Η Ursula Le Guin υπήρξε ομολογουμένως μία από τις πιο δημοφιλείς συγγραφείς στο χώρο του φανταστικού. Η ιδιαίτερη προσέγγιση των θεμάτων της που θυμίζει τη μεθοδολογία ανθρωπολόγου ή ακόμα και πολιτικού αναλυτή, η φεμινιστική χροιά των έργων της, αλλά και η δημιουργία ολόκληρων κόσμων μέσω της εισαγωγής εξωγήινης κουλτούρας σε αντιπαραβολή με τα όσα ξέρουμε, είναι λίγα από τα χαρακτηριστικά που αποτελούν την ταυτότητα της και που της χάρισαν αρκετά βραβεία επιστημονικής φαντασίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της γραφής της, που παραμένει φρέσκια από τη δεκαετία του ’60 μέχρι και σήμερα, είναι “Ο αναρχικός των δύο κόσμων”, βιβλίο στο οποίο η Le Guin κάνει ένα είδος θεωρητικού πειράματος θέτοντας τα θεμέλιατης πολιτικής επιστημονικής φαντασίας, αλλά και οι πέντε τόμοι που απαρτίζουν το “Έπος της Γαιοθάλασσας”, όπου η συγγραφέας καταφέρνει να ξεδιπλώσει το ταλέντο της στη δημιουργία ολοκληρωμένων κόσμων, στον ίδιο βαθμό αρτιότητας με τον Tolkien ή τον Herbert.
Η νουβέλα της “Η λέξη για τον κόσμο είναι δάσος” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αίολος είναι ένα από τα έργα της που βραβεύτηκαν με βραβείο Hugo το 1973 και έχει έντονο οικολογικό χαρακτήρα. Στο μακρινό μέλλον η ξυλεία της Γης είναι πλέον αγαθό υπό εξαφάνιση, κάτι που ωθεί την ανθρωπότητα να στραφεί σε άλλους κόσμους προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της. Η “Νέα Ταϊτή” είναι μια στρατιωτικού τύπου αποικία στον μακρινό πλανήτη Άθσε. Τα ανθρώπινα, όμως, ιμπεριαλιστικά συμφέροντα δε θα αργήσουν να έρθουν σε σύγκρουση με τη φιλοσοφία και τον τρόπο ζωής των αυτοχθόνων κατοίκων του πλανήτη, οι οποίοι παρά την ειρηνική τους φύση δε θα διστάσουν να ορθώσουν το ανάστημα τους ενάντια στην ανθρώπινη εισβολή.
Όπως γίνεται φανερό από την περίληψη, κύριος άξονας γύρω από τον οποίο οικοδομεί την ιστορία της η συγγραφέας είναι ο οικολογικός προβληματισμός της, ο οποίος ήταν και η πηγή της έντονης ακτιβιστικής της δράσης κατά την περίοδο της συγγραφής αυτού του βιβλίου. Πράγματι, η αποσαθρωμένη, αποψιλωμένη εικόνα της Γης εξαιτίας της ανθρώπινης απληστίας, που η συγγραφέας αφήνει μόνο να εννοηθεί χωρίς να την περιγράψει, αφού η πλοκή του έργου της εξελίσσεται στον κατάφυτο πλανήτη Άθσε, σίγουρα αποτελεί αποτέλεσμα της ίδια ανησυχίας που ώθησε λίγα χρόνια πιο πριν τον Philip Dick να γράψει το “Ηλεκτρικό πρόβατο” (1968), πάνω στο οποίο βασίζεται η ταινία “Blade Runner” και όπου περιγράφεται μια μελλοντική εκδοχή της Γης κατά την οποία ολόκληρη η πανίδα της έχει εξαλειφθεί. Έτσι, η Le Guin, όπως ακριβώς και ο Dick υπεισέρχονται στον πυρήνα της κλασσικής επιστημονικής φαντασίας, την οποία και χρησιμοποιούν σαν μέσο αναμόχλευσης καίριων πανανθρώπινων προβληματισμών και ζητημάτων, όπως είναι η διαχείριση του περιβάλλοντος και των οικονομικών πόρων του πλανήτη, η εργαλειακή αντιμετώπιση του γυναικείου κορμιού και η αναγωγή της μητρότητας σε εθνικό ζήτημα κατά την κλασσική προτροπή “Αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι και κατακυριεύσατε…” , η κουλτούρα του βιασμού, αλλά και η πολιτιστική αλλοτρίωση και η ιμπεριαλιστική τακτική, όπως αυτές εκδηλώθηκαν μέσα από την αποικιοκρατία.
Ειδικά το ζήτημα της πολιτιστικής αλλοτρίωσης είναι ένα ζήτημα στο οποίο η Le Guin φαίνεται να βρίσκει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού σε αυτό αναφέρεται και στον “Αναρχικό των δύο κόσμων”. Σε αυτό όπως ακριβώς και στο “Η λέξη για τον κόσμο είναι δάσος”, η συγγραφέας μέσω της συγκριτικής μεθόδου και της διαλεκτικής αντιπαράθεσης δύο εντελώς διαφορετικών πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συστημάτων δίνει στην αλλοτρίωση το χαρακτήρα ιού ή μόλυνσης που σταδιακά εξαπλώνεται μέχρι που κατακυριεύει τον έναν η τον άλλο κόσμο. Έτσι, οι ιθαγενείς του πλανήτη Άθσε, οι οποίοι ζουν σε απόλυτη αρμονία με τη φύση, μετά την αλληλεπίδραση τους με τους ανθρώπους αρχίζουν να αποκτούν δικά τους χαρακτηριστικά με τρόπο που διαστρέφεται η φύση τους, ακριβώς όπως ο “αναρχικός πλανήτης” αρχίζει να μολύνεται από τις ιδέες που παρεισφρέουν σε αυτόν μέσω της επικοινωνίας με τον “πλανήτη των καπιταλιστών”. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση η εναντίωση στον κατακτητή, ακόμα και με δικά του μέσα, και κατ΄ επέκταση αυτού του είδους η αλλοτρίωση φαντάζει στη συγγραφέα αναπόφευκτη.
Τέλος, η Le Guin δε διστάζει να παρουσιάσει με κάθε ανατριχιαστική και διαστροφική λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο η πολιτιστική υπεροχή των ανθρώπων εγκαθιδρύεται με τη βία και μέσω της χρήσης διάφορων ρατσιστικών στερεοτύπων και την υποβάθμιση των ιθαγενών, δίνοντας στο λόγο της ένα ακόμα έρεισμα στην πραγματικότητα.
Πράγματι, οι Αθσιανοί, τους οποίου οι Γήινοι αποκαλούν υποτιμητικά “κολλιτσίδες” αφήνοντας υπονοούμενα για την νοημοσύνη, αλλά και την ζωική τους φύση, προκειμένου να μπορούν να τους εκμεταλλεύονται χωρίς τύψεις και ανενόχλητοι, ζουν με έναν τρόπο που οι ανθρώπινος πολιτισμός δεν μπορεί ούτε να καταλάβει –ειδικά από τη θέση ισχύος που βρίσκεται -, ούτε καν να συλλάβει. Παίρνοντας θέση ανθρωπολόγου η Le Guin -δεν είναι άλλωστε άγνωστο, ούτε και τυχαίο ότι ήταν κόρη του γνωστού ανθρωπολόγου Alfred Louis Kroeber, που εντρύφησε στη συλλογή πολιτισμικών πληροφοριών για τις φυλές Αμερικάνων ιθαγενών – παρουσιάζει ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο κοινωνίας, που παραπέμπει στο σαμάνικο τρόπο ζωής, με τον ευφάνταστο μάλιστα τρόπο που περιγράφεται μέσα από τις αναλύσεις του Carlos Castañeda και της συντρόφου του Florinda Donner, μετά την πολύχρονη διαμονή της με μια φυλή Σαμάνων (“Μύηση στο ονείρεμα”, “Η τέχνη των ονείρων”).
Ελλείψει κεντρικής εξουσίας και κρατικής οργάνωσης, οι Αθσιανοί αναγνωρίζουν ένα είδος ηγετικής ικανότητας στους λεγόμενους “Ονειρευτές”, άτομα με την ιδιαίτερη ικανότητα να μετακινούνται ανάμεσα στον κόσμο μας και τον κόσμο των ονείρων, ένα είδος συλλογικού ασυνειδήτου, από όπου αναδύονται καινούριες έννοιες και πρακτικές προκειμένου η φυλή να επιβιώσει στο πέρασμα του χρόνου. Ως εκ τούτου, οι λέξεις αποκτούν για την εξωγήινη αυτή φυλή ιδιαίτερη σημασία και δύναμη αφού φέρνουν στην επιφάνεια νέους τρόπους δράσης και σκέψης, σύλληψη που θυμίζει αρκετά το “1984” του Orwell. Συγκεκριμένα αναφέρεται:”Το να εκφραστείς λεκτικά σε αυτή τη διάλεκτο σημάνει να δράσεις”.
Έτσι, όταν ο ηγέτης της αθσιανής αντίστασης Σέλβερ εισάγει την έννοια του φόνου από τον “ονειρόκοσμο” στον “εξώκοσμο” δημιουργεί για τη φυλή του μία καινοτομία, μια νέα πρακτική, από την οποία δεν υπάρχει επιστροφή, επιφέροντας ένα είδος αναπόφευκτης ηθικής και πνευματική μόλυνσης (μίασμα) στην κοινωνία του και μια πικρή αίσθηση στον αναγνώστη.
Τέλος, δεδομένης μάλιστα της χρονολογίας που η Le Guin γράφει το “Η λέξη για τον κόσμο είναι δάσος” (1973), είναι ξεκάθαρη η επίδραση που είχε ο Πόλεμος του Βιετνάμ στο τρόπο σκέψης της, αφού οι χαρακτήρες της μοιάζουν να πάσχουν από κάποιο είδος μετατραυματικού σοκ. Παράλληλα τα καταπράσινα δάση του πλανήτη Άθσε, αλλά και οι πολεμικές πρακτικές των κατοίκων του σε αντιδιαστολή με τον οργανωμένο στρατό των ανθρώπων και τις εικόνες μάχης και ολοκαυτώματος που περιγράφει η συγγραφέας, όλα μοιάζουν βγαλμένα από τις εικόνες φρίκης του “Βρώμικου Πολέμου”, όπως ακριβώς και η αίσθηση ματαιότητας που μένει στο τέλος του βιβλίου.