Τα κλασσικά παραμύθια επιβιώνουν, παρά το πέρασμα του χρόνου και μετατρέπονται σε κοινό σημείο αναφοράς για γενιές -χρονικά- απόμακρες. Άλλες φορές με πρωταγωνιστές ιππότες και δράκους κι άλλες φορές με νάνους και κακές μάγισσες, οι ιστορίες των παραμυθιών εντυπωσιάζουν τα μικρά παιδιά με την δράση τους και διεγείρουν την φαντασία τους, εμπεριέχοντας όμως -κατά κανόνα- στον πυρήνα τους κάποιο διαχρονικό μήνυμα, το οποίο χαράσσεται ως αποτύπωμα στη μνήμη τους. Σε αυτόν τον κανόνα εντάσσεται και ο Πινόκιο, η ξύλινη κούκλα του Τζεπέτο η οποία ζωντάνεψε και ήθελε να γίνει ένα αληθινό αγόρι. Οι Περιπέτειες του Πινόκιο,γραμμένες το 1883 από τον Carlo Collodi, ενέπνευσαν ένα απ’ τα κλασσικότερα κινηματογραφικά παραμύθια της Disney, που γυρίστηκε μεν το μακρινό πλέον 1940, όμως μέχρι σήμερα δεν έχει πάψει να μαγεύει τα παιδιά, τουλάχιστον αυτά που μεγαλώνουν στο δυτικό ημισφαίριο του πλανήτη.
Τα τελευταία χρόνια το παραμύθι του Collodi έχει εμπνεύσει πλήθος νέων κινηματογραφικών μεταφορών της κλασσικής ιστορίας. Ούτε μία, ούτε δύο, αλλά τρεις ταινίες έχουν γυριστεί από το 2019 μέχρι σήμερα, με πρωταγωνιστή τον -φτιαγμένο από ξύλο- γιο του Τζεπέτο. Κι αν πράγματι, η ταινία που κυκλοφόρησε το φθινόπωρο από το Disney+ με τον Tom Hanks είναι εμφανώς διεκπεραιωτική (όπως εξάλλου και όλα τα -μέχρι στιγμής- αντίστοιχα adaptations των κλασσικών ταινιών της Disney), αντιθέτως τόσο η live action ταινία του 2019 με τον Roberto Benigni, όσο και η πρόσφατη animation ταινία του Guillermo Del Toro αποτελούν εξαιρετικές μοντέρνες μεταφορές – διασκευές του κλασσικού παραμυθιού του Carlo Collodi.
Λίγους μήνες πριν από την συμπλήρωση των 140 ετών από την πρώτη κυκλοφορία των Περιπετειών του Πινόκιο, κυκλοφόρησε από το Netflix η animation ταινία του Guillermo Del Toro, την οποία ο σκηνοθέτης προετοίμαζε με ενθουσιασμό για περισσότερα από 10 χρόνια, η οποία όμως είχε βρεθεί στα πρόθυρα της οριστικής ακύρωσης, λίγο πριν αναλάβει το Netflix την παραγωγή της. Τελικά όμως, όπως το κλισέ θέλει να λέγεται στα παραμύθια, «τέλος καλό – όλα καλά» για την ταινία, η οποία δεν συνιστά απλώς μία διασκευή του κλασσικού παραμυθιού, αλλά μία μεταποίησή του από τον ευρηματικό σκηνοθέτη. Ο Guillermo del Toro, ανασύροντας στη μνήμη μας ένα παλιότερο παραμύθι του, τον «Λαβύρινθο του Πάνα», χρησιμοποίησε τα πρωτότυπα υλικά του Collodi για να διηγηθεί μία δική του εκδοχή της κλασσικής ιστορίας, η οποία αναμετριέται με μεγάλα θέματα σχετικά με τη ζωή, την αγάπη, τον θάνατο και το τραύμα της απώλειας. Γι’ αυτό και ο τίτλος της ταινίας είναι Guillermo del Toro’s Pinocchio.
Η αφήγηση του παραμυθιού μεταφέρεται σε ένα χωριό της Ιταλίας την εποχή της ανόδου του φασιστικού κινήματος του Μουσολίνι. Ο Τζεπέτο έχει χάσει τον γιο του και μοιάζει να έχει παραιτηθεί από την ζωή. Ένα βράδυ, ενώ έχει μεθύσει, φτιάχνει μία ξύλινη κούκλα, η οποία πρόκειται να του αλλάξει ξανά τη ζωή. Η τοποθέτηση του παραμυθιού στη φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να αφηγηθεί ο Del Toro την ιστορία του Πινόκιο με έναν μοναδικό τρόπο. Σε αυτή την εκδοχή, η πλευρά του κακού δεν απαρτίζεται μόνον από τον ιδιοκτήτη του τσίρκου, από μικρολωποδύτες ή από την φάλαινα (δηλαδή απ’ τους βασικούς χαρακτήρες της κλασσικής ιστορίας του Collodi), αλλά και από το φασιστικό καθεστώς που έχει επιβληθεί στην Ιταλία, από τον τοπικό κυβερνήτη – αντιπρόσωπο του φασιστικού καθεστώτος στην περιοχή, ακόμα και από τον τοπικό ιερέα που συνεργάζεται με τις φασιστικές αρχές. Στο φόντο βρίσκεται πάντοτε ο πόλεμος, ως εκείνο το κακό το οποίο έχει στιγματίσει τον Τζεπέτο, αφού εξαιτίας του έχασε τον μονάκριβο γιο του, τον Κάρλο. Ο Guillermo del Toro, δημιουργεί έναν κόσμο αντίστοιχο του Λαβύρινθου του Πάνα, στον οποίο το παραμύθι υπάρχει παράλληλα με την σκληρή κοινωνική πραγματικότητα, σμιλεύοντας με αυτό τον τρόπο ένα σύγχρονο αντιπολεμικό και αντιφασιστικό παραμύθι.
Σε αισθητικό επίπεδο, ο Del Toro ήθελε να δημιουργήσει μία «χειροποίητη» ταινία και γι’ αυτό επέλεξε την παραδοσιακή animation τεχνική του στοπ μόσιον, αντί του ψηφιακού animation. Στόχος του ήταν να αποδώσει το παραμύθι με ρεαλισμό και γι’ αυτό δεν επεδίωξε μία εξιδανικευμένη εικόνα για τους χαρακτήρες του και το περιβάλλον τους. Αντιθέτως, έδωσε έμφαση στις ατέλειές τους, στα καθημερινά λάθη, ακόμα και στις περιττές κινήσεις των πρωταγωνιστών. Έχοντας συγκροτήσει μία ομάδα εξαιρετικών animators, επενδύοντας ειδικά στη μεξικάνικη σχολή του είδους, αλλά και με τη βοήθεια του έμπειρου (στο στοπ μόσιον) σκηνοθέτη Mark Gustafson, ο Guillermo del Toro λέει ο ίδιος στο ημίωρο ντοκιμαντέρ Guillermo del Toro’s Pinocchio: Handcarved Cinema:
“Αυτή η ταινία ήθελα να έχει την υλική φύση ενός χειροποίητου animation, μία χειροποίητη, πανέμορφη άσκηση χαρακτικής, ζωγραφικής, γλυπτικής, αλλά και τη φινέτσα της κίνησης που η έρευνα στην προσαρμογή σκελετού και η δημιουργία κουκλών έχει επιτύχει.”
Πέρα από τις σεναριακές επιλογές και την τεχνική πλευρά του animation, ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο είναι και το cast της ταινίας. Ο εμβληματικός David Bradley (Game of Thrones, Harry Potter) υποδύεται τον Τζεπέτο με μία βαθιά συναισθηματική ερμηνεία, ενώ ο Ewan McGregor (Star Wars, Obi-Wan Kenobi, Trainspotting, Doctor Sleep) έκανε τον Del Toro να μιλάει για εκείνον με τα καλύτερα λόγια, αφού υπήρξε καταλύτης προκειμένο ο χαρακτήρας του, ο Κρίκετ, να αναδειχθεί σε πρωταγωνιστική μορφή, παρόλο που στην αρχική σύλληψη του σεναρίου είχε σαφώς πιο περιορισμένο ρόλο. Ο οσκαρικός Christoph Waltz (Django, The Consultant, Inglorious Basterds) δίνει τη φωνή του στον πανούργο Κόμη Βολπ, του οποίου ο βοηθός, η μαϊμού Σπετσατούρα έχει τη φωνή της Cate Blanchett (Lord of the Rings, Tar, Blue Jasmine). Τέλος, και οι μικρότεροι ηθοποιοί της ταινίας ανταπεξήλθαν υποδειγματικά στο έργο που τους ανατέθηκε, αρχικά ο πολύ νεαρός Gregory Mann εμφύσησε με αγνότητα και ανεμελιά τον Πινόκιο αλλά και τον Κάρλο, ενώ ο Finn Wolfhard, ο Mike Wheeler του Stranger Things, υποδύθηκε μία απ’ τις πιο ιδιόρρυθμες φιγούρες της ταινίας, τον καταπιεσμένο γιο του τοπικού κυβερνήτη, τον Candlewick.
Στο δρόμο για τα φετινά Όσκαρ, ο Pinocchio του Guillermo Del Toro μοιάζει να είναι το ακλώνητο φαβορί στην κατηγορία της καλύτερης animation ταινίας, σε μία χρονιά, μάλιστα, που ο ανταγωνισμός είναι σε υψηλά επίπεδα. Όμως, πέρα από τα βραβεία, ο Guillermo del Toro κατάφερε να πραγματοποιήσει μία ιδέα που δούλευε περισσότερα από δέκα χρόνια, προσφέροντάς μας ένα απ’ τα ομορφότερα -αισθητικά και διηγηματικά- σύγχρονα κινηματογραφικά παραμύθια. Ίσως, μάλιστα, πρόκειται για την πιο επιτυχημένη -καλλιτεχνικά- ταινία παραγωγής Netflix μέχρι σήμερα, με ελάχιστους άξιους ανταγωνιστές σε αυτή την κατηγορία. Παρόλο που η πλατφόρμα έχει αποτύχει πολλές φορές στο παρελθόν να υλοποιήσει με επιτυχία τις κινηματογραφικές της ιδέες, ο Guillermo del Toro απέδειξε ότι αυτό δεν είναι αδύνατο, εφόσον επενδύει στους σωστούς συντελεστές, δίνοντας τους τον χρόνο και τις τεχνικές δυνατότητες να υλοποιήσουν το όραμά τους.