Ο συστημικός ρατσισμός στις ΗΠΑ είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα ριζωμένο για αιώνες. Παρά την κατάργηση της δουλείας και την κατάκτηση (με αιματηρούς αγώνες) πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων από τους Αφροαμερικανούς, πολλοί συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν ακόμα και τη σημερινή κατάσταση του μαύρου πληθυσμού ως μία «μοντέρνα μορφή σκλαβιάς». Σίγουρα η πραγματικότητα δεν απέχει πολύ από αυτόν τον βαρύ χαρακτηρισμό, ιδιαίτερα όταν πλέον διανύουμε αισίως την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα και ο μαύρος πληθυσμός παραμένει στην πλειοψηφία του γκετοποιημένος στα αστικά κέντρα των ΗΠΑ, με χαμηλά εισοδήματα και εμπόδια στη μόρφωση και την κοινωνική ανέλιξη, κυνηγημένος μονίμως απ’ το σκληρό ρατσιστικό κατεστημένο της αστυνομίας και της αμερικάνικης δικαιοσύνης, μετρώντας θύματα του κρατικού αυταρχισμού και της -συχνά ανεμπόδιστης- δράσης της alt-right. Το κίνημα Black Lives Matter και ιδιαίτερα η σοκαριστική δολοφονία του George Floyd επανέφεραν με τραγικό τρόπο στο πολιτικό προσκήνιο το ζήτημα του φυλετικού ρατσισμού, ταρακουνώντας ολόκληρο τον πλανήτη, ο οποίος έχει πλέον στραμμένη την προσοχή του στον τρόπο που θα επιχειρήσει να διαχειριστεί το ζήτημα η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση Biden – Harris, η οποία στηρίχτηκε σημαντικά στην ψήφο των Αφροαμερικανών, χωρίς να δικαιώνει μέχρι στιγμής τις προσδοκίες των ψηφοφόρων της για ριζικές τομές επί του θέματος, σε μία εποχή που η φυλετική ισότητα έχει κλωνιστεί σημαντικά, ιδιαίτερα μετά και την καταστροφική περίοδο διακυβέρνησης Trump.
Πέραν των συνόρων των ΗΠΑ, το κίνημα Black Lives Matter έχει στρέψει εκ νέου διεθνώς το ενδιαφέρον στην αφροαμερικάνικη κουλτούρα. Ταινίες όπως το Get Out και ο Black Panther πριν λίγα χρόνια άλλαξαν τους κανόνες στη σύγχρονη μορφή της ποπ κουλτούρας, ενώ η ανάγκη να ακουστούν οι φωνές των «από κάτω», των καταπιεσμένων, των αδικημένων, όσων μέχρι τώρα δεν είχαν φωνή, παράλληλα και με την ραγδαία διεθνή ανάπτυξη ενός δυναμικού φεμινιστικού κινήματος, έχει επηρεάσει κάθε μορφή της σύγχρονης τέχνης. Αυτή η ευτυχής -για τη σύγχρονη τέχνη- συγκυρία, έχει αποτελέσει μία ευκαιρία να ανακαλύψουμε παλιές και νέες αφροαμερικάνικες φωνές. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία χρόνια έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά σπουδαία έργα της αφροαμερικάνικης λογοτεχνίας, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν τα βιβλία του James Baldwin, του Ralph Ellison και οι νέες μεταφράσεις των εξαντλημένων βιβλίων της Toni Morrison.
Ανάμεσα στους αφροαμερικάνους συγγραφείς που ανακαλύπτει τα τελευταία χρόνια το ελληνικό κοινό, ξεχωριστή θέση κατέχει η Jacqueline Woodson, η πολυβραβευμένη συγγραφέας, η οποία τιμήθηκε το 2020 με το Hans Christian Andersen Award, την σημαντικότερη διεθνή διάκριση για το σύνολο των έργων συγγραφέων λογοτεχνίας για νέους. Η επιτροπή που της απένειμε το βραβείο ξεχώρισε το έργο της για τη «λυρική γλώσσα, τους δυναμικούς χαρακτήρες και τη διαρκή αίσθηση ελπίδας».
Το φετινό καλοκαίρι κυκλοφόρησε στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση της Αργυρώς Πιπίνη, το «Αν Έρθεις σαν τον Άνεμο», μία τρυφερή και συγκινητική ιστορία δύο εφήβων που ερωτεύονται χωρίς να τους εμποδίζει το διαφορετικό χρώμα του δέρματός τους. Πρωταγωνιστές είναι ο Τζερεμάια και η Έλλι, ένα μαύρο αγόρι κι ένα λευκό κορίτσι, που την πρώτη μέρα στο νέο τους σχολείο βιώνουν μία στιγμή κεραυνοβόλου έρωτα, όταν ο Τζερεμάια σκύβει να βοηθήσει την Έλλι να μαζέψει τα σχολικά βιβλία που σκορπίστηκαν στο σχολικό διάδρομο. Κι αν η σκηνή της πρώτης τους συνάντησης στον σχολικό διάδρομο μοιάζει κοινότοπη για ένα έργο εφηβικής θεματολογίας, τα θέματα με τα οποία αναμετριέται τελικά η Woodson στο βιβλίο της δεν είναι καθόλου τετριμμένα.
Ο διαρκώς υφέρπων ρατσισμός, τον οποίο αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν η Έλλι και ο Τζερεμάια κάθε φορά που περπατούν χέρι – χέρι και διασταυρώνονται με βλέμματα απορημένα και επικριτικά, αποτελεί ένα εμπόδιο στη σχέση τους που δεν είχαν προβλέψει όταν φλέρταραν αθώα στους διαδρόμους του σχολείου τους. Θα πίστευε μάλιστα κανείς ότι το γεγονός πως ο Τζερεμάια -παρ’ ότι είναι μαύρος- προέρχεται από μία πλούσια οικογένεια που έχει την οικονομική δυνατότητα να τον στείλει να φοιτήσει σε ένα ιδιωτικό σχολείο, θα ελάττωνε τις ρατσιστικές συμπεριφορές απέναντί του. Όμως, ο φυλετικός ρατσισμός είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στις ΗΠΑ που του υπενθυμίζει συνεχώς ότι είναι μαύρος και κατά συνέπεια δεν είναι θα είναι ποτέ ευπρόσδεκτος στον κόσμο των λευκών. Όπως είχε παρατηρήσει εύστοχα ο πατέρας του σε μία συζήτησή τους:
«Το θέμα με τους λευκούς […] είναι πως δεν ξέρουν ότι είναι λευκοί. Ξέρουν τι είναι όλοι οι άλλοι, αλλά δεν ξέρουν ότι οι ίδιοι είναι λευκοί»
Η Jacqueline Woodson αναμετριέται με τον παραλογισμό του ρατσισμού μέσα από τα αθώα μάτια δύο έφηβων που δεν μπορούν να αντιληφθούν γιατί δεν μπορούν να ερωτευτούν όπως τα άλλα παιδιά της ηλικίας τους, απλώς και μόνο επειδή εκείνοι τυχαίνει να έχουν διαφορετικό χρώμα δέρματος. Ο αγνός εφηβικός έρωτας της Έλλι και του Τζερεμάια κλωνίζει εμπεδωμένα ρατσιστικά στερεότυπα και προκαταλήψεις αιώνων, που δυστυχώς συνεχίζουν να υφίστανται (με διάφορες μορφές και εντάσεις) στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες γωνιές του πλανήτη μέχρι και σήμερα. Χωρίς διδακτισμό και επιτηδευμένη γραφή, η Woodson αναδεικνύει τον ρατσισμό ως ένα τραυματικό βίωμα ενός παιδιού που έχει μάθει από μικρή ηλικία ότι πρέπει σε όλη του τη ζωή να ζει με το φόβο των λευκών, ότι πρέπει να προσέχει σε ποιες περιοχές θα περπατάει, ποια κοπέλα θα ερωτευτεί και τι θα φοράει για να μην τραβάει άσκοπα την προσοχή. Ένα παιδί που μαθαίνει να ζει με τον κίνδυνο, σαν να βιώνει διαρκώς έναν ακήρυχτο πόλεμο, τον οποίο οι λευκοί δεν παραδέχονται, αλλά τα μαύρα θύματά τους τούς προδίδουν.
Παράλληλα με το ζήτημα του ρατσισμού, η Woodson αναδεικνύει κι άλλα ζητήματα που απασχολούν την καθημερινότητα των εφήβων, προβλήματα ευαίσθητα και δύσκολα να τα αντιμετωπίσουν μόνοι τους πολλές φορές, όπως το διαζύγιο των γονιών τους, οι καυγάδες στο σπίτι, η νέα αρχή σε ένα σχολείο γεμάτο αγνώστους και η αγωνία για την επιτυχή εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο αποτελείται από δύο δυνατές προσωπικότητες που έχουν καταφέρει να αντιμετωπίσουν τέτοιου είδους προβλήματα, χωρίς όμως να έχουν ξεφύγει αλώβητοι από αυτά. Όμως, παραμένουν δύο παιδιά που χωρίς να το θέλουν έχουν γνωρίσει πρόωρα τον κόσμο των ενηλίκων και τα προβλήματά του, αλλά το μόνο που ζητούν είναι να γυρίσουν το χρόνο πίσω και να τους φέρονται οι δικοί τους άνθρωποι ξανά σαν αυτό που είναι, σαν παιδιά:
«Εύχεσαι ποτέ να ήσουν πάλι μικρή, Έλλι; Να ‘χες κάποιον να σε βάζει στο κρεβάτι και να σε σκεπάζει και να σου διαβάζει ιστορίες και ποιήματα;» […]
«Όλη την ώρα», ψιθύρισα»
Το «Αν Έρθεις σαν τον Άνεμο» της Jacqueline Woodson είναι από αυτά τα βιβλία που χαρακτηρίζονται «εφηβικά – νεανικά» μόνο και μόνο για να κατηγοριοποιηθούν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Στην πραγματικότητα μέσα στις σελίδες του βιβλίου, οι αναγνώστες κάθε ηλικίας θα γοητευτούν απ’ το πρωταγωνιστικό δίδυμο και θα πάρουν δύναμη από την αποφασιστικότητά τους ενάντια σε όλες τις προκαταλήψεις που προσπαθούν να σταθούν εμπόδιο στο μέλλον τους. Πρόκειται για ένα βιβλίο, γραμμένο το 1998 απ’ την Woodson, που μοιάζει σαν να γράφτηκε χθες, σαν να θέλει να μιλήσει για τα σύγχρονα προβλήματα του ρατσισμού και να αλληλεπιδράσει με το κίνημα Black Lives Matter. Όμως αποδεικνύεται ότι τελικά μιλάει για το ριζωμένο κίνδυνο του ρατσισμού και για εμπεδωμένες εδώ και αιώνες προκαταλήψεις, που αν υπάρχει ένας τρόπος να ξεριζωθούν κάποτε από αυτόν τον κόσμο, αυτό θα γίνει μέσα από την αγνή καθαρή ματιά εφήβων σαν τον Τζερεμάια και την Έλλι, παιδιών που δεν μπορούν να αντιληφθούν γιατί είναι κακό το να είσαι διαφορετικός.