό πλέον- έργο του Thompson βυθίζει τον αναγνώστη στην underground κουλτούρα της δεκαετίας των ‘60s στις ΗΠΑ. Οι πρωταγωνιστές με την στάση τους αμφισβητούν -με τον δικό του ακραίο τρόπο- τα κυρίαρχα πρότυπα του καπιταλιστικού κόσμου. Βυθίζονται στα ναρκωτικά, στην πραγματικότητα όχι για να ανακαλύψουν -όπως ισχυρίζονται- το Αμερικάνικο Όνειρο, αλλά για να αποδείξουν πόσο ψεύτικες είναι οι υποσχέσεις πλουτισμού και ευμάρειας του καπιταλισμού. Το Λας Βέγκας δεν επιλέγεται τυχαία ως τόπος για το άγριο ξέσπασμά τους, αφού εκεί βρίσκεται η πιο αντιπροσωπευτική εικόνα των ψεύτικων υποσχέσεων του καπιταλισμού, ο οποίος δελεάζει μεν με τα πλούτη και την τις υποσχέσεις για μία πολυτελή ζωή, αλλά αυτό το όνειρο διαλύεται γρήγορα. Τα θύματά του βρίσκονται συχνά πεταμένα απένταρα στη γωνία κάποιου κακόφημου μπαρ, υπενθυμίζοντάς τους ότι δεν χωράνε στο καπιταλιστικό όνειρο. Οι δύο αντι-ήρωες του βιβλίου, πίσω απ’ το τιμόνι μίας ξεσκέπαστης Cadillac που νοίκιασαν με πλαστή πιστωτική κάρτα, θα καταστρέψουν στο διάβα τους καθετί που αντιπροσωπεύει αυτό τον κόσμο, τον πασπαλισμένο με πλαστικό, ψέματα και φρούδες ελπίδες. Φυσικά το βιβλίο του Thompson παραμένει κυρίως μία ψυχεδελική παρωδία, ένα διασκεδαστικό αλλά και βίαιο roadtrip αναπόλησης της δεκαετίας του ’60. Όμως δεν είναι λίγες οι φορές που ο Thompson στο βιβλίο του επιλέγει την ευθεία κριτική στη διακυβέρνηση Nixon για τον ακραίο συντηρητισμό της, αλλά και για το πιο φλέγον ζήτημα εκείνης της εποχής, τον πόλεμο του Βιετνάμ. Επιπλέον ο Thompson δεν χάνει ευκαιρία να αναδείξει την αποστροφή του για τους αστυνομικούς, τα “γουρούνια” όπως βάζει τους πρωταγωνιστές του να τους αποκαλούν, μια έκφραση που εν πολλοίς καθιερώθηκε εκείνη την εποχή απ’ το κίνημα Black Power και ιδιαίτερα από τους Μαύρους Πάνθηρες.
Το «Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας» μετά από τόσες δεκαετίες θεωρείται ένας θρύλος πλέον στο είδος του και ανέδειξε τον συγγραφέα του ως πρωτοπόρο ενός είδους δημοσιογραφίας (της gonzo δημοσιογραφίας), όμως είχε κι αυτό τους δικούς του προγόνους απ’ τους οποίους επηρεάστηκε για να χτίσει το δικό του μύθο. Αυτοί ήταν κυρίως η γενιά των Μπιτ. Το άγριο roadtrip στο Λας Βέγκας έχει σαφείς επιρροές από το εμβληματικό έργο «Στο Δρόμο» του Jack Kerouac, το οποίο σε παρόμοιο ύφος αναζητά αντίστοιχες αντικουλτούρες της δεκαετίας του ’50 (την γενιά των Beatniks) αλλά και απ’ την ποίηση του Allen Ginsberg, ενώ επιπλέον οι σκληρές εικόνες σωματικής και νοητικής κατάρρευσης που προκαλεί η χρήση ναρκωτικών ουσιών συγγενεύουν αρκετά με τη λογοτεχνία του William Burroughs.