Η μητέρα της Αντάρα ξεχνά – η άνοια κατατρώει το μυαλό της, εξαφανίζει τη μία μετά την άλλη τις αναμνήσεις της, αλλοιώνει την αίσθηση της πραγματικότητας. Η Αντάρα, όμως, θυμάται, τα παιδικά της χρόνια στο άσραμ όπου πήγε με τη μητέρα της αφού εκείνη εγκατέλειψε τον πατέρα της, τον καιρό που πέρασαν ως επαίτες δίχως στέγη, χρόνια που στιγματίστηκαν από την παραμέληση και την αδιαφορία. Η Αντάρα θυμάται και, για αυτό, μισεί τη μητέρα της, παρότι τη φροντίζει – ανταποκρίνονται όμως όσα θυμάται στην πραγματικότητα και, το κυριότερο, θέλει όντως να βοηθήσει τη μητέρα της να ανακτήσει τη μνήμη της και να θυμηθεί τη δική της εκδοχή της ιστορίας;
Το πρώτο μυθιστόρημα της Ινδο-Αμερικανίδας Avni Doshi, Καμένη Ζάχαρη, βρέθηκε υποψήφιο για το Women’s Prize for Fiction 2021 και στη βραχεία λίστα του βραβείου Booker 2020. Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος σε μετάφραση Κλαίρης Παπαμιχαήλ, είναι ένας αιχμηρός στοχασμός πάνω στη μητρότητα, τη μνήμη, τα γηρατειά, το σώμα και το μυαλό που παρακμάζουν και το κοπιώδες έργο που παρέχει ο φροντιστής των νοσούντων και ηλικιωμένων.
Η Τάρα ήταν άγρια και ατίθαση ως νέα, μέχρι που ανέλπιστα έκανε αυτό που η κοινωνία και η οικογένειά της περίμενε από εκείνη και παντρεύτηκε τον πατέρα της Αντάρα. Σύντομα, όμως, ο έγγαμος βίος αρχίζει να μοιάζει με ζωντανό εφιάλτη και η οικιακή ζωή στο ίδιο σπίτι με την πουριτανή, επικριτική πεθερά της με εγκλεισμό σε κλουβί. Η Τάρα ονειρεύεται να δραπετεύσει από τη φυλακή της και, όταν μένει έγκυος στην κόρη της, αρχίζει σιγά σιγά να το πράττει: εγκαταλείπει το σάρι, την ντουπάτα και τα υπόλοιπα παραδοσιακά ινδουιστικά ενδύματα για το εκτυφλωτικό λευκό των μονοκόμματων βαμβακερών που φορούν στα άσραμ, εγκαταλείπει τα εγκόσμια και μια ζωή που την καταπιέζει και την περιορίζει για τον πνευματικό υπερβατισμό που υπόσχονται να της προσφέρουν οι γκουρού – μια απέλπιδα, απονενοημένη προσπάθεια να ανακτήσει μια ελευθερία που εν τέλει δεν είχε ποτέ.
Η Doshi σκιαγραφεί γλαφυρά τη ζωή και την καθημερινότητα των γυναικών σε κοινωνίες κλειστές, συντηρητικές, βαθιά θρησκευόμενες και πατριαρχικές, όπως η ινδική, κοινωνίες όπου η γυναίκα υφίσταται μόνο σε συνάρτηση με τον σύζυγό της, που οφείλει να τον περιμένει στην πόρτα του σπιτιού ως άτυπο ιδιοκτήτη της, όπου διαρκώς κρίνεται αυστηρά και ανηλεώς από τον οικογενειακό της περίγυρο. Ξεσκεπάζει, όμως, και την υποκρισία της ζωής στα πνευματικά καταφύγια και τα άσραμ, των αυτοαποκαλούμενων γκουρού που απολαμβάνουν μια ζωή γεμάτη υλικά αγαθά και πολλαπλές ερωτικές συντρόφους, των κακοποιήσεων, παιδεραστιών και σεξουαλικών παρενοχλήσεων που λαμβάνουν χώρα πίσω από κλειστές πόρτες.
Γράφει για μια σχέση μητέρας – κόρης ιδιάζουσα, όπου ακόμα και τα ονόματά τους βρίσκονται σε αντίστιξη και όπου η αγάπη και η αλληλεξάρτηση ακροβατούν μεταιχμιακά με το μίσος, τις τύψεις και την πικρία, για μια μητέρα που εγκληματικά παραμέλησε και κακοποίησε σωματικά και συναισθηματικά την κόρη της, ορμώμενη από τη σφύζουσα ανάγκη της για ανεξαρτησία και αυτονομία, και για μια κόρη που κατέληξε να μισεί και να ανταγωνίζεται τη μητέρα της, να απολαμβάνει τη δυστυχία της αλλά συνάμα να προσπαθεί να την κατανοήσει και αποκωδικοποιήσει. Η παιδική ηλικία της Αντάρα χαρτογραφείται από τη βία, τις ταπεινώσεις, τον σωματικό πόνο, την πείνα και τη στέρηση, και από το αβαθές κενό της μοναξιάς, μόνο για να τη διαδεχθεί μια ενηλικίωση εξίσου μοναχική, ένας γάμος δυστυχισμένος και μια δια βίου προσπάθεια να επανασυνδέσει όλα τα κομμάτια των αναμνήσεών της, να επανασυγκολλήσει τα ρήγματα του παρελθόντος και της παιδικής της ηλικίας. Στο υπόβαθρο, η ιστορία μιας ολόκληρης χώρας που έχει σφυρηλατηθεί από τη βία, την αγριότητα, τις αιματοχυσίες και τις θρησκευτικές διαμάχες.
Η Doshi τοιχογραφεί την Ινδία, των χαμόσπιτων, των υπερχειλίζοντων με απορρίμματα ποταμών, των παιδιών που αφοδεύουν σε κοινή θέα, της φτώχειας, της δυσωδίας και της αποφοράς. Γράφει για τη θρησκευτική και πολιτισμική κουλτούρα της χώρας της, μια κουλτούρα που εδραιώνεται στον φόβο για τη θεία τιμωρία, στην αυστηρή τήρηση εθιμικών τελετουργιών, στις δεισιδαιμονίες, στις προλήψεις και στην πατριαρχική, ιδιοκτησιακή αντίληψη για τη θέση της γυναίκας, και πετυχαίνει έτσι μια πιστή και ακριβή αποτύπωση στο χαρτί της σύγχρονης Ινδίας.
Η γραφή της είναι ωμή, αιχμηρή σαν λεπίδα, από τις σελίδες της αναδύονται οσμές ανθρώπινων εκκρίσεων, ιδρώτα, ούρων σε δημόσιες τουαλέτες και αίματος σε παιδικές παλάμες, μυρωδιές μαγειρεμένων φαγητών, σκόρδου και πιπεριών τσίλι που τσιτσιρίζουν στο καυτό λάδι. Οι περιγραφές και οι παρομοιώσεις της είναι τόσο παραστατικές που μεταφέρουν τον αναγνώστη στη δυσώδη πραγματικότητα της πρωταγωνίστριας, η αφήγηση της είναι αδρή και τραχιά, σαν γδαρμένη σάρκα, η πένα της ζωώδης και γι’ αυτό τόσο αυθεντική και ρεαλιστική. Η αφηγήτριά της είναι ψυχρή και αποστασιοποιημένη και η ματιά στο παρελθόν της κριτική και αποστειρωμένη, καταλήγοντας όμως μερικές φορές απόμακρη και απρόσιτη για τον αναγνώστη.
Η Τάρα ξεχνά, η Αντάρα θυμάται – τι ακριβώς θυμάται όμως, πόσες από τις αναμνήσεις της ανταποκρίνονται στην αντικειμενική πραγματικότητα και πόσες ανασκεύασε υπό το φως των προσωπικών της συναισθημάτων; Η Τάρα ξεχνά, η Αντάρα όμως θέλει η μητέρα της να θυμηθεί ή προτιμά να την αφήσει στο βολικό λυκόφως της λήθης, να κρύψει πίσω από το βαρύ του πέπλο τα δικά της μυστικά, προδοσίες και ανομήματα; Η Αντάρα ταΐζει τη μητέρα της καμένη ζάχαρη, την περιποιείται, τη φροντίζει και τη γλυκαίνει, όμως μήπως πίσω από το προσωπείο της στοργικής κόρης κρύβεται το δικό της ίδιον όφελος, όσα έχει πράξει και προτιμά να λησμονήσει;
Μια σπουδή πάνω στη μνήμη και την πλαστικότητά της, τη μητρότητα και τις γκρίζες ηθικές ζώνες της, το οικογενειακό τραύμα και τα κληροδοτήματά του στην ενήλικη ζωή. Η ιστορία που αφηγείται η Doshi μπορεί να μην είναι πρωτότυπη και να έχει ειπωθεί ξανά και ξανά στη λογοτεχνία, όμως χειρίζεται τη θεματική της με τόση αφηγηματική μαεστρία, τόση διαύγεια πνεύματος και λεπτή, υποδόρια ειρωνεία, που η Καμένη Ζάχαρη κερδίζει επάξια μια θέση στα καλύτερα μυθιστορήματα του είδους που έχουμε διαβάσει.