Παραμονή Χριστουγέννων κυκλοφορεί, εκτός από το Star Wars, το Joy του David O. Russell (American Hustle, Τhe Figther) ο οποίος κουβαλά όλο το cast του υπερτιμημένου Silver Linings Playbook ελπίζοντας να επαναλάβει την κριτική τουλάχιστον επιτυχίας της ταινίας αυτής.
Η ταινία διαπραγματεύεται άλλη μια ιστορία επιτυχίας στην Αμερική της ευδαιμονίας, μια λογική από τα αλώνια στα σαλόνια, με εργαλεία τη σκληρή δουλειά και την εφευρετικότητα. Στο μείγμα βέβαια προστίθενται έντονα φεμινιστικά στοιχεία, σε μια προσπάθεια ανανέωσης της συνταγής. Παρακολουθούμε λοιπόν την (αληθινή) ιστορία της Joy Mangano, η οποία την δεκαετία του 1980 ξεκίνησε να φτιάχνει και να πουλάει homemade προϊόντα και εφευρέσεις μέσω ενός καναλιού τηλεμάρκετινκ της εποχής, με αποτέλεσμα να φτιάξει μια πραγματική αυτοκρατορία. Η βιογραφική αυτή ιστορία αποκτά μια μυθιστορηματική διάσταση όταν σε αυτή προστίθενται μια βαθιά δυσλειτουργική και διευρυμένη οικογένεια καθώς και το ότι η Joy είναι μια χωρισμένη μητέρα, στην οποία πέφτουν και όλα τα βάρη.
Μεγάλο ατού της ταινίας φαίνεται πως είναι η διάσημη αγάπη του Χολυγουντ, η Jennifer Lawrence, η οποία καλείται να σηκώσει στους ώμους της όλη την ταινία, υπερτιμώντας για άλλη μια φορά τις ερμηνευτικές της ικανότητες. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως και γιατί η Jennifer Lawrence κατάφερε να θεωρείται οσκαρική ηθοποιός καθώς, ενώ είναι πράγματι πολύ συμπαθητική και ευχάριστη σε πολλά σημεία, όταν η κατάσταση απαιτεί μια ερμηνεία με ένταση και συναίσθημα απλά δεν μπορεί να λειτουργήσει.
Ακόμα και στο τρομακτικά υπερτιμημένο Silver Linings Playboo», η ερμηνεία της βασίστηκε στην καθοδήγηση και στο ιδιαίτερο, κυνικό χιούμορ του Russell. Και πάλι όμως δεν κατάφερε να αποδώσει την λεπτότερες χροιές που το σενάριο έδειχνε πως ήθελε να επιδείξει. Αλλά φαίνεται πως κάτι τέτοιο δεν ενδιαφέρει κανέναν και έτσι θα πρέπει για άλλη μια φορά να ανεχθούμε μια άνιση ερμηνεία, που καταφέρνει πολλά στα χαλαρά σημεία της, αλλά χάνει σε ένταση και ορμή όταν οι καταστάσεις δυσκολεύουν.
Δεύτερο σημείο που φαίνεται πως η ταινία προωθεί είναι αυτό του σεναρίου. Ο Russell, αιώνιος νοσταλγός μιας Αμερικής που η κρίση έχει καταστρέψει, μας δίνει για άλλη μια φορά την ουσία του αμερικάνικου ονείρου, επεξεργασμένη και φιλτραρισμένη: η νεαρή επιχειρηματίας που με την καλή της ιδέα καταφέρνει να ξεπεράσει τις δυσκολίες και να γίνει αφεντικό, δίνοντας στην συνέχεια δουλειά σε άλλους ανθρώπους με όνειρα, ή μετανάστες τους οποίους βάζει να συναρμολογούν τα προϊόντα της. Είναι εκπληκτικό πως μια ταινία που προωθείται ως φεμινιστική καταφέρνει να διατηρεί έναν υποβόσκοντα ρατσισμό…
Το πραγματικά ενδιαφέρον κομμάτι του σεναρίου είναι στην αρχή, όπου παρουσιάζεται η οικογένεια της Joy, διευρυμένη, διαλυμένη και παρόλα αυτά πάντα στην πλάτη της. Η αρχή της ταινίας βρίθει στοιχείων και κομψών ψυχαναλυτικών αναφορών για αυτές τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Joy και είναι πραγματικά από τα πιο δυνατά σημεία της ταινίας… Δυστυχώς αυτό δεν διαρκεί πολύ γιατί όταν γίνεται η σύλληψη της πρώτης ιδέας οι προσωπικές σχέσεις περνούν στο περιθώριο και πλέον σημασία έχει μόνο το κυνήγι της επιτυχίας, με ότι αυτό συνεπάγεται. Το ειρωνικό είναι ότι ενώ αυτό το κυνήγι συνήθως περιέχει ρίσκο, δυσκολίες και ένταση κάτι τέτοιο ποτέ δεν γίνεται ορατό στην ταινία. Όλες οι δυσκολίες λύνονται με το που η δυναμική πρωταγωνίστρια αναλαμβάνει δράση, στερώντας τόσο από τον θεατή όσο και από την ταινία την αίσθηση αγωνίας ή ακόμα και ενδιαφέροντος τόσο για την πλοκή όσο και για τα πρόσωπα της ταινίας. Ειδικά μετά από ένα σημείο, ακόμα και ο θάνατος κάποιου από αυτούς δεν αφήνει κανένα σημάδι, κανένα αντίκτυπο. Αν αυτό το κομμάτι ήταν κριτική για την κυνικότητα των επιχειρηματικών ήταν πολύ άτονη, αν δεν ήταν, ήταν πολύ κακό και αδύναμο το κείμενο…
Ακόμα και τα άλλα, βαριά χαρτιά του cast,όπως ο Robert De Niro (Taxi Driver, Godfather) αλλά και ο έτερος υπερτιμημένος ηθοποιός της ταινίας, ο Bradley Cooper (American Hustle, Silver Linings Playbook) φαίνονται πως δεν έχουν ούτε την όρεξη, ούτε την δυνατότητα να ανακόψουν την πτώση προς τη μετριότητα που ακολουθεί αυτή η ταινία. Ιδιαίτερα ο Robert De Niro, ο οποίος έχει τον κομβικό ρόλο του πατέρα της Joy, ενώ στην αρχή δίνει κάποια δείγματα ενδιαφέροντος και χαρακτήρα, μετά μετατρέπεται σε έναν απλό εμπορικό συνάδελφο και σταματά κάθε προσπάθεια. Άλλοι ηθοποιοί και ήρωες, όπως η τρομερή Isabella Rossellini (Blue Velvet, Enemy) χάνονται τελείως μέσα σε μια καρικατουρίστικη και εξεζητημένη στιλιστική επιλογή που δεν οδηγεί πουθενά, ενώ κάποιοι άλλοι, όπως ο Édgar Ramírez ( Titans) θα μπορούσαν να λείπουν και τελείως.
Αντικειμενικά, το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας ήταν η σκηνοθεσία του David O. Russell, μια πτυχή του film που θα παραγνωριστεί μέσα στις ιαχές για την συμμετοχή της Lawrence. Ο David O. Russell όμως, ξεκινώντας πάλι τον ίδιο διάλογο με τον θεατή για την ταυτότητα και την ψυχή της καπιταλιστικής Αμερικής, ακολουθεί τους δικού τους κανόνες. Επιλέγει ως μέσα έκφρασης το set up των πλάνων του, διαποτίζοντας τα με το στιλ της σαπουνόπερας που τόσο λατρεύει να μισεί, φέρνοντας στο προσκήνιο τόσο την κυριαρχία των Μέσων Μαζικής Επικοινωνία και των προϊόντων τους στην συνείδηση των ανθρώπων, όσο και το αντίστροφο, την κατασκευή περιεχομένου για τα μέσα αυτά που ταιριάζει με την αντίληψη που τα ίδια κατασκεύασαν! Αυτός ο διάλογος φαντασίας-πραγματικότητας, το πόσο επηρεάζουν το ένα το άλλο και το πως μοιάζουν το αποτέλεσμα της ένωσης του είναι και το ουσιαστικό point της ταινίας.
Δυστυχώς το θέμα αυτό χάνεται, καθώς ούτε σεναριακά ούτε και σκηνοθετικά του δόθηκε η δυναμική που χρειαζόταν για να γίνει κυρίαρχο. Η ίδια η ταινία φαίνεται να ξεφεύγει από τις ράγες που η ίδια θέτει και στο τέλος δεν καταφέρνει πολλά από αυτά που ήθελε να κάνει. Θα ήθελα περισσότερα, όμως σίγουρα δεν θα τα βρω εδώ…