του Άλκη Καζαμία
Είναι εξαιρετικά παρήγορο το γεγονός ότι ο κινηματογράφος έχει αρχίσει να ξεφεύγει κάπως από τις «ασφαλείς» επιλογές των comics της DC και της Marvel και επιλέγει να ασχοληθεί με μεταφορές πιο «underground» τίτλων του είδους. Ένα από αυτά είναι το «I kill giants» μία δημιουργία των Joe Kelly (γνωστός για τα runs του στο comics του Deadpool, Uncanny X-Men αλλά και για την animated δημιουργία του Ben 10) στο σενάριο και του J.M. Ken Niimura το οποίο εκδόθηκε από την Image comics. Η ταινία η οποία βγήκε για λογαριασμό του Netflix και είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Δανού σκηνοθέτη Anders Walter.
H πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η 12χρονη Barbara Thompson (Madison Wolfe) η οποία για να ξεφύγει από την καθημερινότητά της «κλείνετε» σε έναν κόσμο γεμάτο μαγεία όπου πολεμάει γίγαντες. Αυτό όμως την κάνει να απομακρύνεται από την οικογένειά της, να μην είναι καθόλου δημοφιλής με τους συνομήλικούς της και όλοι οι καθηγητές της να τη θεωρούν χαμένη υπόθεση. Όλα όμως θα αλλάξουν όταν έρθει στη ζωή της η Σοφία (Sydney Wade) η οποία θα προσπαθήσει να γίνει φίλη της αλλά και η σχολική ψυχολόγος (Zoe Saldana) που θα θελήσει να τη βοηθήσει.
Ναι, διαβάζοντας τη σύνοψη μπορεί κάνεις να πει ότι η υπόθεση δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Σε πολλούς μάλιστα μπορεί να θυμίσει μία άλλη ταινία η οποία βγήκε πριν τρία χρόνια. Ο λόγος φυσικά για το -εξαιρετικό- «A monster calls». Πράγματι αυτές οι δύο ταινίες έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους. Πέραν του γεγονότος ότι και οι δύο ταινίες έχουν για πρωταγωνιστές παιδιά τα οποία έρχονται σε επαφή με το εξωπραγματικό , χρησιμοποιούν (αν και με διαφορετικό τρόπο) την ύπαρξη των «τεράτων» για να διεισδύσουν στην ψυχολογία τους όταν αυτά έρχονται αντιμέτωπα με μία κρίση η οποία θα αλλάξει τη ζωή τους. Κατά τη διάρκεια της ταινίας βλέπουμε ότι η Barbara χρησιμοποιεί τους γίγαντες ως ένα μέσο διαφυγής από ένα συμβάν το οποίο η ίδια δεν μπορεί να ανατρέψει.
Η ψυχολογική σκοπιά με την οποία η ταινία διαχειρίζεται το θέμα της απώλειας είναι ίσως το μεγαλύτερο ατού της ταινίας. Ο θεατής καταλαβαίνει από την αρχή ότι οι γίγαντες που αντιμετωπίζει η Barbara δεν είναι αληθινοί. Ο ρόλος τους μέσα στην ταινία είναι τελείως συμβολικός. Συμβολίζουν όλους τους φόβους που μας προκαλεί η επικείμενη απώλεια των αγαπημένων μας προσώπων.
Η σκηνοθεσία της ταινίας, πάρα τα κάποια φάουλ της, είναι πάρα πολύ όμορφη και τα καταπληκτικά οπτικά εφέ απεικονίζουν τις λιγοστές σκηνές δράσης με έναν πανέμορφο τρόπο που αν μη τι άλλο σε εντυπωσιάζει. Επίσης πρέπει να γίνει μία ξεχωριστή μνεία στις ερμηνείες των δύο παιδιών πρωταγωνιστριών ιδιαίτερα στην Madison Wolfe η οποία στέκεται επάξιά απέναντι στους ενήλικους συμπρωταγωνιστές της και μαζί με τη Sydney Wade σηκώνουν όλη το βάρος της ταινίας πάνω τους.
Το μεγάλο ενδιαφέρον της ταινίας λοιπόν στηρίζεται κυρίως στην ψυχαναλυτική οπτική της παιδικής πραγματικότητας. Πολλοί -αν όχι όλοι μας- θα ταυτιστούμε σε πολλά σημεία με τη δωδεκάχρονη πρωταγωνίστρια της ταινίας. Πόσοι και πόσες από εμάς όταν ήμασταν παιδία δεν κλεινόμασταν στους δικούς μας κόσμους και πολεμούσαμε γίγαντες, εξωγήινους και άλλα φανταστικά πλάσματα από άλλους κόσμους προκειμένου να ανταπεξέλθουμε στην «ενήλικη» πραγματικότητα που προσπαθούσαν να μας επιβάλλουν οι γονείς μας; Και μπορεί πλέον να έχουμε μεγαλώσει και να αναγνωρίζουμε ότι δεν ήταν ποτέ αληθινοί οι γίγαντες που είχαμε μέσα στο κεφάλι μας , η καθημερινότητά όμως που αντιμετωπίζουμε έρχεται σαν ένας άλλος «γίγαντας» να μας λιώσει. Και ευτυχώς υπάρχουν και ταινίες σαν αυτές που μέσα από τις γλυκόπικρες ιστορίες τους έρχονται να μας το θυμίσουν αυτό.