Μαύρο Αλγέρι, Κόκκινη Μασσαλία και Παρίσι Μπλουζ. Τρία μυθιστορήματα με τα οποία ο Μωρίς Αττιά κατάφερε να σταθεί στα χνάρια της Τριλογία της Μασσαλίας, που περίπου μια δεκαετία νωρίτερα είχε κυκλοφορήσει ο Ζαν-Κλοντ Ιζζό, αφήνοντας παρακαταθήκη ένα από τα σημαντικότερα έργα της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας στη Γαλλία. Εμφανώς επηρεασμένος από αυτό το έργο, ο Μωρίς Αττιά έγραψε την παραπάνω τριλογία, αφήνοντας το δικό του λογοτεχνικό σημάδι. Εννέα χρόνια μετά το Παρίσι Μπλουζ, επιστρέφουν στο χαρτί οι ήρωες που πρωταγωνίστησαν στα προηγούμενα έργα, με τον Αττιά να ξεκινάει μια καινούργια τριλογία με τη Λευκή Καραϊβική (εκδόσεις Πόλις, 2018) αυτή τη φορά μεταξύ του 1976 και του 1981, προσθέτοντας έτσι ένα ακόμα κομμάτι στο πολύχρωμο μυθιστορηματικό μωσαϊκό του.
Ο Πάκο Μαρτίνεθ, πρωταγωνιστής της προηγούμενης τριλογίας επιστρέφει πάλι στο χαρτί, ο οποίος έχει πλέον παρατήσει το επάγγελμα του αστυνομικού, και εργάζεται ως αρθρογράφος υπηρετώντας την μεγάλη του αγάπη, που δεν είναι άλλη από τον κινηματογράφο. Η γυναίκα του, Ιρέν, εξακολουθεί να έχει το καπελάδικό της και ζουν μια φαινομενικά ήρεμη ζωή με την κόρη τους, μετά τα γεγονότα των προηγούμενων βιβλίων. Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, ο Τιγκράν «Κουπί» Κουπιγκιάν, πρώην συνεργάτης του Πάκο, και η σύντροφός του, η Εύα, επανεμφανίζονται μετά από την Κόκκινη Μασσαλία, όταν είχαν αναγκαστεί να αυτοεξοριστούν στις Γαλλικές Αντίλλες και την Γουαδελούπη.
Ο Κουπί όντας χωμένος στο αλκοόλ, πλέον εργάζεται ως νυχτοφύλακας σε ένα εργοτάξιο, όπου θα γίνει άθελά του, μάρτυρας της δολοφονίας του αφεντικού του. Οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στη ζωή του εκεί, αλλά και με το τι έχει συμβεί μεταξύ αυτού και της Εύας, θα τον οδηγήσουν να ζητήσει την βοήθεια του Πάκο από την Μητροπολιτική Γαλλία. Ο Πάκο δεν αρνείται την βοήθεια στον πρώην σύντροφό του, και πετάει για τις Γαλλικές Αντίλλες. Εκεί θα συναντήσει έναν Κουπί πολύ διαφορετικό από αυτόν που είχε αφήσει, καθώς και μία περιοχή τελείως διαφορετική σε γεωγραφία, κουλτούρα, ακόμα και στη λειτουργία του υποκόσμου της.
Η συνταγή που είχε εφαρμόσει ο Αττιά στα προηγούμενα βιβλία δεν αλλάζει, και έτσι για ακόμα μία φορά, βλέπουμε την ζωή και την ψυχολογία των χαρακτήρων να κερδίζει την παράσταση συγκριτικά με την αστυνομική πλοκή, η οποία πάντως κάνει εντονότερη την παρουσία της από το αμέσως προηγούμενο βιβλίο, Παρίσι Μπλουζ. Η αριστοτεχνική χρήση του πρώτου προσώπου στην αφήγηση από τον Αττιά είναι πάλι παρούσα, με τον αφηγητή να αλλάζει σε κάθε κεφάλαιο δίνοντας την σκυτάλη από τον Πάκο στον Κουπί και στην Ιρέν, μέχρι και σε άλλους φαινομενικά λιγότερο σημαντικούς χαρακτήρες.
Οι κοινωνικοί και ψυχολογικοί προβληματισμοί των χαρακτήρων ήταν πάντα παρόντες στα έργα του Αττιά, αρκετά έντονα μάλιστα. Αυτή τη φορά ο συγγραφέας επιχειρεί μια περισσότερο ψυχολογική προσέγγιση και παρουσιάζει τα προβλήματα που κάνουν αναπόφευκτα την εμφάνισή τους στην κοινή πλέον ζωή του Πάκο και της Ιρέν από τη μία, και από την άλλη δίνει μεγαλύτερη έμφαση στον ερωτισμό όλων των χαρακτήρων και στις σεξουαλικές τους ιδιαιτερότητες. Μάλιστα, υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «πορνογραφικό», περιγράφοντας μία ιδιαίτερη ερωτική παράσταση υπό τους ήχους του Ρέκβιεμ του Μότσαρτ. Αυτές αναφορές στην σεξουαλικότητα, δείχνουν να βρίσκονται εκεί ως κομμάτι της τροπικής αυτής περιοχής, καθώς οι χαρακτήρες δεν ξεχνάνε να αναφέρονται σε αυτή πολύ συχνά με χαρακτηρισμούς όπως «νησί των φαλλοκρατών» και προτάσεις σαν αυτή που η Ιρέν χρησιμοποίησε χαρακτηριστικά λέγοντας πως έχει «… την εντύπωση ότι εδώ όλες οι γυναίκες είναι ξελογιάστρες και όλοι οι άνδρες αρσενικά σε περίοδο αναπαραγωγής».
Φυσικά δε θα μπορούσαν από ένα βιβλίο του Αττιά να λείπουν οι αναφορές στην κοινωνία και την πολιτική της περιοχής στην οποία διαδραματίζεται το εκάστοτε έργο. Είναι εμφανές, πάντως, σε σημεία πως ο συγγραφέας δε γνωρίζει τόσο καλά τη Γουαδελούπη όπως παραδείγματος χάριν τη Μασσαλία, το Παρίσι και κυρίως το Αλγέρι, παρόλ’ αυτά φροντίζει να παρουσιάσει αρκετά στοιχεία της κουλτούρας της περιοχής εκεί, ωστόσο ο σχολιασμός τον κοινωνικοπολιτκών γεγονότων αυτή τη φορά παραμένουν στο πλαίσιο των ντόπιων έγχρωμων κατοίκων, που αν και πλέον δεν υφίσταται τυπικά η δουλεία, εκείνοι ακόμα εργάζονται ως επί το πλείστον για τους λευκούς έχοντες, και για το έντονο λαθρεμπόριο ποτών και ναρκωτικών που φαίνεται ως ένα κομμάτι της καθημερινότητας της περιοχής. Αυτή η διαφορά μεταξύ της πολιτικής της προηγούμενης τριλογίας και της Λευκής Καραϊβικής εν μέρει φαντάζει φυσιολογική, καθώς τα προηγούμενα βιβλία λάμβαναν χώρα σε μία πολύ ταραγμένη περίοδο που περιελάμβανε τον Πόλεμο της Αλγερίας και τον Μάη του ’68, ενώ τώρα βρισκόμαστε περίπου μια δεκαετία μετά από αυτά τα γεγονότα.
Εν κατακλείδι ο Αττιά, παρουσιάζει για ακόμα μια φορά ένα πολύ δυνατό αστυνομικό μυθιστόρημα με στοιχεία δράματος, στο οποίο το λευκό χρώμα ταιριάζει απόλυτα στον τίτλο του, καθώς δεν καταφέρνει από τη μία να επιτύχει τον έντονο χρωματισμό της προηγούμενης τριλογίας, αλλά δείχνει πως αυτή η νέα τριλογία, μπορεί να πατήσει και με το παραπάνω στα χνάρια που φρόντισε ο ίδιος ο συγγραφέας να δημιουργήσει.