Οι κινηματογραφικοί μονόλογοι πάντα αποτελούσαν στοίχημα. Απογυμνωμένοι από τον εντυπωσιασμό της κάμερας και την υποβοήθεια της τεχνολογίας της εικόνας, αναγάγουν την μορφή της τέχνης στην πιο βασική της έκφραση. Οι σεναριογράφοι και οι ηθοποιοί συνεργάζονται για να κρυσταλλώσουν μια σκέψη σε πραγματικό χρόνο, διακινδυνεύοντας να γελοιοποιήσουν μία βαριά παραγωγή.
Είτε πρόκειται για μια ομιλία, μια δήλωση αποστολής ή μια ονειροπώληση ενός διαλυμένου χαρακτήρα, αυτή η πρακτική έχει αποδειχθεί ένα εύθραυστο λουλούδι στο μέσο μιας ταινίας – ένα λουλούδι που πρέπει να καλλιεργηθεί και να τύχει φροντίδας από το πλαίσιο στο οποίο έχει τοποθετηθεί. Ο συνδυασμός όλων αυτών των μεταβλητών, έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία μερικών απο τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία του κινηματογράφου.
Πολλά κλασικά, πλέον, εγχειρήματα έχουν γίνει διάσημα μέσα από λίγες σύντομες γραμμές, ή έναν διάλογο ο οποίος οδηγεί στο κεντρικό θέμα. Τα θέματα είναι άπειρα, και περιορίζονται μόνο από τη φαντασία εκείνων που βρίσκονται πίσω από τον δημιουργικό έλεγχο των ταινιών.
Ο δημιουργικός έλεγχος αποτελεί την μεγαλύτερη επανάσταση στην ιστορία του κινηματογράφου μετά την προσθήκη ήχου στις ταινίες, όπως αποδεικνύεται από τις εκπληκτικές διακηρύξεις στις ταινίες The Day The Earth Stood Still (1951), Patton (1970), και ‘F’ For Fake (1973). Το γεγονός ότι γίνεται τιμητική αναφορά στους παρακάτω μονολόγους αυτό δεν σημάινει πως θα υποβαθμιστεί η σημασία τους. Ίσα ίσα γίνεται για να αναδειχθεί και το ταλέντο των ατόμων που βρίσκονται πίσω απο την ταινία. Από την πολιτική έκκληση εως και την αιματοβαμμένη αγριότητα, εδώ θα βρείτε τους 20 καλύτερους μονολόγους όλων των εποχών.
20. Cuckoo Clock – The Third Man (1949)
Φτάνοντας στο μεσοδιάστημα ενός θαυμάσιου νουάρ όπως το The Third Man (1949),παρουσιάζεται αυτός ο γρήγορος και μικρός μονόλογος για ένα ρολόι-κούκος και σίγουρα αποτελεί μία ωραία επιλογή για να αρχίσει η λίστα μας. Τούτου λεχθέντος, είναι οι χαρισματικός τρόπος ομιλίας του ηθοποιού Orson Welles ο οποίος και κατατάσσει το μονόλογο αυτόν ανάμεσα στους καλύτερους όλων των εποχών.
Συγκρίνοντας ιδεολογίες κάτω από έναν τροχό λούνα παρκ στην Βιέννη, ο Αμερικανός συγγραφέας Holly Martins (Joseph Cotten) έχει τεθεί υπό την προστασία του πρώην συναδέλφου Harry Lime (Welles), που θεωρείται νεκρός. Ως εκ τούτου, η άβολη αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο ανδρών φτάνει σε ενα ενθουσιώδες αντίο κάτω από ένα σύγχρονο θαύμα της μηχανικής.
Η Ιταλία, υπό την κυριαρχία των Βοργίων, “είχε πόλεμο, τρομοκρατία, δολοφονίες, αιματοχυσίες”, λέει ο Lime μαλακά “αλλά ‘εβγαλαν τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι και την Αναγέννηση.”
Χωρίς αμφιβολία, μια τέτοια σύγκριση εμπίπτει στην συσχέτιση και όχι στην αιτιώδη συνάφεια, αλλά η βαρύτονη φωνή του πολύχρωμου ηθοποιού δημιουργεί μια από τις μεγαλύτερες ειρωνείες που έχει καταγράψει ο φακός. “Η Ελβετία είχε αδελφική αγάπη, 500 χρόνια δημοκρατίας και ειρήνης”, λεει ο ίδιος, “και τι κατάφεραν να βγάλουν; Το ρολόι-κούκος. ” Εν μία διεστραμμένη έννοια, μπορεί και να έχει πιάσει και το βαθύτερο νόημα.
19.Whitney Houston – American Psycho (1999)
Όλα τα μανιακά ξεσπάσματα του Patrick Bateman παραμένουν ουσιώδη για τον πολιτισμό της ποπ κουλτούρας, αν και το ένα που ξεχωρίζει σε μορφή “μονολόγου” θα πρέπει να είναι η αγάπη του για την Whitney Houston.
Ο Bateman (Christian Bale) πέφτει απο την αρχή θύμα χλευασμού για την αγάπη που τρέφει προς την παραπάνω τραγουδίστρια και ξεσπά σε ένα ντελίριο εκτίμησης για τον πρώτο δίσκο της που βγήκε το 1985. Είναι εδώ που ο Bale, πλαισιωμένος από μια συναρπαστική μουσική υπόκρουση, θαυμάζει το γεγονός ότι το άλμπουμ έφερε τέσσερα #1 singles, ένα συγκλονιστικό κατόρθωμα που για κάποιο λόγο συνδέεται με τις ψυχωσικές του τάσεις.
Ο Bateman αναλύει περαιτέρω την κατάσταση νοερά στο “The Greatest Love of All“, ένα τραγούδι που αισθάνεται πως είναι “ένα από τα καλύτερα, πιο δυνατά τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ.” Και ενώ η ιστορία του Bret Easton Ellis είναι τελείως διανοητική, ο Bale είναι αυτός που πραγματικά πουλάει την παραφροσύνη με ένα πάθος το οποίο βρίσκει τις ισορροπίες ανάμεσα στην συγκίνηση και στην ξεκαρδιστική παραδοξότητα.
Συνδυάζοντας τον ναρκισσισμό του με το τι πιστεύει αυτός για τι μιλάει το τραγούδι, ο Bateman καταφέρνει να επιμηκύνει την αυταπάτη του πασχίζοντας ταυτόχρονα να εκτιμήσει τα ωραία πράγματα στη ζωή. Όμως, αφήνοντας για λίγο στην άκρη όλη αυτήν την τρέλα της ταινίας, το “The Greatest Love of All” είναι σίγουρα το καλύτερο τραγούδι της Whitney Houston.
18. Greed Is Good – Wall Street (1987)
Όπως και ο πατέρας του πριν απο αυτόν, ο Michael Douglas είναι σε θέση να στρέψει τις διεστραμμένες επιθυμίες του ανθρώπου και να τις παρουσιάσει στον κόσμο ως εφευρετικές, ακόμη και ως υγιείς τρόπους ύπαρξης. Και πουθενά αλλού αυτή η ικανότητα δεν ξεχωρίζει λαμπρότερα από ό, τι στη Wall Street, αυτή η γροθιά που δέχτηκε ο κόσμος το 1987 που έδειξε την ασχήμια της χρηματιστηριακής αγοράς σε όλο της το μεγαλείο.
Ο Gordon Gekko (Douglas) ξεκινά ένα ιδιαίτερα εμπνευσμένο κυνήγι για τη σημασία της λέξης “απληστία” και πώς αυτό το χαρακτηριστικό μπορεί να βελτιώσει τη ζωή των ανθρώπων. Ο συγγραφέας / σκηνοθέτης Oliver Stone στήριξε τα πάντα πάνω σε αυτήν την αναζήτηση, και το αποτέλεσμα ήταν θαυμάσιο.
Η χαρισματικότητα του Douglas αναβλύζει από κάθε του πόρο καθώς μιλάει στο μικρόφωνο, τα κομψά μαλλιά του και το διαπεραστικό του βλέμμα ομοιάζει με ένα πεινασμένο γεράκι που άντι για τροφή ψάχνει το χρήμα, ενώ ο Charlie Sheen και οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι κοιτάζουν με θαυμασμό. Κάθε λέξη είναι τόσο γεμάτη με την υποκείμενη πρόθεση ότι η ατάκα αυτή “greed is good,” θα αφήσει ιστορία και φυσικά το στίγμα της στην ποπ κουλτούρα του τότε αλλά και του σήμερα.
17. The Jew Hunter – Inglourious Basterds (2009)
Ο Quentin Tarantino έφερε τον εαυτό του σε αδιέξοδο με τον Hans Landa, τον πολυμήχανο ναζί διοικητή στο Inglourious Basterds. Φοβούμενος ότι είχε δημιουργήσει “έναν μη βιώσιμο χαρακτήρα”, ήταν η συναρπαστική ερμηνεία του αυστριακού ηθοποιού Christoph Waltz που έδωσε, όπως το έθεσε και ο ίδιος, “ζωή” την ταινία. Όσο για κάποιον που αμφισβητεί τα παραπάνω, αξίζει να δει μόνο την αρχική σκηνή της ταινίας του Tarantino για απόδειξη. Η σκηνή τοποθετείται μέσα σε μία ήσυχη καλύβα ενός υποστηρικτή των Εβραίων, όπου οι μυριάδες των διαθέσεων του Waltz είναι ταυτόχρονα γοητευτικές, αλλόκοτες και υπολογισμένες με απόλυτη ψυχρότητα.
Η αίσθηση της απειλής που συσσωρεύεται είναι πραγματικά απόκοσμη. Καθώς ο Landa, βραβευμένος πλέον με Oscar, φλυαρεί για τα καλά και τα κακά του επαγγέλματός του, φτάνει εν τέλει σε αυτό που τον κάνει τόσο αποτελεσματικό κυνηγό Εβραίων.
Ο διάλογος ταλαντεύεται ανάμεσα σε οικιακές φιλοφρονήσεις και ένα ποτήρι γάλα, και αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει, είναι αυτός ο μεταξένιος τρόπος προφοράς των λιτών αυτών προτάσεων. Ο Β ‘Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε ξαναδει ποτέ τέτοιον ναζί, και η ξαφνική βουτιά που κάνει ο θεατής στη βία γίνεται όλο και πιο περίεργη από την χαρούμενη αντίδραση του Landa. Ο εθνοσοσιαλισμός δεν ακούγεται και τόσο κακή ιδέα τελικά.
Η συμπάθεια στο πρόσωπο ενός κατά συρροήν δολοφόνου δεν είναι ένα τέχνασμα που συχνά επιχειρείται στη μεγάλη οθόνη. Εκτός, φυσικά, στην περίπτωση του αριστουργηματικού έργου του Fritz Lang το 1931. Αυτό το θρίαμβο του γερμανικού εξπρεσιονισμού, που έσπειρε τους δρόμους της Ευρώπης με παράνοια, ακολουθεί έναν παιδοδολοφόνο που κατατροπώθηκε από τον εγκληματικό υπόκοσμο της πόλης.
Η δίκη λαμβάνει χώρα κάτω από την πόλη, και ο δολοφόνος (Peter Lorre) μπορεί να πει τις τελευταίες του λέξεις πριν από μια συγκεκριμένη θανατική ποινή. Σε αυτόν του το μονόλογο, η πρώτη και η τελευταία φορά που οι θεατές τον ακούν να μιλάει, ο οδυρόμενος ψυχοπαθής κάνει έναν τραυματικό απολογισμό του τι πραγματικά σημαίνει η ψυχασθένεια.
Στρουμπουλός, πεσμένος στα γόνατα, και ευλογημένος με αυτά τα ιδιαίτερα διογκωμένα μάτια, η καθόλου ποθητή εμφάνιση του Lorre προωθεί μόνο την τρομακτική αυθεντικότητα των τελευταίων σκηνών της ταινίας. Οι εγκληματίες κοιτάζουν, καθώς ο δολοφόνος τους καταδικάζει για τις κακές τους επιλογές, ενώ εκείνος αναγκάζεται να διαπράξει τις ειδεχθείς πράξεις του. Ο Lang τολμά να ρίξει μια σκιά αβεβαιότητας ως προς το τι είναι το πραγματικό κακό, φτάνοντας στα άκρα προκειμένου να καταστήσει τον Lorre μια φιγούρα λύπησης. Ως αποτέλεσμα, η ταινία ξεπερνά την εποχή της και περνά στην ιστορία ως μια καταπληκτική ματιά στην ηθική της ανθρωπότητας.
15. I Knew These People – Paris, Texas (1984)
“Τους ήξερα αυτούς του ανθρώπους…” η φράση αυτή ξεκινά τον θηριώδη μονόλογο του Paris, Texas (1984). Γραμμένο απο το δίδυμο LM Kit Carson και Sam Shepard, είναι μια σκηνή που βρίθει συναισθημάτων κατηγοριοποιημένη από τις ιδιόρρυθμες καταστάσεις που την περιβάλλουν. Ο Travis Henderson (Harry Dean Stanton), έχοντας μόλις βρει τη μητέρα του παιδιού του (Nastassja Kinski), αναγκάζεται να μιλήσει μαζί της μέσα από ένα παράθυρο μονής όψης. Η σύζυγός του, εξωτική χορεύτρια, καθηλώνεται ακούγοντας τον Travis να αφηγείται το παραμύθι της ζωής τους.
Ο Stanton, ο μεροκαματιάρης αυτός ηθοποιός που δεν ενσάρκωσε ποτέ ξανά κύριο ρόλο, δίνει την ψυχή του σε αυτή τη σκηνή. Ένα λανθασμένο ξεκίνημα, ένας νευρικός βήχας και ξεκινά να αφηγείται μια ανάμνηση που περιέχει το θρίαμβο, την τραγωδία και φτάνει εν τέλει στο ταλαίπωρο συμπέρασμα που προκάλεσε την κατάρρευση της. «Την αγάπησε περισσότερο από ό, τι νόμιζε ότι μπορούσε,»
Ο Travis μιλάει, αποκαλύπτοντας πόσο λαχταρούσε την αγάπη της, μόνο και μόνο για να βιώσει την απόρριψή όταν απέκτησαν παιδί. Σκηνοθετημένη με την ύψιστη ειλικρίνεια του Wim Wenders, είναι ένας μονόλογος που δείχνει την ικανότητα του κινηματογράφου στην ενσυναίσθηση.
14. You Can’t Handle the Truth – A Few Good Men (1992)
Η φράση “Δεν μπορείς να διαχειριστείς την αλήθεια!” είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στην ποπ κουλτούρα που είναι δύσκολο να την πάρουμε στα σοβαρά. Αλλά το 1992, το a Few Good Men φρέσκο από τον Rob Feine, καθιέρωσε την περίφημη φράση η οποία ήταν απλώς το σημείο ανατροπής για ένα all-time freak out. Ο συνταγματάρχης Jessup (Jack Nicholson), κατηγορούμενος για την δολοφονία ενός αμερικανού πεζοναύτη και ο δικηγόρος Daniel Kaffee (Tom Cruise), συζητούν, αυξάνοντας σιγά σιγά την ένταση στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Μεταξύ της σαρωτικής ενέργειας του Cruise και του αυξανόμενου εκνευρισμού του συνταγματάρχη, τα πράγματα καταλήγουν σε έναν εκρηκτικό μονόλογο για το τι χρειάζεται για την προστασία των αμερικανικών εδαφών.
Ο σεναριογράφος Rookie Aaron Sorkin υφαίνει έναν ιστό από βαρύγδουπα λόγια για τον Nicholson, ο οποίος φυσικά τα αναβαθμίζει, και η συγκλονιστική ερμηνεία ενός τόσο έντονου λόγου δημιουργεί μία ανεξίτηλη εικόνα στον κινηματογράφο. Το γεγονός ότι το αναγκαίο κακό που κρύβεται στην πράξη ενός τέτοιου στρατιωτικού διοικητή “σώζει ζωές” εγείρει ερωτήματα που υπερβαίνουν το σωστό και το λάθος – ίσως ο Jack είχε δίκιο και τελικά όντως δεν μπορούσαμε να χειριστούμε την αλήθεια. Είτε έτσι είτε αλλιώς, έχουμε μπροστά μας ένα κλασικό δικαστικό μονόλογο- διαμάντι.
13.The Horror – Apocalypse Now (1979)
“Δεν έχετε κανένα δικαίωμα να με αποκαλείτε δολοφόνο, έχετε το δικαίωμα να με σκοτώσετε.” Αυτή είναι η λογική του συνταγματάρχη Kurtz (Marlon Brando), ενός ”βρώμικου” διοικητή που βρίσκεται στη ζούγκλα του Βιετνάμ. Παλιότερα ο Kurtz τύγχανε μεγάλης εκτίμησης και στρατιωτικών διακρίσεων, ήταν ένας θρύλος στη μάχη που πρόβλεψε τη ματαιότητα της ανθρωπότητας και απλά αποσύρθηκε απο τη δράση.
Ο Brando, ένας συναισθηματικά φιλόδοξος ηθοποιός, λέγεται πως ήταν εξαιρετικά δύσκολος στη συνεργασία κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων για το Apocalypse Now (1979), εμφανίζοντας προβλήματα βάρους και κάνοντας παράπονα για τους διαλόγους σε έναν ήδη αγχωμένο Francis Ford Coppola. Με θαυματουργό τρόπο, το ταλαντούχο δίδυμο συνεργάστηκε άψογα – ειδικά σε αυτόν τον μονόλογο που ήταν κατά πολύ προιόν αυτοσχεδιασμού την ημέρα των γυρισμάτων.
Κρυμμένος στις σκιές, ο Kurtz διηγείται την θλιβερή ιστορία του, γεμάτη αίμα, πόνο και τις αρετές της ηθικής τρομοκρατίας να χτυπούν σκληρά τον θεατή. Ο θεατής δυσκολεύεται να χωνέψει την συνειδητοποίηση της παραφροσύνης του ίδιου του Krutz, σε συνδυασμό με το κακό που κρύβεται στην ανθρώπινη ψυχή, τα οποία ενισχύονται από τη γνώση του ότι «δεν θέλει ποτέ να ξεχάσει» τις φρικαλεότητες που βίωσε κατά τη διάρκεια της μάχης. Πρόκεται για μία δύσκολη και πολυδουλεμένη ερμηνεία, αλλά ο αβίαστος πόνος που αποτυπώνεται στην οθόνη γρήγορα δείχνει ότι τέτοια διαμάντια αξίζουν σίγουρα τον κόπο.
12. I Drink Your Milkshake – There Will Be Blood (2007)
Το There Will Be Blood (2007) σίγουρα δεν είναι μία ταινία που παρακολουθεί κάποιος εύκολα. Πρόκειται για κάτι το συγκλονιστικά άγριο απο τον σκηνοθέτη Paul Thomas Anderson, μια ταινία γεμάτη αγνή ζήλια, μίσος και απληστία. Ως αποτέλεσμα, η κλιμάκωση της βίας καταλήγει στο ξέσπασμα της αγανάκτησης ενός άνδρα χωρίς καρδιά και με μία αίθουσα μπόουλινγκ στο υπόγειο του.
Λαμβάνοντας χώρα δεκαπέντε χρόνια μετά τα γεγονότα της βασικής αφήγησης, ο ηδονιστής Daniel Plainview (Daniel Day-Lewis) δέχεται επίσκεψη από τον ραδιούργο Eli Sunday (Paul Dano), μόνο και μόνο για να του δοθεί η ευκαιρία να πει στον ιεροκήρυκα αυτό που πραγματικά πιστεύει για αυτόν.
Πρόκειται για μία ωμή αναπαράσταση. Ο Day-Lewis, κατοχυρώνοντας το δεύτερο Oscar του, συνεχίζει να εκμηδενίζει τον υπέρευαίσθητο Sunday, αποκαλώντας τον «ένας άχρηστος που σύρθηκε μέσα απο την βρωμερή κοιλιά της μάνας του.»
Η αλλαγή της φωνής του ηθοποιού καθώς ο Plainview προσφέρει ένα τρομακτικό αλλά εξίσου ξεκαρδιστικό θέαμα, καθιστά ακόμα πιο εικονική τη φράση ” Εγώ πίνω το μιλκσέικ σας!” ένα είδους μάντρα που τελειώνει αυτόν τον λεκτικό διαξιφισμό. Σπάζοντας το κεφάλι του Eli με μια κορίνα του μπόουλινγκ αποτελούσε απλώς μία τυπικότητα. Η ζημιά είχε ήδη, μέσω ενός απο τα καλύτερα trash -talkings που έχει να επιδείξει ο κινηματογράφος.
12. Sicilians – True Romance (1993)
Ο Christopher Walken και ο Dennis Hopper εμφανίζονται ελάχιστα στο True Romance του 1993, οπότε το γεγονός ότι αυτή η σκηνή κατατάσσεται σε μία τόσο περίοπτη θέση από κινηματογραφικής απόψεως, αποδεικνύει περίτρανα το αναμφίβολο ερμηνευτικό ταλέντο των δύο αυτών βασιλιάδων της γοητείας.
Αιχμάλωτος του συμβούλου της μαφίας Walken, ο πρώην αστυνομικός Hopper το παίζει χαζός, ενώ την ίδια στιγμή οι Clarence (Christian Slater) και Alabama (Patricia Arquette) απομακρύνονται με ένα τεράστιο ποσό χρημάτων των μαφιόζων. Γνωρίζοντας ότι είναι η σειρά του να λάμψει, ο Hopper ζωηρεύει και ξεκινά ένα πραγματικά φοβερό μάθημα ιστορίας. Αναμφίβολα, ο Tony Scott είναι καταπληκτικός, αλλά το σενάριο του Quentin Tarantino αποτελεί το δυνατό χαρτί της ταινίας, ίσως και ο καλύτερος λόγος που έχει καταγράψει ο φακός.
Πάντως, ένα είναι σίγουρο. Το χαμόγελο του Walken είναι πραγματικά ανεκτίμητο. Ο κομπασμός που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια ενός αιμόφυρτου Hopper είναι μεθυστικός, αν και σύντομα η μέθη αυτή αντικαθίσταται με την ανησυχητική είδηση ότι οι μαύροι εισέβαλαν στην Ιταλία και αναπαράχθηκαν με γυναίκες της Σικελίας. “Γι ‘αυτό και τα ξανθά μαλλιά και μπλε μάτια αντικαταστάθηκαν με μαύρα μαλλιά και σκούρο δέρμα”, εξηγεί με απολαυστική ικανοποίηση, προτού και οι δύο ξεσπάσουν σε γέλια. Το κρανίο του Hopper αποκτά αρκετές τρύπες αμέσως μετά, αλλά η σύγκριση αυτή μεταξύ πατατοκέφαλου/ πεπονοκέφαλου θα ζήσει για πάντα.
Μεταφράζει η Χρυσανθέμη Μιχάλη και η Ξανθή Οικονόμου