Γράφει ο Χρήστος Σκυλλάκος για toPeriodiko.gr
Η ταινία μπορεί να δείχνει και να ακολουθεί μια οικογένεια αλλά δεν μιλάει για την οικογένεια. Ή κυρίως όχι για αυτή. Δεν σε υποχρεώνει σε μια τέτοια κοινότυπη ερμηνεία. Υπάρχουν ταινίες που το κάνουν αυτό. Και τόσο χάνουν λόγω ακριβώς αυτού. Η ταινία μιλάει συνολικά και ουσιαστικά για τις ανθρώπινες σχέσεις. Πολύ διαφορετικό άλλωστε. Για το τι δίνουμε και το τι παίρνουμε και πρωτίστως για το τι μας απαγορεύεται να δίνουμε και να παίρνουμε. Η ταινία υποβιβάζει την υποκρισία και εκθειάζει τις μη αλλοτριωμένες σχέσεις μέσα από την ίδια την πολυπλοκότητα τους και την αξιοπρέπεια να τις κατέχεις. Μιλάει για τους φτωχούς και για το δικαίωμα τους να αγαπούν ειλικρινά, τρυφερά και ουσιαστικά. Η ταινία δείχνει ηθική υπεροχή για αυτό τον λόγο και για ακριβώς τον ίδιο λόγο λοιπόν είναι ταινία πολιτική. Όχι απλοποιημένα, σχηματικά και μεταμοντέρνα ιδεοληπτική. Πολιτική με την έννοια της επιστροφής στα δομικά, βασικά και κυρίαρχα ανθρώπινα ζητήματα.
Βλέποντας λοιπόν ετούτη την ταινία από την Ιαπωνία και καταφέρνοντας άμεσα να ταυτιστούμε με την όλη της πλοκή, τους χαρακτήρες, την ηθική που παράγουν και κυρίως με την αισθητική της ομορφιά είναι γεγονός υπέροχο και σημαντικό. Πολιτισμικές διαφορές σαφώς και υπάρχουν και είναι αυτές πολλές φορές ο λόγος που δεν βλέπουμε μη αμερικάνικες ή και μη ευρωπαϊκές ταινίες. Στην συγκεκριμένη αυτό το εμπόδιο έχει εκλείψει. Ο κόσμος άλλωστε έχει δυτικοποιηθεί. Εφόσον λοιπόν όλοι οι πολιτισμοί του σύγχρονου κόσμου έχουν ένα κοινό δυτικό πρόσημο, έτσι δυτικοποιήθηκαν και τα προβλήματα, έτσι δυτικοποιήθηκαν και ο μορφές αντίδρασης σε αυτά.
Οι Ιάπωνες δεν ζούνε σε ένα παράλληλο σύμπαν αλλά μέσα σε σπίτια μετρώντας τα χρήματα που τους απομένουν για να βγει ο μήνας. Δεν ζούνε με ηλεκτρονικά ρομπότ αλλά με ρύζι που τελειώνει. Μπορεί να τρώνε καθιστοί στο πάτωμα και εμείς στο τραπέζι αλλά κύριο πρόβλημα είναι και πάλι το φαγητό. Δεν είναι σαμουράι, δεν είναι πνευματικά υπερβατικοί. Είναι άνθρωποι. Ζούνε ακραίο καπιταλισμό. Εργάζονται και πεθαίνουν φτωχοί. Όπως άλλωστε παντού. Κι ας μοιάζουν διαφορετικά τα αξιακά δεδομένα (το αξιακό «προηγούμενο») καθόλου διαφορετικές δεν είναι οι αξιακές παραβάσεις. Ναι λοιπόν. Ένας πατέρας μεταλλεργάτης ενώνει και κρατάει ενωμένη την οικογένεια καθώς με τον γιό του κλέβουν φαγητό από τα ράφια των σουπερμάρκετ. Δεν κλέβουν τα ταμεία (ακόμη!). Η κλοπή έχει στόχο την ικανοποίηση των άμεσων τους και μόνο αναγκών. Η κλοπή είναι δήλωση. Δηλώνουν παρόντες. Υπαρκτοί. Η κλοπή ως διαπαιδαγώγηση του πατέρα στον γιο είναι επίσης και κυρίως μια σύγκρουση με κοινωνική νόρμα ηθικών προεκτάσεων. Της Ιαπωνίας και του κόσμου ολόκληρου. Αυτού του τύπου διαπαιδαγώγηση λοιπόν δεν μπορεί στα πλαίσια που τίθεται να θεωρηθεί ανήθικη. Δεν είναι κλοπή. Είναι απόκτηση ζωής.
Μιλάμε για σινεμά και ηθική συχνά γιατί άλλωστε το σινεμά είναι από τους κύριους φορείς ηθικής. Στο πυρήνα κάθε καλλιτεχνικού έργου φλέγεται ένας ηθικός προβληματισμός. Είτε μια ταινία μελετάει την Ιστορία ως γενικευμένη κίνηση και εξέλιξη –ως δραστηριότητα των μαζών- είτε μελετάει τον άνθρωπο στα «εκτός» της αυτό που στην τελική αναδεικνύει είναι η ηθική που συνεπάγεται κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Είτε ως πρόθεση είτε ως αποτέλεσμα κάποιας (σύνθεσης, συμβιβασμού, σύγκρουσης).
Η οικογένεια –μιας και η οικογένεια είναι ο πυρήνας της ταινίας και της αφήγησης της- κάποια στιγμή αναπτύσσεται. Δεν έχουμε γέννα γιατί δεν έχουμε σεξ. Δεν υπάρχει τέτοιος χρόνος, τέτοια διάθεση τουλάχιστον όσο η ζωή μοιάζει αδιέξοδη. Καθώς γιος και πατέρας επιστρέφουν σπίτι βρίσκουν σε ένα σπίτι ένα κοριτσάκι μοναχό του που παγώνει. Το παίρνουν μαζί τους. Το σώζουν προφανώς από το κρύο. Το ταΐζουν και αυτομάτως γίνεται μέλος της οικογένειας κι αυτό. Άλλη μια κοινωνική νόρμα στο στόχαστρο. Το αποκαλούμενο αίμα ή η στοργή και η συντροφικότητα είναι αυτό που ορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις; Το κορίτσι δεν λέει κουβέντα. Κανείς δεν μαθαίνει που βρίσκονται οι φυσικοί γονείς του και γιατί έμεινε μοναχό του. «Φυσικοί» γονείς. Να το πρόβλημα που μόλις θέσαμε και ίσως λύσαμε. Τελικά αυτή η πράξη να πάρουν το παιδί από το «πραγματικό» του σπίτι είναι βοήθεια ή απαγωγή; Αναρωτιόμαστε: Δικαιολογείται κάθε πράξη ενάντια στους θεσμούς, νομικούς και ηθικούς, όταν ο σκοπός είναι η πραγματική καλυτέρευση των όρων ζωής μας; Τι είναι το βασικό; Ο νόμος ή ο άνθρωπος; Η ταινία απαντάει σε αυτό ξεκάθαρα: μέσω των συγκρούσεων αλλά κυρίως μέσω της οικειότητας που ταυτίζει εμάς με το δίκιο των πράξεων της οικογένειας. Οι χαρακτήρες αυτοί μας δίνουν πίσω το δικαίωμα να νιώθουμε και να ενεργούμε και πάλι σαν άνθρωποι. Δείτε φατσούλες. Δείτε τρυφερότητα της κάμερας.
Η ταινία είναι νεορεαλιστική στην ουσία της. Δεκαετίες μετά, η ανάγκη να κλέβουμε ποδήλατα ή να κλέβουμε γλυκά από το κατάστημα δεν έχει εκλείψει. Οι κλέφτες ποδηλάτων γίνονται κλέφτες καταστημάτων. Ο Βιτόριο Ντε Σίκα βρίσκει στον Hirokazu Koreeda την συνέχεια των κοινωνικών του προβληματισμών. Και εμείς προφανώς το ίδιο ως κοινό. Είναι ένα remake νοήματος και της αναγκαίας αισθητικής για την εξαγωγή του. Η ταινία δικαίως βραβεύτηκε στις Κάννες με τον Χρυσό Φοίνικα. Δεν την αξιολογούμε με βάση αυτό αλλά το αναφέρουμε ως επιβεβαίωση μιας ποιότητας που ανέχονται και στα μεγάλα φεστιβάλ. Κυρίως η ταινία αξιολογείται για το γεγονός πως έθεσε πάλι τα στάνταρ για την κινηματογραφική και αισθητική καταγραφή της σύγχρονης κοινωνικής κατάστασης στον κόσμο και της ανάγκης ενεργητικότητας των μαζών – ακόμα και μέσα από το σχήμα μιας οικογένειας-. Η ταινία είναι συγκλονιστική γιατί επανατοποθετεί και επαναπροτείνει τον τρόπο που κοιτάζει (και κοιτάζουμε μαζί της) τα πρόσωπα των ανθρώπων του λαού. Ακριβώς όπως κάποτε και ο Ντε Σίκα. Αυτό είναι το ποιόν του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, της αυθεντικότητας του ως δημιουργού, ως καλλιτέχνη.