Η Μονίκ Δραπετεύει – Η άγρια χαρά της απελευθέρωσης

Μάνος Βασιλείου - Αρώνης Από Μάνος Βασιλείου - Αρώνης 10 Λεπτά Ανάγνωσης

«Είμαι η βασίλισσα του Παρισιού, μην το ξεχνάς» απάντησε περιπαικτικά η πρωταγωνίστρια, στις φιλοφρονήσεις του γιου της, του συγγραφέα Εντουάρ Λουί. Όμως, η αυτοπεποίθηση της καθόλου πηγαία δεν είναι. Πρόκειται, μονάχα για την τελευταία πράξη μίας διαδοχής γεγονότων της ζωής μίας γυναίκας που έζησε καταπιεσμένη σχεδόν ολόκληρη την ενήλικη ζωή της, εξαιτίας του κακοποιητικού της συζύγου, της φτώχειας και της συντηρητικής κοινωνίας της γαλλικής επαρχίας των 90’s. Αυτή την ιστορία αφηγήθηκε ο Λουί στο βιβλίο του «Αγώνες και Μεταμορφώσεις μίας Γυναίκας»· την ιστορία μίας φτωχής παντρεμένης γυναίκας που για μία εικοσαετία ήταν αόρατη, κρυμμένη σε ένα σπίτι στη βόρεια επαρχία της Γαλλίας, υποχρεωμένη να ασχολείται όλη μέρα με τις ανάγκες της οικογένειάς της. «Φανταστείτε πώς ήταν η ζωή μίας γυναίκας που κάθε μέρα για 20 χρόνια έπρεπε να μαγειρεύει για 7, το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ· να καθαρίζει για 7· να φτιάχνει τα ρούχα για 7· να σιδερώνει για 7· κάθε μέρα!», λέει συγκινημένος ο συγγραφέας για την μητέρα του. Μία ιστορία που η ίδια για χρόνια θεωρούσε ασήμαντη («Κανείς δεν δίνει δεκάρα για ανθρώπους σαν κι εμάς», του έλεγε απ’ την παιδική του ηλικία), όμως έφτασε να μετατραπεί σε ένα σύγχρονο σύμβολο γυναικείας ενδυνάμωσης μέσα από την λογοτεχνική πένα του Λουί.

Όμως, τελικά, η φυγή της Μονίκ για το Παρίσι δεν επέφερε την λύτρωση που επιζητούσε. Εκεί παγιδεύτηκε στο διαμέρισμα ενός άλλου άντρα, ο οποίος καθημερινά μεθούσε και την κακοποιούσε λεκτικά, απειλώντας την κι απαξιώνοντάς την. Για πολύ καιρό ο γιος της δεν γνώριζε αυτή την νέα της πραγματικότητα, μέχρι που ένα βράδυ ενόσω εκείνος βρισκόταν σε ένα πολυήμερο ταξίδι στην Αθήνα, χτύπησε το τηλέφωνό του: «Μου τηλεφώνησε μες στη νύχτα. Έκλαιγε.». Μετά από εκείνη την συνομιλία αφοσιώθηκε για καιρό στον σχεδιασμό της οριστικής απελευθέρωσής της από την καταπίεση τόσων δεκαετιών· στην προσπάθεια αναδημιουργίας του εαυτού της· σε μία επείγουσα επιχείρηση αναγέννησής της. Αυτή την ιστορία διηγείται στο βιβλίο «Η Μονίκ Δραπετεύει», το οποίο κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες στα ελληνικά σε μετάφραση Στέλλας Ζουμπουλάκη από τις εκδόσεις Αντίποδες και παρουσιάστηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα του, μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα από την κυκλοφορία του, στη σκηνή του κατάμεστου Θεάτρου Χώρα

«Τώρα θέλω να είσαι ευτυχισμένη»

Το δεύτερο λογοτεχνικό πορτρέτο της Μονίκ, της μητέρας του Λουί, χαρακτηρίζεται από έντονα συναισθήματα. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής εκδηλώνει διαρκώς την αγωνία του για την μητέρα του, την χαρά του για τα βήματά της προς την χειραφέτηση, αλλά και τον προβληματισμό του -που επανέρχεται τακτικά με αυτοκριτικό τόνο– για την αιτία που παρακίνησε τον ίδιο να αφοσιωθεί με τέτοια ζέση στην υπόθεση της απελευθέρωσης – απόδρασης της μητέρας του. «Η ζωή της ήταν, μέχρι τώρα, μία ζωή για τους άλλους» θυμάται κι ίσως επειδή κι αυτός είχε για χρόνια επωφεληθεί απ’ αυτή την αποστέρηση της ζωής της, ίσως γι’ αυτό πλέον προτεραιότητά του ήταν η ευτυχία της: 

«Δίστασε: -Είσαι σίγουρος; Δεν είσαι υποχρεωμένος… Της είπα ξανά: -Είμαι σίγουρος. Τώρα θέλω να είσαι ευτυχισμένη»

Συναισθηματισμός ή μελόδραμα;

                Έχει ενδιαφέρον ότι στην κριτική περί μελοδραματισμού της αυτοβιογραφικής λογοτεχνίας, ο Λουί αντιπαρατίθεται με το επιχείρημα ότι στην πραγματικότητα το πρόβλημα δεν είναι η υπερβολική χρήση του συναισθήματος στη λογοτεχνία, αλλά η έλλειψή του. Σε μία απ’ τις πιο δυνατές στιγμές της συζήτησής του με την Μαίρη Καιρίδη στο Θέατρο Χώρα, ο συγγραφέας έκανε σαφή τη θέση του: 

«Βεβαίως, όλοι αγαπούν το συναίσθημα, αλλά μισούν την εξερεύνηση του συναισθήματος. Είμαι γκέι και αγαπώ τα συναισθήματα. Συνδέεται πολύ με αυτό. Η ζωή της μητέρας μου έχει κάτι που σε αναγκάζει να κλάψεις. Οπότε, αν δεν γράψω ένα βιβλίο που σε κάνει να κλαις, τότε κρύβω την πραγματική της ζωή. Το πρόβλημα για εμένα δεν είναι ότι κάνω τους ανθρώπους να κλαίνε. Αντιθέτως, αναρωτιέμαι γιατί οι άνθρωποι δεν κλαίνε περισσότερο σε αυτόν τον κόσμο;»

                Χαρακτηρίζοντας ο ίδιος το βιβλίο του ως ένα «μαρξιστικό και φεμινιστικό βιβλίο με θέμα τη ζωή μίας γυναίκας» προκαλεί το ερώτημα της συνομιλίας του με τις παραδόσεις του μαρξισμού και του φεμινισμού για την σχέση της τέχνης και συναισθήματος. Μολονότι ο ίδιος αναφέρει ως πηγές έμπνευσής του το «A Room of Ones Own» της Virginia Woolf και τον Roland Barthes, θα ήταν σίγουρα ενδιαφέρουσα η συνομιλία της θέσης του αυτής με την μπρεχτική αποστασιοποίηση που δέσποζε στην μαρξιστική αντίληψη για το θέατρο και την τέχνη τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, αν όχι μέχρι και σήμερα. Ίσως θα του έδινε την ευκαιρία να αναπτύξει σύγχρονους προβληματισμούς σε συνομιλία/αντιπαράθεση με παραδοσιακές μαρξιστικές θέσεις για τη λογοτεχνία και την τέχνη, όπως συνέβη και στον εξαιρετικά εποικοδομητικό διάλογό του με τον Κεν Λόουτς. 

Έχει όρια το autofiction;

                Η ορμητική εμφάνιση της αυτομυθοπλασίας (autofiction), η οποία δεν θα είχε γίνει αισθητή χωρίς την Annie Ernaux  και τον Εντουάρ Λουί, συναντά έντονες αντιστάσεις από συντηρητικούς θύλακες της λογοτεχνικής κριτικής που προσπαθούν να προστατεύσουν τους διαμορφωμένους λογοτεχνικούς τους κανόνες απ’ την παρείσφρηση του βιώματος, δηλαδή στην ουσία από μία διαδικασία εκδημοκρατισμού της γραφής και της λογοτεχνικής ορατότητας. Με τις αυτοβιογραφικές του αφηγήσεις ο Λουί κατάφερε να μιλήσει με διεισδυτικό τρόπο για την ταξική καταπίεση, για την αχανή απόσταση μεταξύ των φτωχών και των προνομιούχων τάξεων, για τις πολλαπλές καταπιέσεις λόγω φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού, για τον συντηρητισμό της επαρχίας και για τις διαχρονικές ευθύνες της πολιτικής εξουσίας. Όμως, μήπως υπάρχουν όρια στην αυτομυθοπλασία; Πόσες φορές μπορείς να επανεπινοήσεις τον εαυτό σου και το παρελθόν σου, πόσες φορές μπορείς να το επανανοηματοδοτήσεις το παρελθόν σου, κρατώντας παράλληλα το ενδιαφέρον του αναγνωστικού σου κοινού; 

Ήδη απ’ τα πρώτα του βήματα -και μέχρι σήμερα- ο Λουί έρχεται ξανά και ξανά αντιμέτωπος με την ερώτηση «μήπως ήρθε η ώρα να κάνεις μυθοπλασία;», η οποία -έστω και ακούσια- στην ουσία απαξιώνει την λογοτεχνία του γιατί την στιγματίζει ως δήθεν «ευκολότερη» στη συγγραφή της, επειδή εμπνέεται από πραγματικά γεγονότα της ζωής του. Στον αντίποδα της οπισθοδρομικής και ανεδαφικής αυτής αντίληψης, ο Λουί καταφέρνει να διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού στις αυτοβιογραφικές διηγήσεις του, σμιλεύοντας τη λογοτεχνική τους φόρμα, αναδεικνύοντας την μοναδικότητα και την σημασία της καθεμίας. Στο βιβλίο του «Αλλαγή: Μέθοδος» ήταν εμφανής ο σκοπός του αυτός και κατά την προσωπική μου άποψη πρόκειται για το πιο στιβαρό λογοτεχνικά βιβλίο του μετά το καθηλωτικό ντεμπούτο του. Αντίστοιχα, εξήγησε στο ελληνικό αναγνωστικό του κοινό ότι προσπαθεί κάθε φορά να βρει την κατάλληλη λογοτεχνική φόρμα για την κάθε ιστορία που γράφει και αυτός είναι ο λόγος που έχουν διαφορετική μορφή τα δύο βιβλία – πορτρέτα της μητέρας του: το πρώτο σαν «αργό τραγούδι», ενώ το δεύτερο γρήγορο «σαν ταινία James Bond». Με μεγαλύτερες προτάσεις και πολλά κόμματα και δευτερεύουσες προτάσεις, ώστε να δίνεται μία αίσθηση ταχύτητας κατά την ανάγνωση, το βιβλίο «Η Μονίκ Δραπετεύει» εμπεριέχει στη μορφή του την χαρά της απελευθέρωσης. «Τίποτα στη λογοτεχνία δεν μου είχε δώσει ποτέ τόση χαρά», υπογραμμίζει ο Λουί.

Από την προηγούμενη επίσκεψη του Λουί στην Δημοτική Αγορά Κυψέλης τον Ιούλιο

Πάντως, ο συγγραφέας αποκάλυψε ότι με το επόμενο βιβλίο του με τον τίτλο «L’Effondrement», που αφορά τον αδερφό του, ο οποίος πέθανε μετά από χρόνια κατάχρηση αλκοόλ, θα κλείσει αυτό τον κύκλο των οικογενειακών του αφηγήσεων και θα δοκιμάσει πλέον κάτι καινούριο. Υποδηλώνει αυτή η στροφή του κάποιο όριο στο είδος της αυτομυθοπλασίας; Μήπως το όριο του είδους βρίσκεται στο εύρος των ιστοριών που είσαι σε θέση να διηγηθείς εάν επικεντρώνεσαι μονάχα στην προσωπική και οικογενειακή σου ζωή; Θα ήταν μάλλον επιπόλαιο να επιχειρήσουμε να δώσουμε απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα χωρίς να δούμε τι έχει στο μυαλό του ο Λουί για την συνέχεια. 

Μοιραστείτε το Άρθρο
Γεννήθηκε το 1993, δηλαδή ήταν 6 χρονών όταν είδε πρώτη φορά το Star Wars. Κάπου στο Λύκειο κατέληξε ότι η αλήθεια βρίσκεται στον Sheldon και από τότε προσπαθεί να ανακαλύψει τον κόσμο των nerds και των superheroes, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Αγαπημένο του χρώμα το κόκκινο: στις σημαίες, στον Flash, στον Deadpool, ενώ στις μπλούζες το προτιμά με λευκές λωρίδες. Τελευταία το παίζει και δικηγόρος, χωρίς καμία επιτυχία.