Η Α24 έχει εξελιχθεί σε μια ψύχωση των απανταχού «σινεφίλ». Πράγμα λογικό, καθώς είναι ένα από τα λίγα στούντιο (μεγάλης εμβέλειας) που προσπαθεί να κάνει ένα μαζικό σινεμά με ουσιαστικές καλλιτεχνικές αξιώσεις, εστιασμένες απόλυτα στον δημιουργό (κάθε θέσης) και πειραματισμό στα δομικά χαρακτηριστικά κάθε «είδους». Ταινίες όπως τα Midsommar, Τhe Lighthouse, Ex Machina, ακόμα και το Killing of A Sacred Deer το αποδεικνύουν. Όμως, σίγουρα δεν είναι αλάνθαστο και πολλές φορές ο ενθουσιασμός που προκαλεί κάθε δουλειά προερχόμενη από εκεί μπορεί να παραπλανεί. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το Green Knight, το οπτικά πανέμορφο αλλά πρακτικά κενό αρθουριανό παραμύθι του David Lowery (A Ghost Story, Peter’s Dragon).
Χωρίς να είναι ξένος στον χώρο της φαντασίας, ο Lowery κάνει από την αρχή πολύ εμφανές ότι ουσιαστικά δεν τον ενδιαφέρουν τα στοιχεία του είδους. Το υπέροχα καρδαρισμένο αλλά μουντό χρωματικά Κάμελοτ που εικονογραφεί μοιάζει σα μια χώρα στερημένη από ζωή. Αποτελεί ουσιαστικά μια γκρίζα σκιά του Κάμελοτ που (μπορεί να) ξέραμε στη φαντασία μας, μια meta αποδόμηση του (όπως μαρτυρούν και τα αξιοθαύμαστα ρούχα).
Ακόμα και η μαγεία, αυτή η μυστηριακή δύναμη που είναι τόσο δομική στον μύθο, έχει έναν τυπικό και ουσιαστικά διεκπαιρωτικο ρόλο και δεν μπαίνει ποτέ στο προσκήνιο. Αντίθετα, η απόπειρα να επιβληθεί μια παραμυθική ατμόσφαιρα βασίζεται εκ ολοκλήρου στη φωτογραφία και το (πραγματικό εντυπωσιακό) καδράρισμα και βλέμμα της κάμερας.
Μπορεί το ποίημα (του 14ου αιώνα) στο οποίο βασίζεται ο Lowery να βρίθει συμβολισμών για την τιμιότητα, την ειλικρίνεια και, ακραία σύγχρονος προβληματισμός, την οικολογία, όμως ούτε αυτά ενδιαφέρουν ουσιαστικά τον σκηνοθέτη. Το Green Knight μοιάζει να θέλει να χειρουργήσει τον μύθο: κλινικά, αποστασιοποιημένα, να του αφαιρέσει την ψυχή και να πάρει κάποια κομβικά του σύμβολα, αποστερημένα του πλαισίου τους για να τα φορέσει.
Σκοπός του Lowery φαίνεται να είναι η (πανέμορφη) εικονογράφηση δύο χρονικά πολύ μακρινών θεματικών: αυτή του ανθρώπου εναντίον της φύσης και αυτή του ανθρώπου εναντίον του εαυτού του. Η πρώτη ενσωματώνεται όχι μόνο στην αναμέτρηση με τον φυτικό Πράσινο Ιππότη, αλλά και στον Γολγοθά που αντιμετωπίζει ο (μη) ήρωας Γκάουεν προς το Πράσινο Παρεκκλήσι: ένα εξουθενωτικό ταξίδι ενάντια στα στοιχεία, την πείνα και τον βασανισμό, με (περιστασιακά, κομπαρσοποιημένα και τελικά απλά τυπικά δοσμένα) μαγικά ξεσπάσματα: ένα βαθιά επικό σκηνικό για μια βαθιά μη-επική ιστορία. Στιγμές της ταινίας έφεραν στον νου έναν πιο πεζό (αλλά και επηρμένο) Iñárritu στο Revenant.
Ωστόσο αυτές είναι και οι στιγμές που η ταινία λάμπει και φαίνεται ως το υπερθέαμα που ξεκίνησε να γίνει. Κάθε καρέ θα μπορούσε να γίνει αφίσα στο δωμάτιο κάποιου φοιτητή κινηματογραφίας και είναι και οι μόνες στιγμές που το αιθέριο soundtrack φαίνεται να ταιριάζει με το πνεύμα της ταινίας. Δυστυχώς όμως αυτές οι στιγμές συμφωνίας μεταξύ των δύο δεν κρατούν πολύ.
Το πράσινο βρίσκεται παντού, έστω και στη μουντή και πνιγηρή παλέτα που διάλεξε ο Lowery για να πει μια τόσο πολύχρωμη και όμορφη ιστορία. Βρίσκεται ως εχθρός, ως αδυσώπητη μοίρα, αλλά και ως ελπίδα, ως ζωή που νικάει πάντα και πάντα. Αυτή η αμφισημία του, η πλήρης αδιαφορία του για το τι σημαίνουν αρχές, ηθική, τιμή και δόξα, όλες οι ανθρώπινες αξίες, είναι που τελικά καθιστούν τη Φύση τόσο ξένη και, για αυτό, τρομακτική. Ο αργός ρυθμός της ταινίας, που δεν είναι καθόλου πρόβλημα αφού ο Lowery είναι ένας γνήσιος σμιλευτής του χρόνου και εξαιρετικός στον ρυθμό, εξυπηρετεί ακριβώς αυτόν τον σκοπό: να επιβληθεί (εξωτερικά και ίσως επιτηδευμένα) μια αίσθηση μεγαλείου στον αφιλόξενο χώρο που μας περιβάλλει και, τελικά, έχουμε απομακρυνθεί τόσο πολύ από αυτόν που δεν μπορούμε καν να τον κατανοήσουμε.
Η άλλη θεματική του Lowery εκφράζεται ως επί το πλείστο από το απλανές, χαμένο και βαθιά μη ιπποτικό βλέμμα του Dev Patel (Chappie, Slumdog Millionaire). Ο Patel μέχρι το τέλος κρατά μια στάση όχι πίστης αλλά έκπληκτης αποδοχής σε ό,τι βλέπει, ακόμα και στις στιγμές που βασανίζεται και υποφέρει. Ένα άτομο καθημερινό, βαθιά μη ηρωικό ή μυθικό, που εκσφενδονίστηκε σε έναν κόσμο που χάνει τη μαγεία του κάθε δευτερόλεπτο που περνά και πρέπει να βρει έναν τρόπο να το αντέξει όλο αυτό. Όμως, παρά το αναμφισβήτητο ταλέντο του Patel, ο χαρακτήρας του φαίνεται είτε να μην καταλαβαίνει τίποτα, να μην επεξεργάζεται καμία εμπειρία, να μην αλλάζει μέχρι και ελάχιστον πριν το τέλος, σχεδόν στιγμιαία. Ή, αν περνάει κάποια βαθιά υπαρξιακή κρίση στην αναζήτηση της τιμής, αυτή είναι τόσο αδιαόρατη που δε φαίνεται εύκολα. Ίσως αυτός να ήταν άλλωστε και ο σκοπός του Lowery: ένα μικρό άτομο απέναντι σε ένα αχανές περιβάλλον, μια πλήρης αποστασιοποίησης από τα πάντα.
Τελικά όμως το Green Knight δε φτάνει τα ύψη που ξεκίνησε. Η πανέμορφη φωτογραφία του είναι γεμάτη από όραμα, αλλά χάνει σε μαγεία, μυστήριο και, τελικά, ενδιαφέρον. Το παγωμένο κενό θέλησης το οποίο εμφυσά στο περιβάλλον του φτάνει στον θεατή ως παγωνιά και είναι δύσκολο να κρατήσει το ενδιαφέρον του μέχρι το τέλος.
Αν πάρει κανείς μικρά αποσπάσματα ή στοιχεία από την ταινία, όπως πχ η αλαβάστρινη ερμηνεία της Alicia Vikander (Danish Girl, Lara Croft) και αυτή του πάντα αξιόπιστου Sean Harris (Macbeth, The Borgias), πλάνα, μουσική, είναι τρομακτικά όμορφα. Αν όμως κανείς τα συγκολλήσει, η τελική ταινία απογοητεύει. Χαμένη στον meta σχολιασμό της, δεν καταφέρνει ποτέ να αγγίξει τον θεατή. Και δεν είναι και τόσο κρίμα, γιατί τελικά δεν ήταν αυτός ο σκοπός της. Μας έμειναν οι φωτογραφίες τουλάχιστον.