Όπως έχουμε πει και παλαιότερα, ίσως παραπάνω από ό,τι χρειάζεται, ο Έλρικ του Michael Moorcock αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους ήρωες της φαντασίας και σίγουρα τον μεγαλύτερο αντιήρωα. Ο καταραμένος αλμπίνος αυτοκράτορας, κραδαίνοντας το δαιμονικό του σπαθί, έρχεται ως πλήρη αναστροφή της εικόνας του Κόναν του βάρβαρου για να αποτελέσει μια βαθιά κριτική τόσο στα μάτσο πρότυπα της εποχής του (αρχές της δεκαετίας του 1970) γενικά αλλά και του βρετανικού ιμπεριαλισμού και κοινωνικών προτύπων της εποχής. Ήδη η άνοδος των κοινωνικών κινημάτων της δεκαετίας του 1970 αμφισβητούσε την κυρίαρχη συντηρητική οπτική και ως μέρος αυτής της κοινωνικής και ιστορικής, πια, αμφισβήτησης πρέπει να εκλαμβάνεται και ο Έλρικ.
Πάνω από 50 χρόνια α-χρονικών ιστοριών!
Όμως, 50 χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση, με ολοκληρωμένη πια τόσο τη βασική του ιστορία, όσο και αυτή του Αιώνιου Πρόμαχου, μέρος του οποίου αποτελεί και ο Έλρικ, ο Λύκος επιστρέφει. Ο Michael Moorcock, με αφορμή κάποιες επανεκδόσεις των έργων του Έλρικ, επιστρέφει με 3 ιστορίες σε έναν βιβλίο. Από αυτές, οι 2 είχαν δημοσιευτεί παλαιότερα, στο στιλ των αρχικών ιστοριών, όμως η 3η είναι σύγχρονη, με την έννοια του ότι ο Moorcock θέλησε να δώσει μια διαφορετική, πιο μεστή και φιλοσοφική διάσταση σε αυτές τις sword and sorcery ιστορίες.
Οι ιστορίες του βιβλίου λαμβάνουν χώρα μεταξύ του 4 και 5ου βιβλίου, για τα ελληνικά δεδομένα. Αλλά δεν έχει ιδιαίτερο νόημα η αυστηρή χρονολογική σειρά, ειδικά ιστορικών που έχουν ζυμωθεί στο χαοτικό και περιοδικό εκδοτικό πρόγραμμα. Αυτό απέχει πολύ από κάποια αυστηρή σειρά με την οποία πρέπει να διαβαστούν τα έργα. Για παράδειγμα, η πρώτη ιστορία του ανά χείρας βιβλίου εκδόθηκε, αρχικά, το 2010. Η δεύτερη το 2008 και η τρίτη το ’22, για να αποτελέσει τον κορμό αυτού του έργου. Στα ελληνικά μας έρχονται το 2024, από τις εκδόσεις Αίολος, σε μετάφραση του χαλκέντερου Θωμά Μαστακούρη, του ειδήμονος τόσο στον Moorcock όσο και στο φανταστικό στην Ελλάδα.
Ιστορίες Ενδοσκόπησης
Για να γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι: Το Η Ακρόπολη Των Ξεχασμένων Μύθων είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο με ιδιαίτερη ποικιλία, αφού σε διάστημα λίγων – αλλά γεμάτων- σελίδων, μπορούμε ουσιαστικά να δούμε την εξέλιξη τόσο της γραφής του Moorcock όσο και του ίδιου του χαρακτήρα του Έλρικ. Έτσι λοιπόν έχουμε, στην αρχή, ένα στιλ γραφής γεμάτο δροσιά, ένταση και ταχύτητα το οποίο απεικονίζει έναν σκεφτικό Έλρικ, γεμάτο αμφιβολίες και ερωτήσεις, οι οποίες όμως δεν έχουν το κατεπείγον αίσθημα του «πρέπει να σωθεί ο κόσμος». Αντίθετα, υπάρχει μια τάση ενδοσκόπησης, η οποία μεν είναι διάχυτη σε όλη την πορεία του μελαγχολικού περιπλανώμενου, όμως εδώ γίνεται η κινητήρια δύναμη των ιστοριών. Ερωτήσεις για την καταγωγή του ίδιου, των μισο-άνθρωπων / μισο-δράκων κατοίκων του Μελνιμπονέ αλλά και, στη συνέχεια, να βρει επιτέλους έναν τρόπο να απεξαρτηθεί από τη δαιμονική Καταιγίδα.
Το ότι οι αναγνώστες γνωρίζουμε ότι, δυστυχώς, δεν τα καταφέρνει δε μας στερεί τη χαρά του να γίνουμε ξανά συνοδοιπόροι σε αυτόν τον περίεργο κόσμο γεμάτο αρχαίες, χαμένες πόλεις, άγνωστες ιστορίες και πλάσματα τόσο αλλόκοτα που οι δράκοι φαντάζουν φυσιολογικοί ανάμεσά τους. Επίσης δεν απομακρύνει το διακύβευμα από τις ιστορίες, καθώς μπορεί η μοίρα του Έλρικ και του πιστού του συντρόφου, του Μούνγκλαμ να είναι γνωστή, όμως αυτό δεν ισχύει και για την κατάληξη των νέων συνοδοιπόρων που γνωρίζουμε εδώ. Αυτοί οι νέοι χαρακτήρες ταιριάζουν τέλεια στο αλλόκοτο περιβάλλον ενώ και η πιο πράα συλλογιστική και πρόζα που απέκτησε μεγαλώνοντας ο συγγραφέας, χωρίς να πλατειάζει καταφέρνει και τους σμιλεύει σε τρισδιάστατους χαρακτήρες
Νέοι κόσμοι σαν καθρέφτης
Ταυτόχρονα, ο Moorcock βρίσκει την ευκαιρία να διευρύνει τον κόσμο του, με την προσθήκη του «Κόσμου από Κάτω», έναν μυστικό και δυσπρόσιτο τόπο που καθρεφτίζει αυτόν των Νεαρών Βασιλείων. Αυτό ουσιαστικά, προσφέρει στον Moorcock τη δυνατότητα να πλάσει μια ολόκληρη νέα περιοχή, η οποία μάλιστα αν και είναι «χαμένη στους θρύλους», φαίνεται πιο συνεκτική από ότι ο θολός και ενθουσιασμένα πλασμένος μεν, αφελώς δε, κόσμος «από πάνω». Την ίδια στιγμή δε στερείται και των δομικών κλισέ του είδους, όπως τα εξωτικά τοπία και οι μυστηριώδεις γυναικείες παρουσίες. Οι φανς του Sword and Sorcery θα βρουν επίσης και άφθονη δράση στις σελίδες αυτού του βιβλίου, ειδικά στις 2 πρώτες ιστορίες.
Βυθισμένοι στις σκέψεις
Η 3η, που είναι και η μεγαλύτερη, ρίχνει τους ρυθμούς. Ο συγγραφέας εδώ επιλέγει να εστιάσει, ίσως υπερβολικά ανά στιγμές (και σίγουρα επαναλαμβανόμενα ανά άλλες) σε σκέψεις αλλά και περασμένα (και μελλοντικά) τραύματα του αλμπίνου και σε μία έντονη τάση φιλοσοφικής και υπαρξιακής προσέγγισής τους. Σε αντίθεση με τις άλλες δύο ιστορίες, όπου πλοκή και ενδοσκόπηση συνυπάρχουν και αλληλοτροφοδοτούνται, εδώ η διαλεκτική σύνθεση αλλάζει, με το βάρος να πέφτει στην περισυλλογή, η οποία πολλές φορές βαλτώνει τη ροή του λόγου με κουραστικές επαναλήψεις.
Έτσι, για να προχωρήσει η πλοκή, κάποιες στιγμές ο αναγνώστης θα βρεθεί μπροστά σε ξαφνικές, εξωτερικές συνθήκες που το καθιστούν αυτό αναγκαίο (λόγου χάρη η ενέδρα ενός εχθρού) ή deux ex machina στιγμές, οι οποίες ενδεχομένως να ξενίσουν. Ως αντάλλαγμα, βλέπουμε την πρόζα του Moorcock στην πιο ώριμη φάση της, με 50 χρόνια εμπειρίας για το fantasy να ξεχύνονται στο χαρτί. Ποιητικός ρυθμός, καταιγισμός από μεταφορές, ζωντανές εικόνες και μια τεράστια δόση worldbuilding και πληροφοριών για τον κόσμο, που θεμελιώνουν, σχεδόν από την αρχή, τον κόσμο του βιβλίου, σε αντίθεση με την παραμυθική σχεδόν και ασαφή διάσταση του Επάνω Κόσμου. Η ποιότητα αυτή θα χανόταν στα χέρια κάποιου λιγότερου έμπειρου μεταφραστή, όμως ο Μαστακούρης κρατάει με σύνεση τον οριακά μυστηριακό λόγο του Moorcock σε ρυθμό.
Είναι το Η Ακρόπολη Των Ξεχασμένων Μύθων το καλύτερο βιβλίο για να γνωρίσετε τον αλμπίνο αντιήρωα; Σίγουρα όχι. Για να είμαστε ειλικρινείς δεν είναι καν απαραίτητο, εάν σας ενδιαφέρει μόνο το «τι έγινε» και όχι το πώς ή η λογοτεχνική αξία ενός fantasy έργου. Για τους φανς του συγγραφέα ή του Έλρικ (μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές περιπτώσεις), αυτό το βιβλίο είναι σίγουρα απολαυστικό.