Με το «Γυρνώ σαν Νυχτερίδα» ολοκληρώνεται το αφιέρωμα μας στα κόμικ που είναι υποψήφια για το βραβείο καλύτερου ελληνικού κόμικ. Πρόκειται για σειρά του Πέτρου Χριστούλια που έχει παρουσιαστεί μέχρι το 2014 στο socomic.gr και συγκεντρώθηκε σε ένα μικρό τεύχος από τις εκδόσεις Jemma Press. Οι υπόλοιπες υποψηφιότητες είναι τα Übermensch, Σκορποχώρι. η Δημοκρατία και η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη
Πρόκειται για μία πρωτότυπη μεταφορά της κλασικής ιστορίας του η οποία έχει έντονο το στοιχείο της παρωδίας. Συγκεντρώνοντας όλα τα στοιχεία της καρικατούρας, ο πρωταγωνιστής (που αυτό-αποκαλείται «καπταιν-μπατ) είναι άχαρος και αδέξιος, κυκλοφορεί μόνιμα αξύριστος και μισομεθυσμένος ενώ οι αντίπαλοι του είναι μικροκακοποιοί που νικάει χάρη σε κάποια κωμική σύμπτωση που συγκαλύπτει την πλήρη ανικανότητα του. Αλλά και οι υπόλοιποι χαρακτήρες κινούνται στο ίδιο πλαίσιο: ο μπάτλερ Άλμπερτ (αντί για Άλφρεντ) που παραπονιέται για τη ζωή, ανάξια ενός αριστοκράτη που κάνει ο κύριος του, ο, κατά τύχη, συνεργάτης του (με το παρατσούκλι «δεκαοχτούρα») και ο αντίπαλος του που φέρνει στον Τζόκερ μόνο στο παρουσιαστικό. Μέχρι εδώ όλα κλασικά και συνηθισμένα. Παρωδίες των κλασικών ηρώων έχουν βγει αναρίθμητες και θα κυκλοφορήσουν άλλες τόσες, όσο ο άνθρωπος-νυχτερίδα θα παραμένει ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα σύμβολα της ποπ κουλτούρας.
Αυτό που καθιστά το «Γυρνά σαν Νυχτερίδα» ιδιαίτερο είναι η ασυνήθιστη μίξη όλων των παραπάνω με το σκηνικό της Ελλάδας της δεκαετίας του ’50. Αντί για το Γκόθαμ Σίτυ έχουμε τη μετεμφυλιακή Αθήνα και αντί για τα κακόφημα γκέτο, ο Μπάτμαν συχνάζει στην Τρούμπα και είναι τακτικός θαμώνα ενός τεκέ όπου πίνει ρετσίνα και ακούει κλασικά τραγούδια της εποχής. Η ιστορία του κόμικ περιστρέφεται γύρω από τον κωμικό έρωτα του πρωταγωνιστή με τη Θοδώρα, μία τραγουδίστρια στα στέκια της περιοχής, έρωτα που απαξιώνει ο μπάτλερ λόγω της κοινωνικής θέσης της κοπέλας, κάνοντας τον Μπάτμαν να φωνάζει «τι έχει το προλεταριάτο;», αλλά και υπονομεύει ο κακός της ιστορίας, ο «τζουτζές» που ηγείται σπείρα μικροαπατεώνων της περιοχής, με ειδίκευση στη διακίνηση κλεμμένων κοτόπουλων. Όλοι οι διάλογοι του κόμικ είναι γραμμένοι σε αντίστοιχο στυλ με τον πρωταγωνιστή να ζητάει «τη λυπητερή» και τους κακοποιούς να τον απειλούν ότι «τους χαλά την ξήγα για τελευταία φορά». Όλα αυτά έρχονται να συμπληρωθούν από το αναγκαίο κοινωνικό-ταξικό δίλημμα για τον άνθρωπο-νυχτερίδα : αν πρέπει να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της τάξης του ή να συνεχίσει να ασχολείται με τον «κοσμάκη», διακινδυνεύοντας την απαξίωση. Πρόκειται, συνολικά, για μία εξαιρετικά πρωτότυπη σύλληψη που διατηρεί τον Μπάτμαν και τις «σκοτεινές» ιστορίες του ως ένα επιφανειακό προκάλυμμα για να δοκιμάσει νέους συνδυασμούς και να παίξει με μία ιδιαίτερη στιγμή της ελληνικής πραγματικότητας. Το μόνο που έχει διατηρηθεί από το κλασικό σκηνικό είναι το μπατμομπιλ, το οποίο όμως είναι κωμικά μακρύ και κάνει τον Μπάτμαν να αναρωτιέται «που παίζει καμία καλή καβάτζα». Το ασπρόμαυρο σκίτσο δίνει έμφαση στα πρόσωπα και τις εκφράσεις των χαρακτήρων, με έντονο το ελληνικό στοιχείο και τις αντίστοιχες (πλην της στολής του πρωταγωνιστή) ενδυμασίες.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν χρειάζεται να γίνουμε πολύ επικριτικοί απέναντι σε αυτό το συνδυασμό και σίγουρα θέλουμε να αποφύγουμε τον κίνδυνο να χαρακτηριστούμε «κολλημένοι» σε μία συγκεκριμένη, παραδοσιακή εκδοχή του υπέρ-ήρωα. Όμως κάποια πράγματα απλώς δεν δουλεύουν μαζί και το γεγονός ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί σχεδιαστικά και σεναριακά μία μίξη καινοφανής, δεν την καθιστά αυτόματα επιτυχημένη. Τα αστεία είναι αδέξια (σαν τον πρωταγωνιστή) και βασίζονται στις πιο φτωχές στιγμές της κωμωδίας των γκαγκ, με τον ήρωα να πατάει τη μπέρτα του και να πέφτει, ένα γκάτζετ που είναι λάθος τοποθετημένο και τον ενοχλεί στην πλάτη και άλλες αντίστοιχες προσπάθειες χιούμορ που χαρακτηρίζουν το κόμικ. Θα περίμενε κανείς κάτι καλύτερο, που να αξιοποιεί τον ίδιο το μύθο που περιβάλλει τον Μπάτμαν και το προφίλ που έχει χτίσει σε κόμικ και κινηματογράφο τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ο πρωταγωνιστής είναι μία γκροτέσκα φιγούρα, μάλλον απωθητική, που δεν ταιριάζει πουθενά, ούτε στο Γκόθαμ ούτε στην Τρούμπα ούτε όμως σε κάνει να νιώσεις κάτι για τη διαρκή εξορία που ζει ενώ οι χαρακτήρες που τον συνοδεύουν, βγαλμένοι από ελληνικές ταινίες, θα μπορούσαν να πρωταγωνιστούν σε οποιαδήποτε ιστορία για την περίοδο του ’50, χωρίς να τους συσχετίζει κάτι με τον ίδιο τον υπέρ-ήρωα.
Πέρα από το αδύναμο χιούμορ της ιστορίας, η κεντρική ιδέα είναι αρκετά έξυπνη αλλά φαίνεται εξαρχής ότι δεν υπάρχει κάποιος συνδετικός κρίκος : το Γκόθαμ έχει αποκτήσει θέση στα κόμικ ως μία σκοτεινή αποτύπωση των αμερικάνικων μεγαλουπόλεων και ως μία κυνική και απαισιόδοξη δήλωση για τη ζωή σε αυτές, δεν μπορεί να βρεθεί κάποια ευθεία αναλογία με τη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα καλύτερα στοιχεία του κόμικ είναι αυστηρά «ντόπια» : ο ιδιοκτήτης του τεκέ που θέλει να προσελκύσει «νοικοκυραίους» και απαγορεύει στους μουσικούς να παίζουν χασισοτράγουδα και το σάουντρακ που συνοδεύει την ιστορία με γνωστά τραγούδια της εποχής.
Εν τέλει, δεν είναι ξεκάθαρο γιατί αυτό το σκηνικό, αυτοί οι χαρακτήρες και αυτή η αργκό χρειαζόντουσαν έναν υπερήρωα για να αναδειχθούν. Ο άνθρωπος-νυχτερίδα περισσότερο ενοχλεί και επισκιάζει τις πραγματικά ευφάνταστες στιγμές του κόμικ, παρά έχει κάτι να προσφέρει. Αυτά «τα ξένα», όπως τα λέει και ο ίδιος, είναι καμία φορά καλύτερο να αφεθούν στην ησυχία τους, Και αν θέλουμε ένα κόμικ για την ελληνική πραγματικότητα, σύγχρονη ή παρελθούσα, κωμικό ή κάτι άλλο, ας της δώσουμε τον κεντρικό ρόλο που της αρμόζει.