“ Όταν έχουμε διαμάχη με τους άλλους, κάνουμε ρητορική” έλεγε ο Γέιτς. “Όταν έχουμε διαμάχη με τον εαυτό μας, κάνουμε ποίηση.” Και τι συμβαίνει όταν οι δύο διαμάχες γίνονται ταυτόχρονα, όταν η μάχη με τον κόσμο είναι μια αντανάκλαση ή μια μεταμόρφωση της υπόγειας αλλά διαρκούς αναμέτρησής μας με τον εαυτό μας; Τότε γράφει κανείς ένα βιβλίο σαν αυτό που γράφω εγώ τώρα, κι έχει τυφλή εμπιστοσύνη ότι το βιβλίο μπορεί να έχει σημασία και για κάποιον άλλο.
Ο συγγραφέας του βιβλίου “Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν”, Juan Gabriel Vásquez επανέρχεται με ένα νέο συναρπαστικό μυθιστόρημα, που οι κριτικοί θεωρούν την κορύφωση του συγγραφικού του έργου. “Η μορφή των λειψάνων” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος και είναι ένα από εκείνα τα βιβλία -μαύρες τρύπες που σε ρουφάνε μέσα στον κόσμο τους και σε κάνουν να χάσεις την επαφή με την πραγματικότητα γύρω σου. Είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που θα κάτσεις να διαβάζεις μέχρι το ξημέρωμα δίπλα στη λάμπα σου με ένα φλυτζάνι τσάι, καθώς σκέφτεσαι: “μία σελίδα ακόμα, ένα κεφάλαιο ακόμα”. Πρόκειται για ένα πολιτικό θρίλερ, με ιστορικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις, συνωμοσίες και αποφάσεις κάτω από το τραπέζι.
Η ιστορία ξεκινά όταν ο Κάρλος Καρβάγιο συλλαμβάνεται σε ένα μουσείο της Μπογκοτά της Κολομβίας αποπειρώμενος να κλέψει το κοστούμι του Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν, φιλελεύθερου πολιτικού και χαρισματικού ρήτορα υπέρ των φτωχών και των αδυνατών, που το 1948 δολοφονήθηκε κάτω από αμφιλεγόμενες συνθήκες, οι οποίες γεννούν ερωτηματικά μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου λαμβάνει χώρα σε ένα εξωδιηγητικό επίπεδο, το οποίο περιλαμβάνει την αφήγηση γεγονότων, εξωτερικών σε σχέση με τη σύλληψη του Καρβάγιο. Έτσι, δε θα ήταν άστοχο να πούμε ότι η ιστορία μας ξεκινά πολύ πιο πρίν, όταν ο συγγραφέας -αφηγητής γνωρίζει τον άντρα αυτό, ο οποίος θα τον μπλέξει σε ένα σύμπαν ρευστό, σε έναν κόσμο συνωμοσίας, όπου η δολοφονία του Γκαϊτάν σχετίζεται με αυτή του Κένεντι και αυτή του στρατηγού Ουρίμπε Ουρίμπε.
Για τον Καρβάγιο δεν υπάρχει χειρότερος τυφλός από αυτόν που δε θέλει να δει. Ιδιόρρυθμος, παθιασμένος, τρελός, εμμονικός, συνωμοσιολόγος, βλέπει παντού αιτιατότητες και διασυνδέσεις και κοιτάζει πέρα από το προφανές. Θυμίζοντας έναν σύγχρονο Δον Κιχώτη και παραπέμποντας σε αυτό που on game θα λέγαμε chaotic good χαρακτήρα έχει το δικό του ηθικό κώδικα, κερδίζει τη συμπάθεια μας και ανάγεται σε μύστη μιας νέας διαλεκτικής, αυτής της συνωμοσίας. Πολύ περισσότερο , για τον ήρωα αυτό αν υπάρχει μία αλήθεια σε αυτές τις δολοφονίες είναι η εξής: ότι ο κόσμος δεν έμαθε ποτέ την αλήθεια. Τοποθετεί έτσι την ανθρωπότητα σε δύο σύνολα ψυχολογικής συμμετρίας: αυτούς που ξέρουν κι αυτούς που αγνοούν, αυτούς που κινούν τα νήματα και σε αυτούς που είναι ένα ακόμα γρανάζι του συστήματος. Η συνωμοσία, έτσι, αποκρυσταλλώνει την σύγκρουση που υπάρχει στην κοινωνία, μια σύγκρουση που υπάρχει από την απαρχή της ανθρωπότητας και που αντιλαμβάνεται μέχρι και ο Gabriel García Márquez περιγράφοντας στα απομνημονεύματά του τη δολοφονία του Γκαϊταν, μια σύγκρουση που υφίσταται με διαφορετικούς πρωταγωνιστές αλλά ίδια σκοπιμότητα, ένα απέθαντο τέρας, το τέρας με τα χίλια πρόσωπα και τα χίλια ονόματα που τόσες φορές έχει σκοτώσει και θα ξανασκοτώσει, γιατί σε αυτή τη χώρα δεν έχει αλλάξει τίποτα εδώ και αιώνες, κι ούτε πρόκειται να αλλάξει ποτέ.
Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι “Η μορφή των λειψάνων” στηρίζεται σίγουρα πάνω στον πυλώνα “συνωμοσία”, ως μετουσίωση της σύγκρουσης μεταξύ αλήθειας -ψεύδους, γνώσης -άγνοιας, πολιτικών συμφερόντων -λαϊκών συμφερόντων. Μολαταύτα, το βιβλίο του Vásquez στηρίζεται και σε έναν δεύτερο πυλώνα, αυτό των λειψάνων, για τα οποία όχι μόνο ο Καρβάγιο, αλλά και όλοι οι ήρωες της ιστορίας αυτής φαίνεται να εκδηλώνουν ένα βολονταριστικό ενδιαφέρον. Τι σημασία έχουν, όμως τα “λείψανα ευγενών αντρών” (Ιούλιος Καίσαρ, Σαίξπυρ) σε έναν κόσμο που φαίνεται ότι έχει ξεχάσει ακόμα και την ύπαρξή τους; Τι σημασία έχει η ιστορική μνήμη για έναν λαό που φαίνεται ότι επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη και βυθίζεται σε έναν κύκλο βίας από την εποχή του στρατηγού Ουρίμπε Ουρίμπε και του Γκαϊτάν μέχρι την εποχή της τρομοκρατίας του Εσκομπάρ και των καρτέλ ναρκωτικών που συνοδεύει ακόμα τον ανθρωπο του 21ου αιώνα; Για τον Καρβάγιο, που σκοπός του είναι η αποκάλυψη της αλήθειας, τα λείψανα συνιστούν μέσα απόδειξης. Για τον Vásquez, από την άλλη, τα ανθρώπινα λείψανα και τα κειμήλια εν γένει αποτελούν τη γέφυρα μεταξύ του χώρου και του χρόνου, που υπερνικούν τη λήθη και προτάσσουν τη μνήμη και τη γνώση του παρελθόντος, με στόχο την ματαίωση του φαύλου κύκλου δολοφονιών, αιματοχυσίας και υποταγής. Το κοστούμι και ο σπόνδυλος του Γκαϊτάν, το κρανίο του Ουρίμπε Ουρίμπε, το φόρεμα της Τζάκυ, όλα επιτελούν την ίδια λειτουργία, πάνω στην οποία θεμελιώνεται η ελπίδα για ένα διαφορετικό μέλλον.
Από τις ιδιαίτερες αυτές αντικειμενικές συστοιχίες που επιλέγει ο Vásquez να τοποθετήσει στο έργο του προκύπτει ότι αυτό δεν είναι ένα απλό πολιτικό θρίλερ, αλλά ένα εκπόνημα που φαίνεται να συνιστά υποχρέωση και δήλωση του συγγραφέα απέναντι στο κολομβιανό λαό. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που ο ίδιος ο πρωταγωνιστής -αφηγητής, μιλώντας στο πρώτο ενικό πρόσωπο και παρουσιάζοντας πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, εντοπίζει και στον εαυτό του τα σημάδια ενός πολύ βίαιου παρελθόντος της χώρας του. Υφολογικά και αισθητικά, κινείται στα πλαίσια του μαγικού ρεαλισμού, κατά το πρότυπο πολλών Λατίνων συγγραφέων ( Gabriel García Márquez, Isabel Allende) που αγαπάμε, με τη διαφορά, ωστόσο, ότι ο Vásquez εισάγει το ρεαλιστικό συστατικό της μνήμης ως κινητήριας δύναμης μετάβασης σε μια άλλη διάσταση, πραγματική και μεταφυσική μαζί.
Καταληκτικά, στον κόσμο του Vásquez, που ταυτίζεται στην πραγματικότητα με το δικό μας, η συνωμοσία επιτελεί περισσότερο λειτουργία υπενθύμισης του παρελθόντος παρά αποκάλυψης της αλήθεια. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια ιστορία που τη διηγούνται ξανά και ξανά, όπως τα παραμύθια, ξορκίζοντας στοιχειά και δαίμονες, για μια αλληγορία που παίζει με τη μνήμη και τη φαντασία, υπενθυμίζοντας στον κόσμο το χρέος του για ανεξαρτησία και απομάγευση της κοινωνίας!
“ Όταν έχουμε διαμάχη με τους άλλους, κάνουμε ρητορική” έλεγε ο Γέιτς. “Όταν έχουμε διαμάχη με τον εαυτό μας, κάνουμε ποίηση.” Και τι συμβαίνει όταν οι δύο διαμάχες γίνονται ταυτόχρονα, όταν η μάχη με τον κόσμο είναι μια αντανάκλαση ή μια μεταμόρφωση της υπόγειας αλλά διαρκούς αναμέτρησής μας με τον εαυτό μας; Τότε γράφει κανείς ένα βιβλίο σαν αυτό που γράφω εγώ τώρα, κι έχει τυφλή εμπιστοσύνη ότι το βιβλίο μπορεί να έχει σημασία και για κάποιον άλλο.