Διάφορα ιστορικά πρόσωπα έχουν διατηρηθεί στη συλλογική μνήμη ως αυταρχικοί και στυγνοί εξουσιαστές, που καταπίεζαν με υπέρμετρη ματαιοδοξία το λαό τους και εκδικούνταν άσπλαχνα τους εχθρούς τους. Τα θύματα του Ολοκαυτώματος που ενορχήστρωσαν ο Χίτλερ και το Ναζιστικό του Κόμμα, οι νεκροί από τις φλόγες τις οποίες άναψε ο Νέρωνας με σκοπό να καταστρέψει την αρχαία Ρώμη, τα αμέτρητα πτώματα που άφηνε στο διάβα του προς τη Δύση ο ανίκητος στρατός του Τζέγκις Χαν, υπενθυμίζουν ότι δεν υπάρχουν όρια στην ανθρώπινη μοχθηρία, ιδιαίτερα όταν αυτή συνδυάζεται με ισχυρή στρατιωτική δύναμη και απόλυτη πολιτική εξουσία.
Ποιο είναι όμως εκείνο το κρίσιμο σημείο, στο οποίο η ασύλληπτη βία μοιάζει να ξεπερνά τα όρια του ανθρώπινου, ώστε πλέον να παραλληλίζεται με το αποτέλεσμα των ενστίκτων ενός θηρίου, ενός πλάσματος που έχει αποβάλλει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του; Εκεί είναι που επιδρά η ανθρώπινη φαντασία, οι μύθοι, οι θρύλοι και οι παραδόσεις, που προσπαθούν να αποδώσουν το κακό με όρους υπερφυσικούς. Με αυτό τον τρόπο γεννήθηκαν θρυλικές μορφές της ανθρώπινης φαντασίας που διατηρούν την παράδοση του τρόμου μέχρι και σήμερα, όπως το τέρας του Φρανκενστάιν της Mary Shelley, ο Δράκουλας του Bram Stoker ή ακόμα και ο αιμοδιψής κλόουν από το Αυτό του Stephen King. Ακόμα όμως και οι πιο απ-άνθρωπες απ’ αυτές τις μορφές, στον πυρήνα τους διατηρούν κάποια βασικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά, αφού -εν πολλοίς- είναι εμπνευσμένα απ’ τις σκοτεινότερες μορφές του ανθρώπινου είδους.
Μία από τις πιο αιμοδιψείς προσωπικότητες του παρελθόντος, της οποίας η ιστορία έχει αποτελέσει σημείο έμπνευση για θρυλικές φιγούρες της λογοτεχνίας του τρόμου, αποτελεί η Κόμισσα Ελίζαμπεθ Μπάθορυ, η αποκαλούμενη και ως πρώτη γυναίκα serial killer, αφού στο παλάτι που διαβιούσε στην Ουγγαρία του 16ου αιώνα, είχε βασανίσει και σκοτώσει περισσότερες από 600 κοπέλες, κυρίως φτωχές, ενώ πίστευε ότι θα λειτουργούσε σαν ελιξίριο νεότητας το να κάνει μπάνιο στο αίμα παρθένων κοριτσιών. Την ιστορία της Μπάθορυ είχε αναπλάσει το 1966 (λίγα χρόνια πριν αυτοκτονήσει) μία απ’ τις σημαντικότερες ποιήτριες της Αργεντινής του 20ου αιώνα, η Alejandra Pizarnik. Το πεζογράφημά της La condesa sangrienta, ένα απ’ τα τελευταία έργα της ζωής της, πρόσφατα μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Οξύ και πλέον κυκλοφορεί σε μία πολυτελή (και οπτικά θεσπέσια) εικονογραφημένη έκδοση δια χειρός (του επίσης Αργεντίνου) Santiago Caruso.
Το βιβλίο αποτελείται από μικρές ιστορίες που έχουν τη μορφή ολιγοσέλιδων διηγημάτων. Η λιτότητα της αφήγησης και ο τρόπος χειρισμού της γλώσσας μαρτυρούν την ποιητική μήτρα απ’ την οποία προήλθαν, παρόλο που το συγκεκριμένο έργο η Pizarnik το έχει γράψει σε πεζογραφική μορφή. Στη διήγηση της Pizarnik η Κόμισσα Μπάθορυ απεικονίζεται ως μία αιμοδιψής γυναίκα που βρίσκει την ευτυχία βασανίζοντας και σκοτώνοντας ανυπεράσπιστες κοπέλες παγιδευμένες στο κάστρο της. Ο θάνατος είναι μία τελετή για την Κόμισσα Μπάθορυ, η οποία εφευρίσκει νέους τρόπους να διασκεδάζει τα σαδιστικά της ένστικτα, χρησιμοποιώντας κάθε λογής όπλα, διάφορες φονικές κατασκευές, αλλά και τη βοήθεια του υπηρετικού της προσωπικού. Πέραν των ευεργετικών ιδιοτήτων που πιστεύει ότι έχει το αίμα των νεαρών παρθένων, με το οποίο λούζεται προσδοκώντας έτσι να διατηρήσει αναλλοίωτη την νεότητά της, παράλληλα απολαμβάνει το θάνατο ως ιεροτελεστία και τη βία ως φετίχ. Ως εκ τούτου δικαίως της έχει αποδοθεί το προσωνύμιο «γυναίκα – βαμπίρ», αφού δεν σκοτώνει μονάχα για να ζήσει (για να διατηρήσει την ομορφιά της νεαρής της ηλικίας για την ακρίβεια), αλλά και για την απόλαυση του φρέσκου αίματος, της σάρκας των θυμάτων της.
Υπό το πρίσμα των διηγήσεων της Pizarnik, η επιθυμία της Κόμπισσας Μπάθορυ για την επανάληψη της ιεροτελεστίας του θανάτου ήταν ακόμα ισχυρότερη κι από την ερωτική επιθυμία. Βέβαια τα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλε τα νεαρά της θύματα, προτού τα καταδικάσει σε τραγικό θάνατο, συνήθως περιλάμβαναν και τη σεξουαλική τους κακοποίηση. Εξάλλου τα θύματά της ήταν πάντοτε γυμνά, εντελώς ανυπεράσπιστα και εκτεθειμένα στις βίαιες διαστροφές της.
«Η γύμνια είναι ίδιον του θανάτου. Το ίδιο και η συνεχής ενατένιση αυτών των γυμνών πλασμάτων που έχουν βγάλει όλα τα ρούχα τους για εκείνη»
Όμως η Κόμισσα δεν μπορούσε να βρει στη σεξουαλική επαφή την απόλαυση που της προσέφεραν οι θανατηφόρες τελετές της. Αντιθέτως για εκείνη η σεξουαλική συνεύρεση δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μία προσομοίωση του θανάτου, στον οποίο εύρισκε την αληθινή απόλαυση.
«Αν λοιπόν η σεξουαλική πράξη συνεπάγεται ένα είδος θανάτου, η Ερζέμπετ Μπάθορι χρειαζόταν έναν πρόδηλο θάνατο, απλό όσο και χυδαίο, για να μπορέσει κι εκείνη να «πεθάνει» από τον αλληγορικό θάνατο που προκαλεί ένας οργασμός»
Η εικονογράφηση του Santiago Caruso δίνει φρέσκια πνοή στο κείμενο της Pizarnik. Το πανέμορφο ασπρόμαυρο σχέδιό του είναι βυθισμένο στο κόκκινο του αίματος και του θανάτου. Σε μεσαιωνικό φόντο και με εμφανή στοιχεία γοτθικής αρχιτεκτονικής, οι εικόνες του Caruso είναι γεμάτες μυθολογικές και καλλιτεχνικές επιρροές. Τα μονοσέλιδα ή δισέλιδα έργα του Caruso δίνουν μορφή στις ανατριχιαστικές αφηγήσεις του κειμένου, μεταφέροντάς μας σε τοπία που ίσως να αποτελούν διαφορετικές εκδοχές της Κόλασης.
Η Κόμισσα Μπάθορι «ξεπέρασε κάθε όριο κι έφτασε στα βάθη της ακολασίας», σύμφωνα με τα λόγια της Pizarnik. Όμως οι πραγματικές αιτίες των εγκλημάτων της θα μείνουν για πάντα ένα άλυτο μυστήριο. Ήταν άραγε ο φόβος της για τα γηρατειά και το θάνατο που την ώθησαν σε αυτές τις απάνθρωπες πράξεις; Μήπως μέσω της τελετουργικής επανάληψης του συμβάντος του θανάτου επιχειρούσε να εξοικειωθεί με αυτόν; Ή μήπως πράγματι είχε πιστέψει στα μάγια και τις δεισιδαιμονίες; Ίσως να νόμιζε ότι η εξουσία και τα πλούτη της θα ήταν ικανά να υπερνικήσουν τον χρόνο; Ή μάλλον όλη αυτή της η συμπεριφορά ήταν μία ανηλεής προσπάθεια προσωπικής της διαφυγής από τη μελαγχολία που επικρατούσε στην εποχή της, μία αιμοσταγής διασκέδαση χωρίς τύψεις; Οι ερμηνείες θα παραμείνουν για πάντοτε ανοιχτές και θα συνεχίζουν να διαδίδονται μαζί με την ασύλληπτα θανατηφόρα ιστορία της Κόμισσας Μπάθορι.