Το ελληνικό κοινό δεν είναι ξένο με το έργο του X.Φ. Λάκβκραφτ. Αντίθετα μάλιστα, το όνομα του ερημίτη από το Providence είναι, πλέον, μια ένδειξη ποιότητας και εμπορικής επιτυχίας για όλους τους εμπλεκόμενους. Αυτό δεν αφορά μόνο τα έργα του ίδιου, αλλά και μια πληθώρα μεταφορών σε άλλα μέσα, προσαρμογών και παραλλαγών της μυθολογίας που αυτός ο εξερευνητής του αγνώστου άφησε πίσω του. Έτσι λοιπόν, το ανά χείρας έργο του Γκάμπριελ Μπλάκγουελ έρχεται να πατήσει σε μια μακρά παράδοση, η οποία έχει μεν εξοικειώσει το κοινό με παρόμοιες απόπειρες, συγχρόνως όμως έχει αυξήσει και τις προσδοκίες. Πως μπορεί λοιπόν το “Η Τελευταία Επιστολή του X.Φ. Λάκβκραφτ” (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αίολος) να κατακτήσει μια δική του, πρωτότυπη θέση μέσα στα έργα που αντλούν την έμπνευση τους από τον Λάκβκραφτ;
Ο Μπλάκγουελ έχοντας πολύ καλή γνώση του ίδιου του corpus των κειμένων του Λάκβκραφτ, καθώς και επίγνωση της μακράς μαθητείας ολόκληρων γενιών στο έργο του , αλλά και εφορμώμενος από προσωπικά (ή τουλάχιστον έτσι μοιάζουν) βιώματα, μας δίνει μια ιδιαίτερη και συνδυαστική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Το “Η Τελευταία Επιστολή του X.Φ. Λάκβκραφτ” είναι στην πραγματικότητα ένας διάλογος πέρα από τον χρόνο αλλά στον ίδιο τόπο των δύο συγγραφέων, όπου ο πρώτος μιλά με βάση την φαντασία και ο δεύτερος με βάση το βίωμα.
Το βιβλίο παρουσιάζει δύο κείμενα, τα οποία αλληλοδιαπλέκονται όχι μόνο θεματικά, αλλά και χωρικά και επίσης μορφολογικά. Το ένα είναι η φερόμενη ως τελευταία επιστολή του Λάκβκραφτ, διαβόητου για την εμμονή του με τις μακροσκελείς επιστολές. Το δεύτερο κείμενο, το αποτελεί την εισαγωγή, τα σχόλια και τον επίλογο του βιβλίου είναι μια προσωπική εμπειρία αλλοτρίωσης, για την οποία ο Μπλάκγουελ χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο, αλλά το μεταχειρίζεται σαν τρίτο. Τα δεύτερο κείμενο αποτελεί ουσιαστικά καθρέφτισμα του πρώτου: το ιστορικό, γαλήνιο και πανέμορφο Providence, το οποίο ο Λάκβκραφτ λάτρευε τόσο πολύ που απαίτησε η ταφόπλακα του να αναφέρει τη φράση “Ι Αm Providence” στο κείμενο του Μπλάκγουελ γίνεται ένα άθλιο και βρώμικο μέρος, γεμάτο αλλοτριωμένους ανθρώπους, παγιδευμένους όχι στις κολάσεις των άστρων αλλά στον εαυτό τους. Τρελαμμένους όχι από την απόκρυφη γνώση του σύμπαντος, αλλά από την ανεργία, την πείνα και την μοναξιά. Την ίδια στιγμή το ύφος του απομακρύνεται από το ψυχρό, σχεδόν δημοσιογραφικό στυλ του Λαβκραφτ, για να αγκαλιάσει ένα πιο προσωπικό και ενδοσκοπικό στυλ αφήγησης, το οποίο αφενός αποδέχεται και χρησιμοποιεί με μεγάλη ευστροφία λυρικά στοιχεία, αφετέρου μεταχειρίζεται (φαινομενικά) βιωματικά στοιχεία για να δομήσει έναν λόγο καθαρά βιογραφικό, ταιριαστό με τον τύπο της επιστολής ως λογοτεχνικό κείμενο.
Το πρώτο κείμενο αποτελεί την επιστολή, η οποία δίνει και τον τίτλο της στο βιβλίο. Αποτελεί ένα πολύ δυνατό λαβκραφτιανό κείμενο, το οποίο θέτει τον ίδιο τον συγγραφέα με την αινιγματική ζωή ως πρωταγωνιστή σε μια μοιραία περιπέτεια η οποία αντλεί την έμπνευση της από τους ακατανόμαστους κοσμικούς τρόμους που ο ίδιος οραματίστηκε. Αυτό το κείμενο, ενώ μοιάζει πολύ με κάτι που θα μπορούσε να γράψει ένας (πιο συναισθηματικός) Λαβκραφτ, είναι το καλύτερο μέρος του βιβλίου χωρίς αμφιβολία. Μια γνήσια ιστορία κοσμικού τρόμου που αναγνωρίζει την παράδοση και την ίδια στιγμή έχει το βλέμμα της στραμένο στο μέλλον.
Συνολικά το έργο αναδεικνύει τον μεταστρουκτουραλιστικό χαρακτήρα του είδους, την μη-γραμμική του πορεία και εξέλιξη, θέματα δύσκολα, τα οποίά κάποιος άλλο δε θα μπορούσε να μεταχειριστεί σε μια τέτοιου χαρακτήρα ιστορία, πόσω δε μάλλον με τον προσωπικό τόνο που διαπνέει το βιβλίο. Την ίδια στιγμή θέτει στο προσκήνιο ερωτήσεις για τον ίδιο τον χαρακτήρα της λογοτεχνίας το πως επηρεάζει ένα σύγχρονο υποκείμενο και το πως όχι μόνο το νόημα τους, αλλά και οι λέξεις και τα υλικά τους σωματικοποιούνται και γίνονται αρχικα πάθημα και μετά μάθημα. Αυτή η καθοριστική επίδραση του δίπολου Τέχνης- Πολιτισμού στο άτομο και το πως αυτό δομείται σε συνάρτηση με αυτά δικαιολογεί και τον υπότιτλο του έργου, τον οποίο ο Μπλάκγουελ δανείζεται από το έργο του για την ψυχική ασθένεια.
Η διαπλοκή των κειμένων μεταξύ τους και η συνειδητή (και όχι πάντα αίσια) επιλογή να διαβαστεί το πρώτο με άξονα το δεύτερο εξηγείται με το παραπάνω σκεπτικό και ενώ είναι σίγουρα αξιόλογο, ίσως ο σύγχρονος αναγνώστης να συναντήσει δυσκολίες. Ταυτόχρονα πρέπει να αναφερθεί ότι το μέρος του Μπλακγουελ ανά σημεία χάνει τον ρυθμό του και πλατιάζει εκφραστικά αλλά κυρίως σε θέμα αφήγησης. Εκεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη μετριάζεται και πολύ συχνά βρίσκεται να υπερπηδά τα σημεία αυτά για να γυρίσει στην παγωμένη, υγρή και γνώριμη αγκαλιά του Λαβκραφτ. Η μετάφραση ανήκει στον Θωμά Μαστακούρη και πράγματι του αξίζουν συγχαρητήρια για την δύσκολη μεταφορά ενός λόγου που ακροβατεί στα όρια του μεταφυσικού στην γλώσσα μας.
Σε κάθε περίπτωση οι φίλοι του διάσημου συγγραφέα θα χαρούν να δουν μια μοντέρνα, δύσκολη ανά σημεία αλλά ενδιαφέρουσα δουλειά επηρεασμένη από το έργο του. Επιπρόσθετα, είναι ίσως και μια καλη αρχή για όσους θέλουν να γνωρίσουν τον συγγραφέα ή να δουν πως μπορεί μια δουλειά τρόμου να έχει υπαρξιακές προεκτάσεις…