Στη συλλογική μας μνήμη η Οθωμανική Αυτοκρατορία συνδέεται με μία εποχή σκλαβιάς και καταπίεσης του ελληνισμού, ο οποίος φαντασιωνόμαστε ότι διατηρεί την ταυτότητά του απ’ την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα. Η εξιδανικευμένη αλλά αδιαμφισβήτητα στρεβλή αυτή αντίληψη για το παρελθόν προέκυψε από την ηγεμονία του βαθιά ιδεολογικού ιστορικού σχήματος περί συνέχειας του έθνους, που υποστήριξε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος τον 19ο αιώνα (και πριν από αυτόν λόγιοι όπως ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος) με σκοπό να προσφέρει μία επιστημονικοφανή αιτιολόγηση στις διεκδικήσεις του ελληνικού εθνικισμού της εποχής του.
Μολονότι, όμως, πρόκειται για μία αβάσιμη και ανιστορική αφήγηση με βάση τα πορίσματα της σύγχρονης ιστορικής επιστήμης και παρόλο που στο παρελθόν έχει χρησιμοποιηθεί ως ιδεολογικό εργαλείο από αντιδημοκρατικά καθεστώτα για να δικαιολογήσουν την κυριαρχία τους (κυρίως από τις δικτατορίες Μεταξά και Παππαδόπουλου), εξακολουθεί να ηγεμονεύει ως ένας εθνικός μύθος που διαμορφώνει την ταυτότητα και την ιστορική μας συνείδηση. Ένας μύθος που λειτουργεί ως εμπόδιο στην κατανόηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως μίας πολυεθνικής αυτοκρατορίας που υπήρξε για αιώνες σε ένα εντελώς διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο, δηλαδή σε μία εποχή πριν την ανάδυση των εθνικισμών και την εγκαθίδρυση των εθνών – κρατών· πριν καν τον Διαφωτισμό και την Γαλλική Επανάσταση.
Πώς μπορεί να κατανοηθεί η εποχή που προηγήθηκε της ανάδυσης των εθνικισμών, η εποχή των αυτοκρατοριών (όπως την χαρακτήρισε ο Hobsbawm) εντός των εδαφών των οποίων συνυπήρχαν διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές κοινότητες, όχι πάντοτε ειρηνικά και αρμονικά, όμως χωρίς να έχουν διαμορφώσει την ταυτότητα του έθνους με την σύγχρονή της σημασία; Και πώς μπορεί να τα αντιληφθεί όλα αυτά ένα παιδί;
Με τα ερωτήματα αυτά αναμετρήθηκε ο Πέτρος Χριστούλιας στο δεύτερο βιβλίο του παιδικής λογοτεχνίας (που κυκλοφόρησε κι αυτό από τις εκδόσεις Ίκαρος), στο οποίο διηγείται την περιπέτεια μίας ετερόκλητης παρέας παιδιών που συναντιούνται στην πολυεθνική Θεσσαλονίκη της Οθωμανικής περιόδου. Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου του απεικονίζουν το «ψηφιδωτό από κοινότητες που συνέθεταν τον πληθυσμό της πόλης». Όμως, όπως επισημαίνει ο ίδιος ο συγγραφέας στο επίμετρό του, η «πολυπολιτισμικότητα» της Θεσσαλονίκης δεν μεταφέρεται εξιδανικευμένη. Βασισμένος στην προσωπική του έρευνα για την συγγραφή του βιβλίου, ο Χριστούλιας ενέταξε στην αφήγησή του γεγονότα που άντλησε από τις ιστορικές πηγές που μελέτησε, προκειμένου να αποτυπώσει την εκδήλωση των διαφορών μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων που συμβίωναν στην ίδια πόλη. Από τις προκαταλήψεις της μίας κοινότητας για την άλλη, μέχρι και περιστατικά ανοιχτής εχθρότητας, όπως οι πετροπόλεμοι μεταξύ των παιδιών των διαφορετικών γειτονιών, ο Χριστούλιας προσπάθησε να αποτυπώσει τα ανοιχτά τραύματα της περιόδου, ακόμα και με ανήλικα παιδιά ως πρωταγωνιστές.
Πάντως, το ιστορικό πλαίσιο το οποίο διερευνά με επιμέλεια ο συγγραφέας, αποτελεί κυρίως τον καμβά προκειμένου να διηγηθεί την συνάντηση της πρωταγωνιστικής ετερόκλητης παρέας παιδιών που παρασύρουν ο ένας τον άλλον σε μία απρόσμενη περιπέτεια στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Απέναντί τους θα βρουν λαθρέμπορους και πειρατές, όμως στο πλευρό τους θα έχουν τη δύναμη μίας αρχαίας θεότητας που θα τους χρειαστεί όταν οι ενήλικες περαστικοί θα αρνηθούν να ανταποκριθούν στις εκκλήσεις τους για βοήθεια. Διατρέχοντας τις σελίδες του βιβλίου μπορεί ένα έμπειρο αναγνωστικό μάτι να εικάσει ορισμένες από τις επιρροές του συγγραφέα. Οι εγκιβωτισμένες μυθολογικές αφηγήσεις, η εξερεύνηση των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, τα αρχαία αγάλματα που μετατρέπονται σε πρωταγωνιστές, το ιδιότυπο κυνήγι θησαυρού που στήνεται, μαρτυρούν ότι ο συγγραφέας έχει μελετήσει και κατανοήσει τις αφηγηματικές τεχνικές της Ζωρζ Σαρρή, της Άλκης Ζέη, της Σοφίας Ζαραμπούκα, της Αγγελικής Δαρλάση και άλλων κλασσικών ή σύγχρονων συγγραφέων που έχουν αφήσει το στίγμα τους στην παιδική λογοτεχνία.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο έχει αδιαμφισβήτητα και η ίδια η πόλη στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, η Θεσσαλονίκη. Όπως και στο πρώτο του λογοτεχνικό έργο τοποθέτησε την ιστορία στην Χαλκίδα, τον τόπο καταγωγής και διαμονής του, το δεύτερο βιβλίο του το αφιέρωσε στον τόπο των σπουδών του, μπλέκοντας τις αναμνήσεις με την φαντασία του. Όπως χαρακτηριστικά μαρτυρά στο επίμετρο, μία σκηνή όπου οι πρωταγωνιστές ντύνονται με ψεύτικες πανοπλίες είναι εμπνευσμένη από μία ανάμνησή του με φίλους του που τριγυρνούσαν στην Θεσσαλονίκη ντυμένοι με στολές με σκοπό να διαφημίσουν το ετήσιο φεστιβάλ κόμικ που διοργάνωναν τότε ως φοιτητές. Εξάλλου, είναι τόσο αναλυτική η περιγραφή του τόπου και των τοπόσημών του που είναι αυταπόδεικτο ότι ο συγγραφέας -πέρα από την μελέτη του- έχει συνδέσει πολλά στοιχεία του βιβλίου με τις προσωπικές του αναμνήσεις και τα βιώματά του απ’ την πόλη.
Τέλος, δεν χρειάζονται πολλά λόγια για την εικονογράφηση του βιβλίου από τον ίδιο τον Χριστούλια, ο οποίος είναι αναμφισβήτητα ένας εκ των κορυφαίων δημιουργών κόμικς της ελληνικής σκηνής και συνιστά πολυτέλεια για κάθε βιβλίο να εικονογραφείται από την πένα του. Πόσο μάλλον το δικό του βιβλίο, στο οποίο έχει προφανώς την ελευθερία να ορίζει ο ίδιος την έκταση της εικονογράφησης, με αποτέλεσμα, πέρα απ’ το πανέμορφο εξώφυλλο και το εντυπωσιακό δίπτυχο (στην ουσία τρίπτυχο) που συγκροτεί με το οπισθόφυλλο, η έκδοση να είναι γεμάτη ζωντανές εικονογραφήσεις, ορισμένες απ’ τις οποίες μονοσέλιδες, ακόμα και δισέλιδες, που εντείνουν τον ρυθμό της αφήγησης και καθιστούν ακόμη πιο ευχάριστη την ανάγνωση σε όλες τις ηλικίες. Οι επισκέπτες/-τριες της 11ης έκθεσης Εν Αιθρία, μάλιστα, θα θυμηθούν ότι μήνες πριν είχαν δει ένα λεπτοδουλεμένο έγχρωμο σχέδιο της Καμάρας της Θεσσαλονίκης, το οποίο εμφανίζεται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου με σκοπό να μας εντάξει στον τόπο της αφήγησης.