Το Queen’s Gambit είναι η σειρά-φαινόμενο του Netflix που εξιστορεί το ταξίδι της Beth Harmon (Anya Taylor-Joy), της μυθοπλαστικής σκακιστικής ιδιοφυίας που αφήνει το στίγμα της στον διχασμένο, ψυχροπολεμικό κόσμο των ‘60s. Η σειρά -η οποία είναι διασκευή του ομότιτλου βιβλίου του Walter Tevis, που εκδόθηκε το 1983- σημείωσε ρεκόρ θεάσεων στη streaming πλατφόρμα, εισέπραξε διθυραμβικές κριτικές και προώθησε τη σκακιστική κουλτούρα σε μεγάλη μερίδα του κοινού της, έστω εφήμερα.
Πράγματι, το Queen’s Gambit παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, με τρόπο που φανερώνει την κινηματογραφική παιδεία των δημιουργών του. Οι περισσότεροι χαρακτήρες τραβούν την προσοχή με τον δυναμισμό και τις ιδιαιτερότητές τους. Αξιοπρόσεκτη είναι και η έλλειψη της δαιμονοποίησης των Σοβιετικών, παρόλο που η σειρά είναι μια αμερικάνικη παραγωγή που εκτυλίσσεται στον Ψυχρό Πόλεμο.
Βέβαια, ενώ παρακολουθούσα τα επεισόδια, διερωτώμουν συνεχώς για την απεικόνιση της ιδιοφυίας, του «παιδιού-θαύματος», αυτού του τόσο κουραστικού cliché που εμφανίζεται συνέχεια στις ταινίες και στη λογοτεχνία. Εν προκειμένω, η πρωταγωνίστρια φαίνεται να αντικατοπτρίζει τον Bobby Fisher, τον Αμερικάνο πρωταθλητή που αντίστοιχα ήταν σκακιστική διάνοια από μικρή ηλικία. Από την άλλη, σύμφωνα με τις δηλώσεις έμπειρων παιχτών, το Queen’s Gambit παρουσιάζει πολλές ανακρίβειες στην απεικόνιση τόσο των ίδιων των αγώνων, όσο και της ψυχοσύνθεσης των πρωταθλητών. Κατ’ αρχάς, είναι αδύνατο κάποιος με τόση πενιχρή εμπειρία και λιγοστή εξάσκηση, όπως η Beth Harmon, να γίνει κορυφαίος παίχτης στην εφηβεία του. Δεύτερον, η απεικόνιση μιας χαρισματικής διάνοιας ως χρήστη εξαρτησιογόνων ουσιών, όχι απλώς κουράζει ως σεναριακή ευκολία, αλλά επιπλέον, περιγράφει κάτι που δεν υφίσταται στους σοβαρούς τελικούς των τουρνουά που υποτίθεται ότι παρουσιάζει η σειρά.
Αυτά τα δυο στοιχεία ήταν που στέρησαν εν μέρει την ευχαρίστηση μου, καθώς έβλεπα τα, κατά τα άλλα πολύ απολαυστικά, επεισόδια. Και πράγματι, το «να γίνει κανείς πολύ καλός σε κάτι» είναι μεν θέμα κλίσης, αλλά –πολύ περισσότερο- είναι θέμα εξάσκησης και τριβής. Είναι ολίγον υποτιμητικό και απλουστευμένο το να περιγράφει κανείς τα πάσης φύσεως αριστουργήματα ως απόρροια ταλέντου, αγνοώντας ταυτόχρονα τις ώρες σκληρής δουλειάς που κρύβονται από πίσω. Κι επιπλέον, είναι κάπως αφελές για έναν συγγραφέα να χαρίζει απλόχερα μια εξάρτηση στον πρωταγωνιστή του, δίχως να αναλύει εις βάθος τις αιτίες, τις συνέπειες και τις διεξόδους (αν υπάρχουν) από αυτήν – πόσο μάλλον όταν συνδέει τον εθισμό με τη νοημοσύνη…
Βέβαια, για να παίξω και τον συνήγορο του διαβόλου, θα αναφέρω δύο υπαρκτά παραδείγματα που ενδεχομένως ακυρώνουν τη γκρίνια μου ως έναν βαθμό. Κατ’ εμέ, τα προβλήματα εξακολουθούν να υπάρχουν και η σειρά πάσχει στα παραπάνω σημεία. Καμιά φορά, όμως, η πραγματικότητα έρχεται και αναιρεί κάθε κανόνα και λογική, καθετί που θεωρούμε δεδομένο και de facto…
Το πρώτο μου παράδειγμα είναι αυτό του Stephen King, του συγγραφέα που αποτελεί (ένοχη) απόλαυση για πολλούς αναγνώστες, που συχνά ακροβατεί μεταξύ ποιότητας και παραλογοτεχνίας. Στο Περί Συγγραφής, το μοναδικό αυτοβιογραφικό του βιβλίο, ο King αφιερώνει ένα μεγάλος μέρος των γραπτών του αναφερόμενος στην εξάρτησή του από… το οτιδήποτε υπάρχει και μπορεί να χαρακτηριστεί εξαρτησιογόνο. Κύριο πρόβλημά του υπήρξε ο αλκοολισμός, όμως, κατά καιρούς έκανε χρήση κοκαΐνης, Xanax και Valium – μάλιστα, όταν όλα αυτά δεν ήταν διαθέσιμα εν ώρα ανάγκης, κατέληγε να πίνει στοματικό διάλυμα. Ο ίδιος αναφέρει πως, εξαιτίας των ναρκωτικών και του ποτού, δεν θυμάται τη περίοδο που έγραψε το Cujo, καθώς αυτή έχει διαγραφεί ολοσχερώς από τη μνήμη του.
Το ενδιαφέρον στοιχείο στην όλη ιστορία είναι ότι ο King θεωρούσε πως υπάρχει άμεση σύνδεση μεταξύ της συγγραφικής του ικανότητας και της κατανάλωσης ναρκωτικών. Σύμφωνα με το Περί Συγγραφής, βασανιζόταν από τη φοβία πως αν ποτέ κατάφερνε να απεξαρτηθεί, θα επηρεαζόταν κι η ικανότητά του να γράφει – μια φοβία που, προφανώς, αποδείχθηκε αδικαιολόγητη. Ακριβώς την ίδια φοβία έχει και η Beth Harmon, η πρωταγωνίστρια της σειράς· από πολύ μικρή ηλικία ανακαλύπτει τις κατευναστικές επιδράσεις των ηρεμιστικών δισκίων στον οργανισμό της κι ως αποτέλεσμα, αρχίζει να τα χρησιμοποιεί πριν από τους αγώνες της. Εντέλει, η Beth ξεπερνά τον εθισμό της χάρη στα κοντινά της πρόσωπα κι ανακαλύπτει την ίδια αλήθεια που ανακάλυψε κι ο Stephen King στην υπαρκτή ζωή.
Αυτό είναι ένα παράδειγμα που ενδεχομένως δικαιολογεί το cliché της «εθισμένης ιδιοφυίας». Ένα τόσο σοβαρό θέμα πρέπει μάλλον να διερευνάται περισσότερο σε βάθος, παρά να χρησιμοποιείται ως σεναριακή τροχοπέδη, ως πρόβλημα που εντέλει λύνεται με σχετικά αναίμακτο τρόπο. Βέβαια, το κύριο θέμα του Queen’s Gambit είναι να αναδείξει φεμινιστικούς προβληματισμούς σε μια οπισθοδρομική κοινωνία – και σε αυτό το σημείο, που είναι άλλωστε και η προτεραιότητά της, η σειρά λάμπει. Οπότε συγχωρείται η μικρή ανακρίβεια της απεικόνισης του εθισμού, που άλλωστε είναι περισσότερο λεπτομέρεια, παρά το επίκεντρο της ιστορίας.
Η δεύτερη ανακρίβεια με ενοχλεί περισσότερο. Η Beth Harmon περνά τα πρώτα της χρόνια παίζοντας λιγοστές μονάχα παρτίδες σκάκι. Μάλιστα, τις περισσότερες παρτίδες τις παίζει με τον εαυτό της, όχι σε σκακιέρα, αλλά στο ταβάνι του δωματίου της, όπου οραματίζεται κινήσεις και στρατηγικές. Μετά από ολόκληρα χρόνια απουσίας και με λιγοστές θεωρητικές γνώσεις, κατεβαίνει για πρώτη φορά σε τουρνουά και ως δια μαγείας κερδίζει. Παραμένει ανίκητη, σχεδόν σε όλη την πορεία της.
Εκ πρώτης όψεως, αυτή η προσέγγιση αγγίζει τα όρια της καρικατούρας. Βέβαια, η Ιστορία δικαιολογεί και αυτή την ανακρίβεια, με το παράδειγμα του Γιαννούλη Χαλεπά.
Ο Χαλεπάς υπήρξε εμβληματική παρουσία στον χώρο της γλυπτικής. Φανέρωσε αξιοθαύμαστη ωριμότητα στο έργο των νεανικών του χρόνων, με πιο γνωστό παράδειγμα την Κοιμωμένη, γλυπτό για τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Λόγω της εξαντλητικής δουλειάς του καθώς και μιας ερωτικής απογοήτευσης, η ψυχική του ασθένεια οδήγησε σε νευρικό κλονισμό και απόπειρα αυτοκτονίας. Τρομοκρατημένη, η οικογένειά του τον κλείδωσε σε ψυχιατρείο για δεκατέσσερα χρόνια. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, επέστρεψε στο σπίτι του, όπου η μάνα του τού απαγόρευσε οποιαδήποτε ανάμειξη με τη γλυπτική κι έτσι, για σαράντα ολόκληρα χρόνια της ζωής του, ο Χαλεπάς παρέμεινε ανενεργός, σε μια limbo. Μετά τον θάνατο της μάνας του, το πρώτο πράγμα που έκανε είναι να επιστρέψει στο έργο του, στα εξήντα δύο του χρόνια. Μάλιστα, παρά την απουσία του, τα έργα του χαρακτηρίστηκαν αβάν-γκαρντ, με στοιχεία που παραπέμπουν στα κινήματα του υπερρεαλισμού, του κυβισμού και του εξπρεσιονισμού. Μερικές από τα σπουδαιότερες δημιουργίες του προέρχονται από αυτή τη τελευταία περίοδο της ζωής του, όπως η Μήδεια.
Είναι ασφαλές να υποθέσει κανείς πως ο Χαλεπάς, όλα αυτά τα χρόνια, δημιουργούσε γλυπτά στο κεφάλι του, εφόσον δεν μπορούσε να τα δημιουργήσει με τα χέρια του. Στην πραγματικότητα, δεν σταμάτησε ποτέ να δημιουργεί, όπως και η Harmon δεν σταμάτησε να παίζει. Ποιες είναι οι πιθανότητες ο Tevis, ο οποίος έγραψε το βιβλίο πριν από σαράντα περίπου χρόνια, να έκανε τη σύνδεση ενώ έπλαθε τον χαρακτήρα της πρωταγωνίστριάς του; Κατά πάσα πιθανότητα μηδενικές. Όμως, καμιά φορά, ακόμα και τα πιο μεγάλα «αδύνατα» μετατρέπονται σε «απίθανα» κι εν τέλει, σε «πιθανά» και «έγκυρα».